Βασιζόμενος στη γνώση του προσώπου και των
συμβούλων του, δεν έχω την αμφιβολία ότι ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης το είχε
πιστέψει: αν όχι ότι θα νικούσε, ότι πάντως η διαφορά της Ν.Δ. από τον ΣΥΡΙΖΑ
θα ήταν μικρή.
Τόσο μικρή, ώστε η Ν.Δ. να κερδίζει τις
εντυπώσεις με τη δυναμική της: να είναι εκείνη το κόμμα που ανεβαίνει και ο
ΣΥΡΙΖΑ το κόμμα που κατεβαίνει.
Οπως ήλθαν τα πράγματα, όμως, ο Αλέξης Τσίπρας
κατάφερε και έπεισε τον κόσμο να του πληρώσει τον λογαριασμό που έκανε, και ο
ΣΥΡΙΖΑ διετήρησε κατά τρόπο εντυπωσιακό τις δυνάμεις του. Η δε Ν.Δ., παρότι
εκτοξεύθηκε με φόρα προς τα πάνω, χτύπησε με το κεφάλι (τούτη τη φορά με το
φαλακρό, στιλπνό κεφάλι του Βαγγέλη Μεϊμαράκη...) το γνωστό ταβάνι: αυτό του 30
% στο οποίο τα τελευταία χρόνια σπάει το κεφάλι της…
Κέφι. Μολονότι ο Μεϊμαράκης τη χρησιμοποίησε
λίγες φορές στις ομιλίες του και γρήγορα την απέσυρε, η λέξη «κέφι» συμπυκνώνει
το πνεύμα της προεκλογικής εκστρατείας της Ν.Δ. Το προεκλογικό επιτελείο
βασίστηκε στον αυθορμητισμό και τον ευέξαπτο ενθουσιασμό του αρχηγού του και
πίστεψαν (για να το πω στη γλώσσα τους) ότι θα «καθαρίσουν» αν κάνουν ένα γερό
«μπούγιο» και μετά ένα «γιούργια» στα γρήγορα.
Για να το πω με λεπτότητα, πρυτάνευσε το
καταγαύζον τα σκότη πνεύμα του καφενείου.
Αυτό φάνηκε στην υπερπροβολή του λαϊκού και
συχνά μάγκικου στοιχείου της προσωπικότητας του Μεϊμαράκη εις βάρος άλλων
χαρακτηριστικών του. Συνέπεια αυτού ήταν η περιττή εριστικότητα που έδειξε σε
ορισμένες περιστάσεις.
Τι απέδωσε η τακτική της «αυθεντικότητας» το
είδαμε, φέρ’ ειπείν, στο ανόητο επεισόδιο με το ύψος των δύο αρχηγών στο
«ντιμπέι». Την ώρα της διαδικασίας, ο Μεϊμαράκης το έθιξε αστεϊζόμενος και αν
είχε μείνει εκεί το θέμα θα είχε βγει κερδισμένος. Με τη λήξη της αναμέτρησης,
όμως, τον παρέλαβαν οι παρατρεχάμενοι σύμβουλοι και αφού, κατά το λεγόμενο, τον
«βίδωσαν καταλλήλως», τον αμόλησαν να κάνει την ατυχέστατη δήλωση από τα σκαλιά
του κτιρίου της ΕΡΤ – δήλωση η οποία έδειχνε μάλλον μικροπρέπεια παρά κάποια
υποτιθέμενη μαχητικότητα στην υπεράσπιση του δικαίου του.
Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα της Ν.Δ. δεν είναι
πρόβλημα αρχηγού. Το λέω με την έννοια ότι ο Μεϊμαράκης έκανε ο άνθρωπος,
πράγματι, το καλύτερο που μπορούσε και, οπωσδήποτε, του αρμόζει η δέουσα τιμή
γι’ αυτό. Σημασία δεν έχει να πάρει τη θέση του ένας νεότερος, πιο μοδάτος και
μαλλιαρός, μακάρι και πιο καλλιεργημένος.
Γιατί, αν και αυτός έχει τους πολιτικούς
περιορισμούς του Μεϊμαράκη, αν και αυτός ανακυκλώνει τα πράγματα που έλεγε ο
Μεϊμαράκης, ανάλογα θα είναι και πάλι τα αποτελέσματα.
Ούτε όμως θα έλεγα ότι το πρόβλημα της Ν.Δ.
είναι θέμα ταυτότητας, όπως υποστηρίζουν παρατηρητές από την πλευρά της
Αριστεράς. Είναι μάλλον θέμα κατεύθυνσης και έκφρασης.
Σε σχέση με το βασικό πρόβλημα της χώρας (τη
μετάβαση από τον κρατισμό στην ελεύθερη οικονομία και ό,τι αυτό συνεπάγεται), η
Ν.Δ. ταυτίζεται από την παράδοσή της με τη Δύση, την Ευρώπη και την ελεύθερη
οικονομία. Διαθέτει, δηλαδή, τα υλικά που απαιτούνται σήμερα. Η συνταγή τής
λείπει.
Αντιθέτως, για τον ΣΥΡΙΖΑ και τη διαδρομή που
έχει μπροστά του προς την υλοποίηση του μνημονίου, το πρόβλημα είναι πρωτίστως
ζήτημα ταυτότητας. Με άλλα λόγια, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αλλάξει τις βασικές
θέσεις του αν θέλει να κυβερνήσει υπό τους περιορισμούς που θέτει η
πραγματικότητα του μνημονίου, η Ν.Δ. δεν έχει να αλλάξει τις θέσεις της.
Αυτό που έχει να κάνει είναι να συνδυάσει
κατάλληλα τον οικονομικό φιλελευθερισμό με τον συντηρητισμό και το βιώσιμο
κράτος προνοίας – αυτό που κάνουν, δηλαδή, όλα τα σύγχρονα κεντροδεξιά κόμματα
της Ευρώπης. Φαίνεται όμως ότι υπάρχει κάτι το οποίο κάνει τη Ν.Δ. να
γαντζώνεται στη νοσταλγία του ένδοξου παρελθόντος, τότε που όλα ήσαν εύκολα
στην πολιτική γιατί δανειζόμασταν ανεξέλεγκτα.
Στην πρόσφατη προεκλογική εκστρατεία, αυτή η
νοσταλγία που εμποδίζει τη Ν.Δ. να εξελιχθεί εκδηλώθηκε με την έντονη οσμή του
Νεοκαραμανλισμού: σε αυτόν τον χαμένο παράδεισο και στις ανεφάρμοστες σήμερα
συνταγές του μένει ακόμη προσκολλημένη η Ν.Δ. Και δεν μένω σε ορισμένες
«αντιτουριστικές» φυσιογνωμίες που εμφανίσθηκαν έξω από τη Ρηγίλλης στην πρώτη
ομιλία – αυτό θα μπορούσε να γίνει κατανοητό για τις ανάγκες της συσπείρωσης.
Ο Νεοκαραμανλισμός ήταν έντονα αισθητός στη
ρητορική των ομιλιών του Μεϊμαράκη καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής
εκστρατείας. Αυτό το παρωχημένο αίσθημα μιας ξεκούδουνης αισιοδοξίας, που δεν
σε έπειθε κιόλας, ήταν που τον έκανε –ορισμένες στιγμές μόνον, ευτυχώς– να
ακούγεται ελαφρώς εκτός τόπου και χρόνου.
Μετά από αυτές τις εκλογές της Κυριακής έχω
πεισθεί πλέον ότι ο μόνος που θα μπορούσε να κάνει τη Ν.Δ. σύγχρονη, πετυχαίνοντας
τις πολιτικές συνθέσεις που χρειάζεται η εποχή, θα ήταν ένας νέος άνθρωπος, από
τη γενιά που δεν εκπροσωπείται επαρκώς στην ηγετική πυραμίδα.
Αν θα τον βρουν (όπως και αν θα τον αφήσουν,
εφόσον τον βρουν...) είναι αμφίβολο. Αλλά από το αποτέλεσμα της αναζήτησης
αυτής θα κριθεί το μέλλον της Ν.Δ. Γιατί, με τα έως τώρα δεδομένα, άλλος έχει
το όνομα (η Αριστερά που της αρέσει να κυλιέται στον λυρισμό της ήττας), όμως η
Ν.Δ. έχει τη χάρη...
Στέφανος Κασιμάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου