Οι πόλεις αλλάζουν στο
πέρασμα του χρόνου
και μαζί με αυτές και οι κάτοικοί τους. Αυτό είναι περισσότερο από δεδομένο,
καθώς καθημερινά από τους κατοίκους κάθε πόλης, άλλοι πεθαίνουν, άλλοι
γεννιούνται σε μια συνεχή ανακύκλωση της δημογραφίας.
Η κοινοτοπία αυτής της πραγματικότητας παίρνει
εντελώς άλλη διάσταση εάν τεθεί με εθν(οτ)ικό χρώμα και αμέσως εξάπτει το
ενδιαφέρον, ειδικά στην πόλη μας: η Θεσσαλονίκη αποτελεί μια πόλη με διαδοχή
περιόδων ριζικών (εθνοτικών) δημογραφικών μεταβολών.
Το πέρασμα από την Οθωμανική στην ελληνική
επικράτεια το 1912, η Ανταλλαγή Πληθυσμών του 1923 και το Ολοκαύτωμα των
Εβραίων το 1944 αποτέλεσαν ιστορικούς σταθμούς μεταβολών που αφαίρεσαν από την
πόλη τα «έτερα» στοιχεία, αφήνοντας στον ελληνόφωνο ελληνορθόδοξο πληθυσμό της
την αναμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία.
Η παγίωση μιας εθνοτικής ελληνικότητας για πρώτη
φορά στη σύγχρονη ιστορία της πόλης άρχισε να εμπλουτίζεται από την πρόσφατη
μετανάστευση προς την Ελλάδα ήδη από τη δεκαετία του 1980 (βλ. Άραβες
φοιτητές), αλλά κυρίως από το 1990 (από Αλβανία, Βουλγαρία, Ρωσία, Αρμενία,
Γεωργία, κ.άλ.) και, τέλος, το 2001 (από Αφγανιστάν, Πακιστάν, Συρία, Νιγηρία,
Σενεγάλη κ.άλ.).
Η άφιξη μεταναστών έφερε τη σαλονικιώτικη
κοινωνία ενώπιον νέων προκλήσεων που αποτυπώθηκαν στην οικονομική
διαστρωμάτωση, αλλά και τη χωροταξία της πόλης.
Η εθνοτική ετερότητα των μεταναστών είναι αόρατη
σε αντίθεση με τη θεσμική ορατότητα που απολάμβαναν παλαιότερα, αλλά και μέχρι
σήμερα στην Θεσσαλονίκη, ετερόθρησκες και ετερόδοξες, ή αλλόφωνες ομάδες όπως
καθολικοί, προτεστάντες, μουσουλμάνοι, Αρμένιοι, εβραίοι, Ρουμάνοι και
Βούλγαροι.
Η εγκατάσταση περίπου
50.000 αλλοδαπών
στο Πολεοδομικό Συγκρότημα της Θεσσαλονίκης προκάλεσε φοβικά αντανακλαστικά
απέναντι στο καινούργιο φαινόμενο.
Ωστόσο, οι «ξένοι» ανέλαβαν τις βαριές δουλειές
(κατασκευές, καθαριότητα, φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων), συχνά σε σχέσεις
εκμετάλλευσης δημιουργώντας μια βολική μετατόπιση στις εργασιακές σχέσεις.
Η κατανομή του μεταναστευτικού εργατικού
δυναμικού από τη δεκαετία του 1990 στα χαμηλότερα κοινωνικό-οικονομικά στρώματα
εγκαθίδρυσε έναν ταξικό εθνοτισμό, ο οποίος προς το παρόν μόνο εν μέρει έχει
εξισταθμιστεί.
Αντίρροπες δυνάμεις ασκήθηκαν μακροπρόθεσμα, και
τα αποτελέσματά τους άρχισαν να γίνονται ορατά τα τελευταία χρόνια: δυναμικές
κοινωνικής ενσωμάτωσης, μέχρι και γλωσσικής και θρησκευτικής αφομοίωσης, μικτοί
γάμοι, οικονομική επιτυχία και κοινωνική ανέλιξη, συγχρωτισμός με τους ντόπιους
έλληνες, από την πλευρά των νέο-εγκαταστημένων (κυρίως Αλβανών).
Η τοπογραφία της πόλης άρχισε να παίρνει
μεταναστευτικό χρώμα οριζόντια και κάθετα.
Κάθετα, καθώς η κοινωνική θέση του μετανάστη
μπορεί να μετρηθεί με τον όροφο εγκατάστασης στην πολυκατοικία, από τα υπόγεια,
ημιυπόγεια σε ψηλότερους ορόφους.
Οριζόντια, καθώς εγκατάσταση των μεταναστών και
«ομογενών» μπορεί να εντοπιστεί με μεγαλύτερη ή μικρότερη πυκνότητα ή διασπορά
σε ορισμένες περιοχές (βλ. περιοχή πάνω από την Βασ. Όλγας ή πάνω από την
Εγνατία, Χαριλάου κλπ.).
Ορισμένες κοινότητες διατηρούν χαμηλή συνοχή
μεταξύ τους και δεν κατοικούν σε συγκεκριμένη περιοχή της Θεσσαλονίκης (όπως οι
Αλβανοί). Άλλες διαβιούν σε μεγάλη εγγύτητα μεταξύ τους (βλ. Ομογενείς από
πρώην ΕΣΣΔ στη Νικόπολη και την οδό Κασσάνδρου, την Άνω Πόλη ή το Ωραιόκαστρο,
Κινέζοι στο Βαρδάρι, Φιλιππινέζες στο Πανόραμα κλπ) ή έχουν δημιουργήσει
αμιγείς περιοχές (βλ. Ομογενείς στη Νικόπολη).
Οι νέοι Θεσσαλονικείς
είναι φορείς μιας ποικιλίας εθνικών, γλωσσικών (αλβανικά, ρωσσικά, γεωργιανά, αρμενικά,
κινεζικά, τουρκικά, ουρντού, γαλλικά, αγγλικά κ.άλ.), και θρησκευτικών
(μουσουλμάνοι, χριστιανοί άλλων εκκλησιών) ταυτοτήτων, η οποία εμπλούτισε
πολιτισμικά την πόλη.
Ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό οι ανάγκες που
συνέχονται με την θρησκευτική και γλωσσική ετερότητα, δηλαδή η δημιουργία τόπου
λατρείας και η διδασκαλία γλωσσικών μαθημάτων αντίστοιχα βρίσκουν θεσμικά
κωλύματα.
Ειδικά ως προς την ανέγερση τζαμιού για τους
μουσουλμάνους και την διδασκαλία της μητρικής γλώσσας, κυρίως των αλβανικών ή
των ρωσικών, οι αντιστάσεις, θεσμικές και ιδεολογικές είναι ισχυρές.
Ο νομοθέτης αντέδρασε με καθυστέρηση,
θεσμοθετώντας το διαπολιτισμικό σχολείο, χωρίς να καλύπτει τις ανάγκες αυτές:
Οργανώθηκαν τάξεις υποδοχής, φροντιστηριακά τμήματα και ιδρύθηκαν
διαπολιτισμικά σχολεία στον Εύοσμο, την Πυλαία, στον δήμο Θεσσαλονίκης, το
Κορδελιό, τη Μενεμένη, και τους Νέους Επιβάτες.
Η οικονομική κρίση και οι σκληρές γωνίες
του νομικού πλαισίου που διέπει τους αλλοδαπούς μετανάστες δημιουργεί δυναμικές
προσωρινότητας-μονιμότητας που συνήθως είναι αόρατες στην υπόλοιποι κοινωνία,
καθώς άνθρωποι αόρατοι θεσμικά, αλλά και πολλοί που εκπίπτουν από την
νομιμότητα, υποχρεούνται να φύγουν από την πόλη στην οποία είχαν ζήσει για
μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα, έχοντας την προσδοκία ή την πεποίθηση της
μονιμότητά τους.
Οι νέοι Σαλονικιοί
έγιναν αναγνωρίσιμοι
ως «πρόβλημα» από την πλειοψηφία των «παλαιών» και τα τοπικά ΜΜΕ μέσα από την
σύνδεση μετανάστευσης και εγκληματικότητας αλλά και ανεργίας, υποβαθμίζοντας
τον κοινωνικό αποκλεισμό, την περιθωριοποίηση και τη φτώχεια που εν πολλοίς
πολλοί από τους προγόνους τους είχαν αντιμετωπίσει ως πρόσφυγες από τα Βαλκάνια
και την Μικρά Ασία. Έτσι ανατροφοδοτούνται ξενόφοβες αντιλήψεις, ως
αυτοεκπληρούμενες προφητείες και συγκροτούν πολιτικές πελατείες, γνωστές και
εδραιωμένες στην Θεσσαλονίκη από παλιά.
Κατά κανόνα ακόμα και η ιδέα ότι οι
εγκαταστημένοι μετανάστες είναι και αυτοί κάτοικοι Θεσσαλονίκης και μάλιστα
συν-πολίτες μας δεν είναι καθόλου οικεία.
Η διαφοροποιημένη αντιμετώπιση με αρνητικό
πρόσημο θεμελιώνεται επίσης και στις θεσμικές κατηγοριοποιήσεις του «ομογενούς»
- «αλλογενούς», «έλληνα πολίτη» - «αλλοδαπού», του «Βορειοηπειρώτη» και
«Παλιννοστούντα- Ρωσσοπόντιου».
Οι διαφοροποιήσεις επιδρούν στις δυνατότητες
επιλογών και τις δυνατότητες για κοινωνική ανέλιξη, οικονομική αναβάθμιση,
μόρφωσης, απασχόληση και κατοικία. Φαινόμενα μαύρης εργασίας, εγκληματικότητας
και το έλλειμμα της κοινωνικής προστασίας –ειδικά στην εποχή της
κοινωνικο-οικονομικής κρίσης- άσκησαν μεγάλη πίεση στους ετερόχθονες
Σαλονικιούς, αλλά και στα παιδιά τους, γνήσιους πλέον Σαλονικιούς, μέσα από
διεργασίες που παλινδρομούν από την αποδοχή στην απόρριψη και από την ένταξη
στην περιθωριοποίηση. Και αυτές οι διεργασίες αποτελούν κρυμμένες εκφάνσεις της
«Θεσσαλονικιότητας» μας: Σαλονικιός, γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Εν τέλει, η κυλιόμενη
δημογραφία της πόλης μας
αποτελεί πρώτα απ’ όλα άσκηση αυτοσυνειδησίας όλων των Θεσσαλονικέων. Της αποδοχής
των πραγματικών διαστάσεων της δημογραφίας της πόλης, της ιστορικότητας των
μεταβολών της και των παραμέτρων μονιμότητας-προσωρινότητας.
Οι διαδικασίες συμπερίληψης και αποκλεισμών
είναι μια συνεχής άσκηση αντοχής της ιδέας της συμπερίληψης απέναντι στην
ξενοφοβία.
Και αυτό μας αφορά όλους.
Κωστής Τσιτσελίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου