«Ποιος το είπε αυτό;» «Εγώ».
«Α, τότε δεν έχει σημασία».
Νομίζω όλοι σας πρέπει να έχετε ακούσει δεκάδες
φορές την αναπαραγωγή αυτού του διαλόγου που τοποθετείται σε μια από τις
κοινοβουλευτικές μάχες του '65 με πρωταγωνιστή τον Γ. Παπανδρέου.
Ένας διάλογος που πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν
διεκδικεί δάφνες ιδιαίτερα σπινθηροβόλου πνεύματος και ευρηματικότητας-
περισσότερο εξυπνακισμός ήταν, που όμως είχε την τύχη να τον διαιωνίσει η
δημοσιογραφική πένα ως στερεότυπο. Γιατί άραγε;
Νομίζω η απάντηση μπορεί να δοθεί ευκολότερα
στις μέρες μας.
Λόγω σπανιότητος…
Ένας πολιτικός διάλογος των περασμένων δεκαετιών
δύσκολα έφθανε στα αυτιά των πολιτών αν δεν είχε ουσιώδες πολιτικό περιεχόμενο.
Οι εφημερίδες αναπαρήγαν μόνο κουβέντες με
πραγματικό πολιτικό νόημα το δε κρατικό ραδιόφωνο, το μόνο που υπήρχε, κρατούσε
ακόμα πιο αυστηρή απόσταση από τις προσωπικές αποχρώσεις των πολιτικών
γεγονότων.
Για αυτό οι λίγοι διάλογοι που απαθανατίστηκαν
απέκτησαν ισχύ δυσανάλογου συμβολισμού.
Είναι και ο λόγος για τον οποίο επί δεκαετίες
έμενε άτρωτο το κύρος πολιτικών που σήμερα άνετα θα αποκαλούσαμε τενεκέδες.
Ο λαός στην ουσία δεν είδε ποτέ απογυμνωμένες
τις προσωπικότητες στις πραγματικές άνθρώπινες διαστάσεις τους αλλά πάντα μέσα
από τον ηθμό των τυποποιημένων προσεγγίσεων του Tύπου και των δημοσίων
ανακοινώσεων. Το απρόσιτο προσέδιδε κύρος.
«Το ανθρώπινο βάρος τους /φτιαγμένο από πηλό και
αμαρτία» το γνωρίσαμε στην ουσία με την άνθηση της ιδιωτικής τηλεόρασης. Ειδικά
εκείνοι που από νωρίς έπιασαν στασίδι σε αυτά που μετά μάθαμε ότι λέγονται
πάνελ μας συστήθηκαν, στην αρχή από την καλή αλλά μοιραία μετά και από την
ανάποδη.
Η τηλεοπτική οθόνη είναι αμείλικτη και κάποιους
τους μάθαμε καλύτερα κι από τους γείτονές μας- τα παράθυρα της τηλεόρασης είναι
πιο κοντινά από των απέναντι.
Μπορεί εκείνοι να ωφελήθηκαν γιατί νομίζω ότι οι
εκλογικές τους επιτυχίες ήσαν ευθέως ανάλογες των τηλεοπτικών τους εμφανίσεων,
αλλά και οι ίδιοι πρέπει να ομολογήσουν ότι η κατάχρηση τους κόστισε σε κύρος.
Παραγνωριστήκαμε, βρε αδερφέ, πώς να το πώ;. Και
απ' την άλλη θα ΄θελε κανείς ο πολιτικός που ψηφίζει να κάνει κάτι πιο
δημιουργικό από το να ξοδεύει τη μισή του ζωή στα στούντιο.
Η κατάσταση απόγινε με τα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης.
Αρκετοί δίνουν την εντύπωση ότι κάνουν πολιτική
αποκλειστικά μέσω facebook. Εκθέτουν στην κοινή θέα τις μύχιες σκέψεις τους με
την ευκολία που φαντάζομαι δημιουργεί η ψευδαίσθηση της ιδιωτικότητας των
συνομιλιών σε συνδυασμό με κάποια δόση ναρκισσισμού αλλά και τη μόνιμη επιθυμία
των πολιτικών να βρίσκονται στο προσκήνιο.
Το μέσο είναι εύκολο, τα αποτελέσματα θεαματικά
και άμεσα, τα κανάλια πάντα πρόθυμα να αναπαραγάγουν διαλόγους όσο
ευτελέστερους τόσο συχνότερα, η παγίδα μεγάλη, το αποτέλεσμα συχνά θλιβερό.
Δεν μιλούμε πια για μειωμένο κύρος, δεν μιλούμε
για πολιτικό της διπλανής πόρτας, δεν μιλούμε καν για τον χαμένο χρόνο ενός
ανθρώπου που εκπροσωπεί το έθνος μπροστά στο κομπιούτερ.
Μιλάμε για το ανακάτεμα του δημόσιου με το
ιδιωτικό σε ένα καφενειακό ξεκατίνιασμα που δεν μπορεί να απομονωθεί από την
συνολική εικόνα του πολιτικού.
Σκεφτείτε πόσους τέτοιους διαλόγους έχουμε
ακούσει στις μέρες μας. Εκατοντάδες. Θυμάστε κανέναν;
Πολλοί ήσαν απείρως εξυπνότεροι από την ατάκα
του Γ. Παπανδρέου που θυμούνται τρεις γενιές.
Δεν τους θυμάστε γιατί η συχνότητα, η ευκολία,
και η άσφαιρη φλυαρία έπεσαν σε μεγάλες δόσεις.
Αυτό που, περιέργως, φαίνεται να μην
καταλαβαίνει ο Πέτρος Τατσόπουλος είναι ότι μπορεί να κερδίζει την αντίπαλό του
στις λέξεις (σιγά το δύσκολο) αλλά όταν παίζει στο γήπεδο του κιτς εκείνη
παίζει εντός έδρας.
Και εκείνος χάνει απλώς και μόνο γι αυτό.
Ανδρέας Πετρουλάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου