Ζαλισμένη μάλλον από το πρόσφατο εκλογικό
αποτέλεσμα, η αντιπολίτευση του «ευρωπαϊκού τόξου» (!) φαίνεται ότι αρχίζει να
ξεχνά πως έχει ψηφίσει το νέο μνημόνιο και «προειδοποιεί» ποικιλοτρόπως, ότι
δεν θα πράξει το ίδιο με τους... εφαρμοστικούς του νόμους! Τραγέλαφος...
Τέτοια φαινόμενα μικροκομματισμού και υποκρισίας
μόνο στην Ελλάδα μπορούν να συμβούν. Βλέποντας την απήχησή τους στην
κοινωνία να μειώνεται ή να μην αυξάνει κάτω από σχεδόν ιδανικές συνθήκες (η
Δημοκρατική Συμπαράταξη ουδόλως αποτελεί εξαίρεση), τα κόμματα που επί μήνες
διατυμπανίζουν πως αποτελούν το ακραιφνώς ευρωπαϊκό τόξο, τα κόμματα που ήταν
υπέρ του «ναι» στο δημοψήφισμα, τα ίδια κόμματα που υπερψήφισαν χωρίς καμία
εσωτερική απώλεια το μνημόνιο που έφερε ο Τσίπρας, εμφανίζονται τώρα περίπου
έτοιμα να κάνουν το… αντίθετο με τους εφαρμοστικούς του νόμους.
Απειλούν δηλαδή, μέσω πληροφοριών και δηλώσεων,
ότι θα καταψηφίζουν το άμεσο αποτέλεσμα των όσων ήδη ψήφισαν, λέγοντας ότι το
έκαναν επί της... αρχής και όχι επί της... ουσίας!
Το χειρότερο δε είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις,
τέτοιου είδους τοποθετήσεις προέρχονται από εκείνους που προεκλογικά
κατηγορούσαν τον Τσίπρα ότι δεν έχει αποδεχτεί την ιδιοκτησία του μνημονίου και
άρα δεν είναι ο καταλληλότερος για να το εφαρμόσει!
Προφανώς κάποιοι ξαναθυμήθηκαν (κατόπιν
εορτής) τα Ζάππεια!
Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι ότι ακόμη και ο
Σταύρος Θεοδωράκης, ο «φέρε εσύ μια συμφωνία και εμείς θα την ψηφίσουμε»,
αποφάσισε τώρα, μετά την ψυχρολουσία των εκλογών, να γίνει πιο… δύσκολος και
ταυτόχρονα ξιφούλκησε κατά του ΠΑΣΟΚ, κατηγορώντας το ότι έχει εμπειρία
στο μοίρασμα εξουσίας, μια και το ενδεχόμενο στενότερης σχέσης του τελευταίου
με τον ΣΥΡΙΖΑ για κάποιους παραμένει δυνητικά ανοικτό.
Τα μικροπολιτικά συμφέροντα είναι απροκάλυπτα.
Τα μεγάλα τρωτά σημεία της νέας διακυβέρνησης Τσίπρα είναι δύο: Η φθορά από την
εφαρμογή του νέου μνημονίου και το ενδεχόμενο μιας νέας διάσπασης στην
κοινοβουλευτική του ομάδα.
Με ένα σμπάρο, λοιπόν, η δήθεν (όπως
αποδεικνύεται) «πιο ευρωπαϊκή» αντιπολίτευση επιδιώκει να χτυπήσει δύο
τρυγόνια. Αφενός, να αποστασιοποιηθεί από τη φθορά κι αφετέρου, να
καταστήσει όσο το δυνατόν περισσότερο «αιχμάλωτο» τον Τσίπρα και την πιο
πραγματιστική πλειονότητα του κόμματός του, στα πλέον αριστερίστικα στοιχεία
που εξακολουθούν να παραμένουν στον ΣΥΡΙΖΑ και στην κοινοβουλευτική του ομάδα,
αλλά και σε τυχόν απρόβλεπτες διαθέσεις των Ανεξάρτητων Ελλήνων.
Με βάση τα δεδομένα της ελληνικής πολιτικής
σκηνής, δεν πρόκειται ίσως για απρόβλεπτη εξέλιξη. Η όποια απογοήτευση αφορά
όσους πίστεψαν ότι με αφορμή τη «συναίνεση» που προέκυψε μπροστά στο χείλος του
γκρεμού το καλοκαίρι, θα υπήρχε βούληση συνέχειας, προκειμένου να υπάρξει όσο
το δυνατόν μεγαλύτερη κοινωνική συναίνεση στην εφαρμογή των μέτρων. Διότι,
αφ' ης στιγμής κατέστη προφανές ότι ο Τσίπρας ήταν σε θέση να αποφύγει τη
«συν-διακυβέρνηση», την οποία εν πολλοίς σύσσωμη η σημερινή, «πιο ευρωπαϊκή»
αντιπολίτευση είχε θέσει ως πρόταγμα, ως φαίνεται, η συναίνεση άρχισε να... εξαφανίζεται.
Ωστόσο αυτή η μεταστροφή δεν αποτελεί απαραίτητα
εύκολη, ούτε ωφέλιμη υπόθεση. Όχι μόνο για τη χώρα (που δεν έχει άλλη επιλογή
από το να εφαρμόσει αυτό το μνημόνιο), αλλά και για τα ίδια τα κόμματα που την
επεξεργάζονται.
Πρώτον, διότι η μεταστροφή τους δύσκολα θα
πείσει ότι εκκινεί από άλλα ελατήρια πλην του μικροκομματικού συμφέροντος, μετά
την ήττα των εκλογών. Δύο εξ αυτών έχουν ήδη εφαρμόσει σκληρά μνημόνια (το
ΠΑΣΟΚ έχει ψηφίσει και εφαρμόσει και τα δύο προηγούμενα μνημόνια) ενώ το τρίτο,
το Ποτάμι, παρουσιάστηκε στην ελληνική πολιτική σκηνή με ΜΟΝΑΔΙΚΑ όπλα
την επίκληση της αξιοπιστίας (που είχαν απωλέσει οι δύο παραδοσιακοί νομείς της
εξουσίας), αλλά κι έναν ευρωπαϊκό τεχνοκρατισμό, μια πίστη στην αναγκαιότητα
των μεταρρυθμίσεων, στα πρότυπα των ευρωπαϊκών προτάσεων, τις οποίες τώρα
σκέφτεται να απαρνηθεί.
Δεύτερον, διότι η διαφαινόμενη μεταστροφή τους
απειλεί να τα αποξενώσει από εκείνους που τα ψήφισαν στις τελευταίες
εκλογές (περισσότερο δε όλων το Ποτάμι), πιστεύοντας την έως τώρα
επιχειρηματολογία τους, χωρίς όμως να τους διασφαλίζει αυτομάτως μεγαλύτερη
διείσδυση στο προνομιακό εκλογικό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ, ήτοι στις νοικοκυρές,
στους δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους, στους νέους και στους ανέργους.
Εκεί θα πρέπει να αλλάξουν πολλά, εκτός από τη
στάση τους έναντι του τρίτου μνημονίου, για να αποκτήσουν μεγαλύτερη απήχηση.
Θα πρέπει να αλλάξουν αρχηγούς, στελέχη, «βαρόνους», ενδεχομένως και…
ιδεολογία!
Τρίτον, διότι δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα
υπάρξει «κατανόηση» από την πλευρά των ευρωπαϊκών πολιτικών συνασπισμών
στους οποίους ανήκουν, ιδίως αν φανεί ότι ο κόμπος φτάνει στο χτένι και η
υποστήριξή τους είναι απαραίτητη για την υλοποίηση του τρίτου μνημονίου.
Ειδικά δε για το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, τα
πράγματα θα είναι πιο δύσκολα εξαιτίας και του «φλερτ» των Ευρωπαίων
σοσιαλδημοκρατών με τον «νέο» ΣΥΡΙΖΑ του κ. Τσίπρα, ενός «φλερτ» που φαίνεται
να έχει ως βασικό «ατού» τον ισχυρότερο σήμερα σοσιαλδημοκράτη της Ευρώπης, τον
Φρανσουά Ολάντ.
Εν ολίγοις, μια μεταστροφή σε εκ των πραγμάτων
αντι-μνημονιακές θέσεις, παρότι δημιουργεί πρακτικά προβλήματα στην κυβέρνηση
και κυρίως αναιρεί την πολιτική συναίνεση ως παράγοντα κοινωνικής συναίνεσης,
ενδέχεται να αποδειχτεί μεγάλη παγίδα για το πολιτικό τους μέλλον, τουλάχιστον
με τη μορφή που τα ξέρουμε σήμερα, οδηγώντας ενδεχομένως και σε διασπάσεις.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, το θέμα της εκλογής
αρχηγού στη Νέα Δημοκρατία φαίνεται να αποκτά πλέον ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα.
Διότι, σε μεγάλο βαθμό, θα κρίνει και το αν η αξιωματική αντιπολίτευση θα
παρασυρθεί σε νέα «Ζάππεια» αμφιβόλου πειστικότητας, τα οποία θα εγκυμονήσουν
και κινδύνους διάσπασης, ή θα περάσει σε μια διαδικασία πραγματικής
ανασυγκρότησης, προκειμένου να βρει μια στιβαρή ιδεολογική ταυτότητα,
αντίστοιχη του ευρωπαϊκού χώρου στον οποίο ανήκει.
Γιώργος Παπανικολάου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου