Αν εξαιρέσουμε το πεδίο της οικονομίας (το
οποίο, λόγω Βαρουφάκη και της φυσικής υπεροχής του στο είδος, τίθεται εκτός
συναγωνισμού...), ίσως η φαιδρότερη μπαρούφα που έχω ακούσει από υπεύθυνα
―τρόπος του λέγειν― χείλη, αφότου αποκτήσαμε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είναι τα
περί «πάντοτε ειρηνικού και σταθεροποιητικού ρόλου της Ρωσίας στην Ευρώπη».
Τα αστεία, ακόμη και όταν είναι ακούσια, όπως το
παραπάνω, είναι καλά για να ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα.
Επειδή όμως ειδικά στην Ελλάδα ενίοτε τα
παίρνουμε στα σοβαρά, είναι και επικίνδυνα. Μια σύντομη αναδρομή στην Ιστορία
θα ήταν, λοιπόν, χρήσιμη…
Η τελευταία φορά που η Ρωσία είχε όντως
σταθεροποιητικό ρόλο στην Ευρώπη ήταν το 1815 με τη συμμετοχή της στην Ιερά
Συμμαχία (Πρωσία, Αυστρία, Ρωσία), η οποία θεωρείται από τους ιστορικούς ως η
πρώτη αξιοσημείωτη απόπειρα για τη δημιουργία αυτού που ονομάζουμε στις μέρες
μας «διεθνές σύστημα».
Η ουσιαστική αδρανοποίηση της συμμαχίας περί τα
μέσα του αιώνα, σε συνδυασμό με τις επεκτατικές βλέψεις της Ρωσίας εις βάρος
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επέφερε τη σύγκρουση της Ρωσίας με την Αγγλία και
τη Γαλλία στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856), ίσως τον τελευταίο ευρείας κλίμακος
θρησκευτικό πόλεμο στον γεωγραφικό χώρο της Ευρώπης.
Εδώ, η ευθύνη μοιράζεται κυρίως μεταξύ του
Γάλλου και του Ρώσου αυτοκράτορα. Αν όμως ήταν ο επηρμένος και φανατικός
Καθολικός Ναπολέων Γ΄ αυτός που έδωσε την αφορμή στέλνοντας το πιο σύγχρονο
πολεμικό του γαλλικού στόλου στα Στενά, ας μην παραβλέπουμε ότι ήταν ο
φιλοπόλεμος και θρησκόληπτος τσάρος Νικόλαος Α΄ εκείνος που προηγουμένως είχε
στείλει τον στρατό του να εισβάλει στις Παραδουνάβιες επαρχίες των Οθωμανών.
Η κατά κάποιο τρόπο αναβίωση της Ιεράς Συμμαχίας
από τον Μπίσμαρκ επανέφερε την ισορροπία στην Ευρώπη.
Ομως η απομάκρυνσή του από τον ημίτρελο Κάιζερ
Γουλιέλμο B΄ σήμαινε και την εγκατάλειψη της πάγιας αρχής του στην εξωτερική
πολιτική της Γερμανίας, η οποία ήταν να κρατά τη Ρωσία ικανοποιημένη, ώστε κατά
το δυνατόν να την έχει υπό έλεγχο. Παρόλα αυτά, η ειρήνη στην Ευρώπη διήρκεσε
μέχρι το 1914.
Για το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το κονσένσους των ιστορικών επί πολλές δεκαετίες ήθελε τη Γερμανία να ευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά.
Για το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το κονσένσους των ιστορικών επί πολλές δεκαετίες ήθελε τη Γερμανία να ευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά.
Ηταν φυσικό να συμβαίνει αυτό, καθώς η εμπειρία
του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (για πολλούς συνέχεια του Μεγάλου Πολέμου)
διατηρήθηκε νωπή για πολλά χρόνια μετά το τέλος του, εξαιτίας των πρωτοφανών
για τη σύγχρονη εποχή φρικαλεοτήτων που τον σημάδεψαν και τις οποίες η
ανθρωπότητα ούτε καν μπορούσε να φαντασθεί προτού τις δει να συμβαίνουν.
Τα τελευταία χρόνια όμως, καθώς οι μνήμες
φθίνουν και εξαλείφονται, μια νέα, αναθεωρητική σχολή ιστορικών (με γνωστότερο
εκπρόσωπο της τον Κρίστοφερ Κλαρκ του Κέιμπριτζ), απομακρύνεται σταδιακά από
τις «παραδεδεγμένες αλήθειες» των παλαιότερων γενεών και ξαναμοιράζει τις
ευθύνες μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της εποχής.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ένα διόλου ευκαταφρόνητο
μερίδιο της ευθύνης ανήκει στην Αυτοκρατορική Ρωσία, όπως λ.χ. η απόφασή της να
προχωρήσει αμέσως σε γενική επιστράτευση, μία κίνηση η οποία αφού έγινε, ήταν
αδύνατο πια να ανακληθεί, χωρίς να πληγεί το κύρος της Ρωσίας.
Περνώντας στον 20ό αιώνα, ο «σταθεροποιητικός»
ρόλος της Ρωσίας στην Ευρώπη προβάλλει καθαρότερα.
Η επανάσταση του 1917 και το πραξικόπημα των
Μπολσεβίκων που ακολούθησε μετέτρεψαν τη Ρωσία στον κατ’ εξοχήν ταραχοποιό της
Ευρώπης τα πρώτα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου.
Ελάχιστοι θυμούνται ότι ο στρατός του Λένιν και
του Τρότσκυ ήταν αυτός που εισέβαλε το 1920 στην Πολωνία, για να υποστεί όμως
συντριπτική ήττα. Η επικράτηση του Στάλιν και η επιβολή του δόγματος
«σοσιαλισμός σε μία χώρα» πράγματι σταθεροποίησαν την κατάσταση στην Ευρώπη,
καθώς για τα επόμενα δεκαεννέα χρόνια η Ρωσία έγινε μια περίκλειστη,
απομονωμένη χώρα και συγκεντρώθηκε στην «τακτοποίηση» των μειονοτήτων της και
την εξόντωση των εσωτερικών εχθρών.
Το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ, το 1939,
προκάλεσε κατάπληξη στην Ευρώπη - όπως περίπου η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ,
αλλά σε αφάνταστα μεγαλύτερο βαθμό.
Χάρη σε αυτό, η ναζιστική Γερμανία μοιράστηκε
την Πολωνία με τους Ρώσους (πολλοί λησμονούν ότι τρεις εβδομάδες μετά τη
γερμανική εισβολή ακολούθησε και ρωσική εισβολή στην Πολωνία) και, επίσης,
εξασφάλισε τα νώτα της από Ανατολάς, ώστε να ασχοληθεί πλέον απερίσπαστη με τις
Κάτω Χώρες και τη Γαλλία.
Η γερμανική εισβολή στη Ρωσία το 1941, όμως,
ανέτρεψε την κατάσταση. Ξαφνικά, η Ρωσία (σ.σ.: επιμένω στον όρο αυτό, διότι
επί Στάλιν η επικράτηση των Ρώσων επί των υπολοίπων «δημοκρατιών» της ΕΣΣΔ ήταν
απόλυτη) έγινε απαραίτητος σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας.
Η προπαγανδιστική εκστρατεία στις ελεύθερες και
μαχόμενες χώρες της Δύσης, ώστε οι Ρώσοι να γίνουν συμπαθείς στην κοινή γνώμη
της Δύσης, προσέλαβε τεράστιες διαστάσεις.
Ως νικήτρια δύναμη στην περίοδο μετά το τέλος
του πολέμου, η Ρωσία δεν σεβάστηκε τις συμφωνίες με τους συμμάχους της. Η
επιρροή την οποία της αναγνώρισαν οι Σύμμαχοι στην ανατολική Ευρώπη εφαρμόσθηκε
από τους Ρώσους ως επιβολή διά των όπλων καθεστώτων παρόμοιων με το δικό της
στις χώρες αυτές, ώσπου η ένταση μεταξύ των πρώην συμμάχων παγιώθηκε με τη
μορφή του Ψυχρού Πολέμου.
Η περίοδος αυτή ήταν, βέβαια, για την Ευρώπη
περίοδος σταθερότητας, βασιζόταν όμως στην ισορροπία του τρόμου και στην
καταπίεση των λαών της ανατολικής Ευρώπης.
Από την εικόνα αυτή, προσωπικώς δυσκολεύομαι να
ανακαλύψω τον «πάντα ειρηνικό και σταθεροποιητικό ρόλο της Ρωσίας στην Ευρώπη»
και ιδίως στις μέρες μας, όταν βλέπουμε τη Ρωσία του Πούτιν να επιχειρεί να
αλλάξει με τα όπλα τον χάρτη της Ευρώπης, όπως κάνει τώρα στην ανατολική
Ουκρανία.
Είναι τουλάχιστον παράδοξο, λοιπόν, να
εκφέρονται παρόμοιες ανοησίες από κυβερνητικά χείλη και, πολύ περισσότερο, όταν
αυτό που κάνει τώρα η Ρωσία στην Ουκρανία ελάχιστα διαφέρει επί της ουσίας από
εκείνο που έκαναν οι Τούρκοι στην Κύπρο το 1974.
Στέφανος Κασιμάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου