Η ύπαρξη και η
λειτουργία των θεσμών
δεν προηγείται της κοινωνίας των πολιτών, όπως τείνουμε να πιστεύουμε.
Αντιθέτως, οι θεσμοί γίνονται θεμέλιο της
δημοκρατίας μόνον αν τους αναγνωρίζουμε ως θεμέλιο της δημοκρατίας.
Βρισκόμαστε σήμερα ανάμεσα σε δυο κατεστημένα:
από τη μία πλευρά το διαβρωμένο, αποτυχημένο κράτος με τους ατελείς θεσμούς
του, κι από την άλλη πλευρά την πολιτική και τους πολιτικούς του δρόμου.
Χρειάζεται ισορροπία
ανάμεσα στις λειτουργίες
των αντιπροσωπευτικών οργάνων και στην καθημερινή συνεισφορά των πολιτών στη
διαμόρφωση της πολιτικής. Αυτή η ισορροπία, στην περίπτωσή μας, είναι ασταθής.
Δεν έχουμε ξεκαθαρίσει ποιος είναι ο ρόλος του
«δρόμου» και πώς επηρεάζει τη ζωή της κοινότητας.
Και δεν έχουμε αναρωτηθεί τι πιστεύουν και τι
επιθυμούν οι άνθρωποι – η πλειοψηφία δηλαδή – που δεν συμμετέχουν στην πολιτική
του δρόμου.
Στην Ελλάδα, οι ενεργές μειοψηφίες
καταδυναστεύουν τους πολίτες…
Πράγματι, έχουμε μακρά
παράδοση πολιτικής
δρόμου, ακριβώς επειδή οι θεσμοί ήταν πάντοτε ασθενικοί. Και ήταν ασθενικοί
επειδή δεν τους σεβόμασταν, δεν απευθυνόμασταν σε αυτούς, ασκούσαμε τα
δικαιώματα του πολίτη στον δρόμο, μέσα από μορφές αυτοδικίας.
Όσο για τις υποχρεώσεις του πολίτη, δεν τις
αποδεχόμασταν – ούτε μας τις δίδαξε κανείς.
Τώρα αντιμετωπίζουμε τη σχεδόν αναπόφευκτη
«θεσμική» ηγεσία ανθρώπων που δεν έχουν καμία σχέση με τους θεσμούς, ει μη
μόνον για να τους εκμεταλλευτούν προς ίδιον όφελος. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα εξουσίας –αν και όχι πλειοψηφίας- προέρχεται από τον
δρόμο και τον διεφθαρμένο συνδικαλισμό - ευνοεί την ανομία, το περιθώριο, την
παραβατικότητα και την απρέπεια.
Πρόκειται
για το αποτέλεσμα της ταραχώδους σχέσης των Ελλήνων με το κράτος, της ευρέως
διαδεδομένης δυσφήμισης της δημοκρατίας, του αντιευρωπαϊκού και
«αντικαπιταλιστικού» πνεύματος.
Κυρίως, πρόκειται για την υποχώρηση της
αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και την υποταγή της πλειοψηφίας σε θορυβώδεις
μειονότητες: το πιο πρόχειρο παράδειγμα αυτής της υποταγής, αυτού του
«silencing” της πλειοψηφίας, είναι τα ελληνικά πανεπιστήμια όπου οι «θεσμοί»
έχουν εκπέσει σε «δρόμο».
Εκτός του ότι πολλές
από τις κινητοποιήσεις
είναι απλώς θέαμα που εκτυλίσσεται εις βάρος των πολιτών (δημιουργώντας
κυκλοφοριακό χάος, συρρίκνωση της αγοράς, ρύπανση της κοινωνικής εικόνας),
οργανώνονται χωρίς κανόνες και όρια. Οι ενεργές μειοψηφίες κινητοποιούνται
χωρίς να εξαντλήσουν τις μεθόδους που προβλέπονται από τη νομοθεσία και το
σύνταγμα° συχνά, οι κινητοποιήσεις δεν κλιμακώνονται, φτάνουν αμέσως σε ακραίες
και τελεσίδικες εκδηλώσεις.
Τίθενται δύο ζητήματα: το ένα είναι η νομιμότητα
ή μη νομιμότητα των κινητοποιήσεων° το άλλο είναι η περαιτέρω εξασθένιση των
θεσμών.
Για δεκαετίες, η
πολιτική κοινωνιολογία προσπαθεί να μελετήσει – και να λύσει- αυτή την
αντίθεση ανάμεσα στη λαϊκή «διαμαρτυρία» (που σπανίως είναι «λαϊκή») και
τη θεσμική πολιτική δράση. Πράγματι, οι διαδηλωτές είναι επίσης ψηφοφόροι.
Η πολιτική του δρόμου τούς καθιστά, ας πούμε,
«υπερ-πολίτες», με δύο διαύλους άσκησης επιρροής: τις κάλπες (όχι μόνον των
βουλευτικών εκλογών αλλά και των συνδικαλιστικών, των τοπικών κτλ) και τον
δρόμο.
Μια υποσημείωση εδώ: πολλοί διαδηλωτές και
ακτιβιστές είναι νέοι που δεν ψηφίζουν καν, είτε διότι περιφρονούν τα υπάρχοντα
κόμματα, είτε διότι απορρίπτουν ολόκληρο το σύστημα εκπροσώπησης εφόσον αυτό
υπαγορεύει το Zeitgeist και η ομαδική σκέψη.
Επίσης, πολλοί διαδηλωτές δεν είναι ακόμα
δεκαοκτώ ετών, άρα δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα.
Δεύτερη υποσημείωση: για να λειτουργεί το
δημοκρατικό σύστημα θα έπρεπε τα «παιδιά» που εξεγείρονται με χαρακτηριστική
ευθιξία να μαθαίνουν πρωτίστως πώς να διαχειρίζονται τους θεσμούς και
δευτερευόντως πώς να διεκδικούν τα δικαιώματά τους στον δρόμο.
Έτσι κι αλλιώς, η συμμετοχή στην πολιτική του
δρόμου ανθρώπων κάτω των δεκαοκτώ ετών, δηλαδή, επαναλαμβάνω, χωρίς πολιτικά
δικαιώματα, θα έπρεπε να αποθαρρύνεται.
Η, ας την ονομάσουμε,
«routinization»
των διαδηλώσεων, φοιτητικών απεργιών και αναμετρήσεων με την αστυνομία έχει
αφαιρέσει το περιεχόμενο – συμβολικό και «αποδοτικό»- αυτής της εξω-θεσμικής
δράσης. Και, με ευκαιρία αυτή τη routinization, αντεργατικές κυβερνήσεις, όπως
ήταν, λόγου χάρη, εκείνη της Μάργκαρετ Θάτσερ, μπορούν να τσακίσουν τα
συνδικάτα ή να περάσουν αυταρχικούς νόμους και να παραχωρήσουν υπέρμετρες
ελευθερίες στην αστυνομία.
Η διαχείριση
συγκρούσεων
δεν είναι το φόρτε της ελληνικής δημοκρατίας. Όπως δεν είναι η θεσμική
αναζήτηση λύσεων και συναίνεσης.
Αλλά το πρόβλημα επιδεινώνεται με την πολιτική
αναρρίχηση προσώπων που προέρχονται από τον δρόμο, ενώ, ταυτοχρόνως,
εμφορούνται από μικροαστική, δημοσιοϋπαλληλική και γραφειοκρατική νοοτροπία.
Το πρόβλημα με τον «άνθρωπο-διαδηλωτή» είναι ότι
διαμαρτύρεται, ότι προβάλλει αντίθεση χωρίς, απαραιτήτως, να προτείνει θέση.
Για την άσκηση θεσμικής εξουσίας απαιτείται,
οπωσδήποτε, θέση.
Επιπροσθέτως, απαιτείται αγωγή, διπλωματική
αρετή, κοινωνικοί τρόποι. Η διεθνής διπλωματία δεν διενεργείται με θράσος και
συμπεριφορά πεζοδρομίου.
Μια άλλη διάσταση της
πολιτικής του δρόμου
είναι η αδιαφορία της για την κοινωνική σταθερότητα.
Κι όμως, οι άνθρωποι επιζητούν τη σταθερότητα
παρά το ατέλειωτο «ναι μεν αλλά» που συνδέεται με την πολιτική. Δεν μπορεί να
υπάρχει παραγωγική πολιτική διαμάχη χωρίς βασική πολιτική συμφωνία: το «ναι μεν
αλλά» εξαρτάται από τη βαθύτερη συναίνεση.
Η θεμελίωση των βασικών επιχειρημάτων περί
πολιτικής προορίζεται στο να απαλλάσσει τους πολίτες από ατέρμονες πολιτικές
διαφωνίες ώστε να μπορούν να ζήσουν τη ζωή τους. Μια σταθερή ύπαρξη δίνει στον
πολίτη χρόνο και χώρο να κάνει όλα όσα θέλει να κάνει.
Τα ολοκληρωτικά και υπερ-ακτιβιστικά κόμματα
απομυζούν τον ελεύθερο χρόνο των ανθρώπων από τους οποίους συχνά απαιτούν
αφοσίωση θρησκευτικού τύπου. Έτσι, προκύπτουν οι επιλεγόμενοι επαγγελματίες
επαναστάτες και τα επαγγελματικά κομματικά στελέχη τα οποία δεν ξέρουν τίποτα
για το πώς ζουν οι άνθρωποι, τι σημαίνει προσωπική ζωή και ποιες απολαύσεις
μπορεί να προσφέρει. Τα κόμματα αυτά υποβαθμίζουν την προσωπική ζωή οξύνοντας
με αυτόν τον ύπουλο τρόπο τα συναισθήματα ματαιότητας και δυσαρέσκειας. Ο
αφισοκολλητής είναι άτομο χαμένο σε μια διαδικασία χωρίς νόημα.
Η πολιτική υπάρχει για να μας δώσει τη
δυνατότητα να ζούμε τη ζωή για εμάς τους ίδιους. Γι’ αυτό, η λέξη-κλειδί της
σύγχρονης ζωής, από τον 17ο αιώνα, είναι «εκπροσώπηση».
Εκπροσώπηση σημαίνει δυνατότητα επιλογής:
χρησιμοποιούμε τις εκλογές για να επιλέξουμε τους εκπροσώπους μας, κι αν δεν
μας αρέσει η επιλογή που κάναμε χρησιμοποιούμε τις εκλογές για να απαλλαγούμε
από αυτούς.
Οι άνθρωποι πρέπει να συμφωνήσουν να
εκπροσωπούνται αν θέλουν να λειτουργήσει η πολιτική: η άμεση δημοκρατία, η δημοκρατία
που ρυθμίζει τις υποθέσεις της στον δρόμο δεν είναι δημοκρατία.
Όταν η συμφωνία είναι
εξασφαλισμένη,
ο χώρος είναι ανοιχτός για την ειρηνική συνύπαρξη. Σε αυτόν τον χώρο όλα είναι
δυνατά κι ένα από αυτά είναι το πείραμα για περισσότερη δημοκρατία, δηλαδή με
δημοκρατία θεσμών, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Ιστορικά, η αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση
ευνόησε πιο συναινετικές και διαδραστικές μορφές της πολιτικής, όπως αυτές που
έχουμε σήμερα. Για να έχουμε καλύτερη διακυβέρνηση απαιτείται η συμφωνία να κυβερνηθούμε,
όχι το αντίστροφο.
Οι περισσότεροι από
μας δεν
έχουμε κατανοήσει ότι η πολιτική σταθερότητα ευνοεί την ευημερία μας.
Δεν μιλάμε για τη σταθερότητα που οφείλεται σε
απαθείς, συντηρητικούς και δύστροπους πολίτες που αποδέχονται την πολιτική σαν ένα
γεγονός της ζωής χωρίς να περιμένουν πολλά από αυτή.
Μιλάμε για σταθερότητα ζωντανή, ειρηνική και
δημιουργική.
Το στοίχημα δεν είναι η περιπετειώδης πολιτική.
Αν οι πολίτες έχουν ανάγκη από δυνατές
συγκινήσεις, πρέπει να τις αναζητούν αλλού.
Σώτη Τριανταφύλλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου