Στο βάθος έπαιζε η τηλεόραση, χωρίς να της δίνει
σημασία κανείς στο σπίτι ― την είχαμε ανοίξει περιμένοντας τις ειδήσεις.
Την προσοχή μου όμως τράβηξε ο ήχος μιας
διαφήμισης.
Ο στομφώδης πατριωτικός τόνος του εκφωνητή, που
μιλούσε δοξαστικά «για αυτόν τον λαό» (εμάς τους Ελληνες), που έχει αυτό, έχει
εκείνο, έχει το άλλο κ.λπ.
«Σ’ αυτό τον λαό αξίζει το καλύτερο», κατέληγε ο
ύμνος προς τον λαό, οπότε εγώ από περιέργεια πετάχτηκα ώς το δωμάτιο με την
τηλεόραση, για να προλάβω τη διαφήμιση και να δω επιτέλους τι είδους προϊόν
μπορεί να διαφημίζεται με τέτοιο πατριωτικό στόμφο.
Οπως διαπίστωσα, η διαφήμιση αφορούσε...
λουκάνικα, πάριζες, μορταδέλες και άλλα συναφή ―και νοστιμότατα, δεν αμφιβάλλω―
εδέσματα μιας αλλαντοποιίας…
Η τελευταία σκηνή που πρόλαβα έδειχνε ένα ωραίο
ελληνικό γλέντι με φόντο το ειδυλλιακό τοπίο ενός νησιού και η διαφήμιση
έκλεινε με ένα ζουμ της κάμερας σε έναν τύπο, που διπλώνει μερακλίδικα μια φέτα
ζαμπόν μέσα στο χέρι του, ανοίγει μια στοματάρα να, μετά συγχωρήσεως, και τη
χλαπακιάζει.
Εμεινα κατάπληκτος. Τέτοια εθνική έξαρση, βρε
παιδιά, για μια πιατέλα με λουκάνικα;
Με έπιασαν τα γέλια.
Εχω δει πολλές φορές στην Ελλάδα να επαληθεύεται
ο αφορισμός του Σάμιουελ Τζόνσον ότι «ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο
των καθαρμάτων». Αλλά από πότε έγινε και καταφύγιο εκείνων που παράγουν σαλάμια
και λουκάνικα; (Οι οποίοι, ασφαλώς, δεν είναι καθάρματα οι άνθρωποι, απλώς τη
δουλειά τους κάνουν).
Ακριβέστερα: από πότε έγινε καταφύγιο και των
διαφημιστών;
Σπεύδω να προλάβω ορισμένους, οι οποίοι θα πουν ότι οι διαφημιστές (όπως και οι δημοσιογράφοι, αλλά και άλλα επαγγέλματα που αρχίζουν από δέλτα...) είναι καθάρματα.
Σπεύδω να προλάβω ορισμένους, οι οποίοι θα πουν ότι οι διαφημιστές (όπως και οι δημοσιογράφοι, αλλά και άλλα επαγγέλματα που αρχίζουν από δέλτα...) είναι καθάρματα.
Μπορεί, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.
Το ζήτημα είναι ότι ο τόνος του πατριωτισμού,
της υπερηφάνειας για την εθνική προέλευσή μας, είναι κάτι αισθητικά και ηθικά
ασύμβατο με τα αλλαντικά. (Βέβαια, όπως λέει και το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη,
«Ολα πατρίδα μας! Κι αυτά κι εκείνα».
Επομένως, και τα σαλάμια που παράγονται στη χώρα
πατρίδα μας είναι ― έστω και αν είναι τύπου Μιλάνου ή Ουγγαρίας...).
Προσπάθησα να μπω στη σκέψη του διαφημιστή που
επινόησε αυτό το μικρό αριστούργημα.
Δεν είχε συναίσθηση της γελοιότητας της ιδέας
του;
Δεν καταλάβαινε ότι ο συσχετισμός της εθνικής
περηφάνιας με τα λουκάνικα μάλλον μειώνει την εθνική περηφάνια παρά εξυψώνει τα
λουκάνικα;
Οπωσδήποτε, ναι· διότι οι πετυχημένοι
διαφημιστές είναι κατά τεκμήριο πανέξυπνοι άνθρωποι.
Επομένως πώς τους ήρθε η ατυχής έμπνευση;
Στο κάτω κάτω, η παραγωγή μιας διαφήμισης
κοστίζει ακριβά και ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι Δημόσιο για να πετάει τα λεφτά
στον βρόντο.
Απάντηση έγκυρη, φυσικά, δεν μπορώ να έχω· αλλά
μερικές υποθέσεις μπορώ να τις τολμήσω.
Εικάζω, λοιπόν, ότι στις μέρες μας οι ειδικοί
κρίνουν ότι το σαλάμι πρέπει να πωλείται στην αγορά με περιτύλιγμα
πατριωτισμού, λόγω του κοινού στο οποίο απευθύνεται η διαφήμιση.
Το κοινό αυτό είναι ακόμη θυμωμένο εξαιτίας της
κρίσης και, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, δεν μπορεί ή δεν θέλει να αναγνωρίσει
τις ευθύνες αυτού του «υπέροχου λαού» για την κατάστασή του. («Εγώ γιατί φταίω;
Εμένα δεν μου είχε πει κανένας ότι δανειζόμαστε», μου έλεγε τις προάλλες ένας
συμπαθής, παρότι ομιλητικότατος, ταξιτζής...).
Συνεπώς, για να προσεγγίσεις ένα κοινό θυμωμένων
καταναλωτών πρέπει να τους καλοπιάσεις.
Γι’ αυτό, η διαφήμιση για τα αλλαντικά
περιέκλειε αριστοτεχνικά όλα τα κλισέ με τα οποία παρηγορείται ο αγανακτισμένος
Ελληνας στον καιρό της κρίσης.
Κλισέ τα οποία βρίσκουμε από τη λυρική
αρθρογραφία των διανοούμενων της Αριστεράς μέχρι τις αγριοφωνάρες των
ψεκασμένων στα κανάλια: το μοναδικό ελληνικό καλοκαίρι, η ανυπέρβλητη ομορφιά
των νησιών και των ακτών μας ―όλα αυτά, δηλαδή, για τα οποία υποτίθεται ότι μας
ζηλεύουν― και, βέβαια, λόγια που τονώνουν την αυτοπεποίθηση, σαν αυτά τα οποία
κάθε Ελληνίδα μητέρα που σέβεται τον εαυτό της επιδαψιλεύει στο βλαστάρι της:
είσαι ο ωραιότερος, είσαι ο εξυπνότερος και σου αξίζει το καλύτερο.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι και η ρητορική
των πολιτικών τα ίδια λέει πάνω κάτω.
Προσπαθούν να φιλοτιμήσουν τους Ελληνες,
φουσκώνοντας την αυτοπεποίθησή τους.
Πόσες και πόσες φορές, θυμηθείτε, δεν έχουμε
ακούσει από χείλη πολιτικών το στερεότυπο ότι «μας αξίζει κάτι καλύτερο»; (Λες
και δεν φτιάχνουμε μόνοι μας τη θέση μας στη ζωή...).
Δεν είναι τυχαίο, επαναλαμβάνω, αφού οι
διαφημιστές και η συνομοταξία τους (πιαριτζήδες, σπιν ντόκτορς κ.ά.) είναι
εκείνοι που φτιάχνουν κατά τον μεγαλύτερο βαθμό την εικόνα των πολιτικών στον
σύγχρονο κόσμο.
Αυτά σκεπτόμουν Κυριακή βράδυ και τα σημείωνα
βιαστικά σ’ ένα χαρτί, έχοντας στον νου μου το σημείωμα της Δευτέρας.
Ετσι ξέχασα εντελώς ότι ήθελα να ακούσω τις
ειδήσεις.
Το θυμήθηκα ξαφνικά, όταν άκουσα για την
επανεκλογή του μπαρμπα-Φώτη του Κουβέλη ως προέδρου της ΔΗΜΑΡ με ποσοστό
68,34%, γεγονός που σήμανε, σύμφωνα με τον ίδιο, την... «ολική επαναφορά» της ΔΗΜΑΡ
στα πολιτικά πράγματα!
Το γεγονός δεν μου προκάλεσε την παραμικρή
έκπληξη.
Αναμενόμενο ήταν, όπως η έκδοση ληξιαρχικής
πράξης θανάτου μετά το μοιραίο. Ο μπαρμπα-Φώτης βάζει πλώρη για Πρόεδρος της
Δημοκρατίας με τις πλάτες του ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ).
Οι τριακόσιοι άνθρωποι που τον περιστοιχίζουν
και τον ψήφισαν είναι πολιτικά τελειωμένοι.
Η μόνη ελπίδα τους για να παραμείνουν κάπως στα
πράγματα είναι να διαδεχθεί τον Κάρ. Παπούλια ο πρόεδρος του κόμματός τους,
ώστε να δουν και αυτοί μια άσπρη μέρα.
Ηταν αναπόφευκτο στο μυαλό μου να συνδεθούν η
διαφήμιση των αλλαντικών με την είδηση για την επανεκλογή του μπαρμπα-Φώτη.
Μας αξίζει, πράγματι, κάτι καλύτερο από αυτό που
μόνοι μας φτιάξαμε; Τουλάχιστον όσον αφορά τα σαλάμια και τα λουκάνικα υποθέτω
πως ναι...
Στέφανος Κασιμάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου