Παρατηρώντας την
επίδραση της κρίσης στον κόσμο γύρω μου, μένω κατάπληκτος με τον απίστευτο
μιθριδατισμό των περισσοτέρων μας. Από χθες, λ.χ., επικρατεί ικανοποίηση στην
κυβέρνηση, επειδή από πλευράς του Eurogroup ανακοινώθηκε ευγενώς ―δηλαδή, όπως
ακριβώς το απαιτούσε η αξιοπρέπειά μας― η αποτυχία της χώρας να εκπληρώσει τα
κριτήρια για την εκταμίευση των 2 δισ. και, συγχρόνως, μας δόθηκε κατ’ εξαίρεση
νέα εξεταστική σε μία εβδομάδα. Τι ωραία, τι καλά!
Μα, σοβαρολογούμε; Και όμως. Συνηθίσαμε τόσο το vivere pericolosamente του
αριστεροδεξιού εθνολαϊκισμού, ώστε χαιρόμαστε με την παράταση της μιας
εβδομάδας. Οσο για την κυβέρνηση, αυτή σχεδόν πανηγυρίζει. Ο μεν υπουργός
Οικονομικών διαπιστώνει ότι είμαστε «θύματα της επιτυχίας μας», ο δε
πρωθυπουργός φέρεται να δηλώνει υπερηφάνως προς το υπουργικό συμβούλιο:
«αποδείξαμε ότι μπορούμε να πετυχαίνουμε στόχους». Τι θα έκανε, αναρωτιέμαι, αν
μας έδιναν την περίφημη δόση. Θα καθιέρωνε τη συγκεκριμένη ημέρα ως αργία;
Αφηνόμαστε στη γλυκιά
ζάλη της μέθης (ολόκληρη εβδομάδα παράτασης είναι αυτή, όχι δυο-τρεις μέρες...)
και ξεχνούμε εντελώς τη γενική εικόνα, που δεν δικαιολογεί αισιοδοξία. Ως προς
το οικονομικό-πολιτικό πρόβλημα, κατ’ αρχάς, η γενική εικόνα δείχνει τη χώρα
μας να αποτυγχάνει επανειλημμένως στις προσπάθειές της για επάνοδο στις αγορές
και να ξεκινά τη νέα προσπάθειά της κάθε φορά περισσότερο εξασθενημένη και υπό
δυσμενέστερους όρους.
Το προσφυγικό, επιπροσθέτως, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την εικόνα,
καθώς αποκαλύπτει τη διοικητική ανεπάρκεια της κυβέρνησης, αλλά και τη διάλυση
των κρατικών μηχανισμών. Είναι ο βολονταρισμός των κυβερνώντων (ενδεχομένως και
η απελπισία) που τους κάνει να βλέπουν το πρόβλημα σαν πρόσκαιρο πλεονέκτημα
για τη χώρα, ενδεχομένως αξιοποιήσιμο στη διαπραγμάτευση. Για όλους τους
τρίτους, η ταυτόχρονη πίεση που δέχεται η Ελλάδα από το προσφυγικό,
μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, επιδεινώνει τη θέση της στην Ευρώπη.
Η Γερμανία, στην οποία συγκεντρώνεται το κύριο βάρος της διεθνούς πίεσης προς την Ευρώπη για την αντιμετώπιση του προσφυγικού, θα ισορροπήσει τον ανθρωπισμό με τον πραγματισμό και δεν θα διστάσει να λάβει δραστικά μέτρα αν χρειαστεί. Μόλις την περασμένη Κυριακή, λ.χ., δημοσιεύθηκε στη Γερμανία σενάριο που εξετάζεται από το Βερολίνο, σύμφωνα με το οποίο οι Βαλκανικές χώρες θα κληθούν να κλείσουν τα σύνορά τους στο προσφυγικό ρεύμα, αν τα πράγματα γίνουν πολύ σκούρα. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε, απλώς, ότι η Ελλάδα αφήνεται να βουλιάξει. Λογικό είναι, όμως, να εξετάζουν παρόμοια ενδεχόμενα, όταν η κοινωνική πίεση εναντίον προσφύγων και μεταναστών αγγίζει εξίσου Σοσιαλδημοκράτες και Χριστιανοδημοκράτες. (Η στάση του πληθωρικού Μάρτιν Σουλτς προς τους πρόσφυγες, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα, δεν είναι αντιπροσωπευτική των τάσεων μέσα στη γερμανική κοινωνία).
Από τον Ιούλιο είχα ήδη τολμήσει να πω ότι η συμφωνία, που υπήρξε ο καρπός δεκαεπτά συναπτών ωρών εργασίας του πρωθυπουργού, απλώς ανέβαλε τη ρήξη με την Ευρώπη. Διότι, με την επίσημη εισαγωγή του Grexit στο τραπέζι, το τοπίο αναδιαμορφώθηκε, κατά τρόπο ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να έχει δύο μόνον επιλογές: είτε να μεταμορφωθεί γνησίως σε ελληνική εκδοχή της σύγχρονης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας είτε να οδηγηθεί ξανά προς τη ρήξη, εξαιτίας της συσσώρευσης σύγχυσης, αντιφάσεων και ηγετικής αβουλίας. Εξακολουθώ να πιστεύω ―και μάλιστα ενισχύεται η πεποίθησή μου― ότι το δεύτερο είναι πιθανότερο. Δυστυχώς.
Επομένως, τίποτε δεν με καταπλήσσει εκτός από τα ολοένα διευρυνόμενα όρια του μιθριδατισμού μας. Ενας φίλος Γαλλοτραφής και, διόλου τυχαία, σαδιστής το λέει με μία κάπως άγρια μεταφορά: «Οταν πετάς τον βάτραχο κατευθείαν μέσα στο βραστό νερό, αυτός τινάζεται αμέσως έξω από την κατσαρόλα. Οταν τον βάζεις σε νερό με φυσική θερμοκρασία και αρχίζεις να τον σιγοβράζεις, μένει και βράζει». (Μάλιστα, για να εντείνει ακόμη παραπάνω την εντύπωση που έχει αφήσει η αηδιαστική εικόνα στον ακροατή του, προσθέτει, ελπίζω χωρίς να το εννοεί: «Κάνε το και θα δεις!»). Ομως, αυτό μας συμβαίνει τώρα. Είμαστε ο βάτραχος, σιγοβράζουμε και στον ορίζοντα δεν υπάρχει ούτε κατά διάνοια η πριγκίπισσα που θα μας μεταμορφώσει με ένα φιλί.
Ωστόσο, προσωπικώς δεν αντέχω για τρίτη φορά το μαρτύριο του κύκλου από αποτυχία σε αποτυχία. Δεν παριστάνω ότι μιλώ για λογαριασμό οιουδήποτε άλλου πέραν του εαυτού μου, αλλά παρατηρώ παρόμοια κόπωση στους συναδέλφους μου, κατ’ αρχάς, αλλά και γενικώς σε όσους παρακολουθούν συστηματικά την εξέλιξη της κρίσης στην Ελλάδα. Να προτείνω, λοιπόν, μία διέξοδο σε τρεις κινήσεις για την κυβέρνηση και για όλους μας ή, εν πάση περιπτώσει, για όσους εξ ημών βαριόμαστε αφόρητα. 1) Αναγγέλλει δημοψήφισμα με ακαταλαβίστικο ερώτημα και το κερδίζει με άνεση. 2) Αμέσως αντιστρέφει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και διαγράφει όσους διαφωνούντες παγιδεύτηκαν υποστηρίζοντας την αρχική θέση της κυβέρνησης. 3) Κάνει αμέσως εκλογές και τις κερδίζει. Κατόπιν πορεύεται για όσο μπορεί και μόλις συναντήσει αδιέξοδο ακολουθεί ξανά τα βήματα 1, 2 και 3, ως άνω, και πάει λέγοντας.
Η Γερμανία, στην οποία συγκεντρώνεται το κύριο βάρος της διεθνούς πίεσης προς την Ευρώπη για την αντιμετώπιση του προσφυγικού, θα ισορροπήσει τον ανθρωπισμό με τον πραγματισμό και δεν θα διστάσει να λάβει δραστικά μέτρα αν χρειαστεί. Μόλις την περασμένη Κυριακή, λ.χ., δημοσιεύθηκε στη Γερμανία σενάριο που εξετάζεται από το Βερολίνο, σύμφωνα με το οποίο οι Βαλκανικές χώρες θα κληθούν να κλείσουν τα σύνορά τους στο προσφυγικό ρεύμα, αν τα πράγματα γίνουν πολύ σκούρα. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε, απλώς, ότι η Ελλάδα αφήνεται να βουλιάξει. Λογικό είναι, όμως, να εξετάζουν παρόμοια ενδεχόμενα, όταν η κοινωνική πίεση εναντίον προσφύγων και μεταναστών αγγίζει εξίσου Σοσιαλδημοκράτες και Χριστιανοδημοκράτες. (Η στάση του πληθωρικού Μάρτιν Σουλτς προς τους πρόσφυγες, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα, δεν είναι αντιπροσωπευτική των τάσεων μέσα στη γερμανική κοινωνία).
Από τον Ιούλιο είχα ήδη τολμήσει να πω ότι η συμφωνία, που υπήρξε ο καρπός δεκαεπτά συναπτών ωρών εργασίας του πρωθυπουργού, απλώς ανέβαλε τη ρήξη με την Ευρώπη. Διότι, με την επίσημη εισαγωγή του Grexit στο τραπέζι, το τοπίο αναδιαμορφώθηκε, κατά τρόπο ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να έχει δύο μόνον επιλογές: είτε να μεταμορφωθεί γνησίως σε ελληνική εκδοχή της σύγχρονης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας είτε να οδηγηθεί ξανά προς τη ρήξη, εξαιτίας της συσσώρευσης σύγχυσης, αντιφάσεων και ηγετικής αβουλίας. Εξακολουθώ να πιστεύω ―και μάλιστα ενισχύεται η πεποίθησή μου― ότι το δεύτερο είναι πιθανότερο. Δυστυχώς.
Επομένως, τίποτε δεν με καταπλήσσει εκτός από τα ολοένα διευρυνόμενα όρια του μιθριδατισμού μας. Ενας φίλος Γαλλοτραφής και, διόλου τυχαία, σαδιστής το λέει με μία κάπως άγρια μεταφορά: «Οταν πετάς τον βάτραχο κατευθείαν μέσα στο βραστό νερό, αυτός τινάζεται αμέσως έξω από την κατσαρόλα. Οταν τον βάζεις σε νερό με φυσική θερμοκρασία και αρχίζεις να τον σιγοβράζεις, μένει και βράζει». (Μάλιστα, για να εντείνει ακόμη παραπάνω την εντύπωση που έχει αφήσει η αηδιαστική εικόνα στον ακροατή του, προσθέτει, ελπίζω χωρίς να το εννοεί: «Κάνε το και θα δεις!»). Ομως, αυτό μας συμβαίνει τώρα. Είμαστε ο βάτραχος, σιγοβράζουμε και στον ορίζοντα δεν υπάρχει ούτε κατά διάνοια η πριγκίπισσα που θα μας μεταμορφώσει με ένα φιλί.
Ωστόσο, προσωπικώς δεν αντέχω για τρίτη φορά το μαρτύριο του κύκλου από αποτυχία σε αποτυχία. Δεν παριστάνω ότι μιλώ για λογαριασμό οιουδήποτε άλλου πέραν του εαυτού μου, αλλά παρατηρώ παρόμοια κόπωση στους συναδέλφους μου, κατ’ αρχάς, αλλά και γενικώς σε όσους παρακολουθούν συστηματικά την εξέλιξη της κρίσης στην Ελλάδα. Να προτείνω, λοιπόν, μία διέξοδο σε τρεις κινήσεις για την κυβέρνηση και για όλους μας ή, εν πάση περιπτώσει, για όσους εξ ημών βαριόμαστε αφόρητα. 1) Αναγγέλλει δημοψήφισμα με ακαταλαβίστικο ερώτημα και το κερδίζει με άνεση. 2) Αμέσως αντιστρέφει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και διαγράφει όσους διαφωνούντες παγιδεύτηκαν υποστηρίζοντας την αρχική θέση της κυβέρνησης. 3) Κάνει αμέσως εκλογές και τις κερδίζει. Κατόπιν πορεύεται για όσο μπορεί και μόλις συναντήσει αδιέξοδο ακολουθεί ξανά τα βήματα 1, 2 και 3, ως άνω, και πάει λέγοντας.
Στο κάτω κάτω, αυτό
ξέρει να το κάνει ο Αλέξης Τσίπρας. Το έχει αποδείξει.
Στέφανος Κασιμάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου