Με τα συνθήματα του αντιμνημονιακού αγώνα να
έχουν χάσει πλέον το νόημά τους, το κύριο επιχείρημα είναι ένα και
γνωστό: «Οι προηγούμενοι ήταν καλύτεροι;». Η απάντηση είναι ένα εμφατικό
«Ναι».
Αλλά ας πούμε ότι το εκλογικό κοινό δεν κατανοεί
(ή δεν θέλει να κατανοήσει) τις οικονομικές και λεπτομερείς πολιτικές
αναλύσεις, παρά αρκείται να αφομοιώνει επιλεκτικά τα κοινωνιοκεντρικά και εύηχα
επιχειρήματα της αριστερής διανόησης.
Ειδικά στην Ελλάδα, αυτά κινούνται σε ένα ευρύ ιδεολογικό πεδίο που αφέθηκε ελεύθερο από τις «μη
αριστερές» πολιτικές δυνάμεις, περισσότερο λόγω αδράνειας και λιγότερο λόγω
ταυτότητας. Όταν ο φιλελεύθερος δημόσιος λόγος περιορίζεται από τον
επικρατούντα συντηρητισμό της Δεξιάς, τότε είναι λογικό στο υποσυνείδητο του
Έλληνα πολίτη, πανανθρώπινες αξίες όπως η κοινωνική δικαιοσύνη ή η ισότητα
απέναντι στο νόμο να έχουν αριστερό πρόσημο.
Κάτι που δεν ισχύει στις δυτικές κοινωνίες…
Είναι αλήθεια, λοιπόν, πως ο ΣΥΡΙΖΑ, εν τη
απουσία ξεκάθαρου πολιτικού αντίλογου, έχει το πλεονέκτημα. Εκπροσωπεί την
Αριστερά. Που «αντιστέκεται στους ευρωπαϊκούς συντηρητικούς κύκλους» και που
«αγωνίζεται για τους αδύναμους».
Έδωσε το ιδεολογικό του στίγμα στο κοινό που τον
ψήφισε τον Ιανουάριο κι έτσι, το ίδιο κοινό, εξοπλισμένο με αυτά τα προτάγματα
και ήσυχο με τη συνείδησή του, τον ξαναψήφισε το Σεπτέμβριο- μετά από την
υπογραφή του μνημονίου.
Η άλλη του επιλογή ήταν οι «προηγούμενοι».
Η πραγματικότητα όμως είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι
Αριστερά μόνο εκεί που τον συμφέρει. Και αν αγνοούσε τις ιδεολογικές του
διακηρύξεις προς όφελος του εκτελεστικού του καθήκοντος ως κυβέρνηση, θα του το
συγχωρούσαμε.
Τις αγνοεί όμως προς όφελος της παραμονής του
στην εξουσία.
Καταρχάς, τα πολλά λόγια περιττεύουν σε ό,τι
αφορά τη συγκυβέρνηση με τους Ανεξάρτητους Έλληνες.
Τί να πει κανείς για τα τόσο ευαίσθητα σε
«αριστεροσύνη» στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που διυλίζουν τον κώνωπα, δηλαδή το
Ασφαλιστικό, και καταπίνουν την κάμηλο, δηλαδή τους Ανεξάρτητους Έλληνες.
Να σημειώσουμε δε, πως αφορμή για το
συγκεκριμένο άρθρο ήταν πρόσφατη τηλεοπτική εμφάνιση τού Πάνου Καμμένου- του
στενού φίλου και συνεργάτη του Πρώτη Φορά Αριστερού Πρωθυπουργού- κατά την
οποία έθεσε σε σύγκριση τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις με τη κτηνοβασία.
Αλλά ας πάμε και λίγο πιο πίσω. Στους
αγανακτισμένους και μετέπειτα στις συγκεντρώσεις του δημοψηφισματικού «Όχι».
Αν δεχθούμε καλή τη πίστη ότι η αφετηρία των
κινητοποιήσεων ήταν κυρίως αυθόρμητα αντανακλαστικά έναντι των έξωθεν
ασφυκτικών πιέσεων, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για την τελική έκφρασή τους,
όπως αυτή αποτυπώθηκε στις περισσότερες συγκεντρώσεις των αγανακτισμένων και-
σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό- στις συγκεντρώσεις του «Όχι».
Ο τόνος των συγκεντρώσεων ήταν εθνικιστικός και,
ακόμα χειρότερα, τα έκτροπα που τις ακολούθησαν υποστηρίχθηκαν ή αποσιωπήθηκαν
από την Αριστερά και τους δημόσιους ομιλητές της.
Μπροστά στον υπέρτατο αντιμνημονιακό αγώνα η
αριστερή διανόηση εποιήθη την νήσσαν, αγνοώντας επιδεικτικά τη φανερή ανοδική
πορεία του εθνικολαϊκισμού.
Αυτές οι εξελίξεις όμως δεν ήταν εντελώς
απρόβλεπτες. Η ιστορία έχει δείξει πως η Αριστερά, επηρεασμένη από την
ανασφάλεια που της προκαλεί η αδυσώπητη πραγματικότητα, βάζει την ύπαρξή της
πάνω από το σύνολο της κοινωνίας. Φωνές της λογικής έχουν «πνιγεί» μέσα στην
κομματική αυστηρότητα και οι «αριστερές ευαισθησίες» πήγαν περίπατο μπροστά στο
θώκο της εξουσίας.
Και είναι αλήθεια πως η εξουσία είναι
προτεραιότητα για όλες τις πολιτικές δυνάμεις.
Μόνο για την Αριστερά όμως είναι ζήτημα ζωής ή
θανάτου. Και αυτό δεν ισχύει αποκλειστικά για την Ελλάδα.
Κορυφαίο παράδειγμα η επιστολή που έστειλε το
Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας στους Φασίστες του Μουσολίνι για να συμπράξουν,
όταν φάνηκε προς τα πού "γέρνει" η ζυγαριά της εξουσίας.
Βέβαια, η εν λόγω περίπτωση δεν είναι
πανομοιότυπη με αυτή των ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, είναι όμως έξοχο παράδειγμα Αριστερού
Μακιαβελισμού.
Εν ολίγοις, το συνειδησιακό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ
δεν προκύπτει από τη σύμπραξή του με την Ακροδεξιά στην εξουσία, αλλά από την
ανάγκη να πορευθεί με τις επιταγές της πραγματικότητας.
Και με αυτή την έννοια, είναι κλασική Αριστερά.
Για κάθε δύσκολο μέτρο, η κυβέρνηση μάς
διακηρύττει την αντίθεσή της και την ιδεολογική της ταυτότητα, σαν να
ετοιμάζεται για εκλογές.
Και αυτό πρέπει να τιμωρηθεί από το εκλογικό
κοινό.
Για να συμβεί αυτό όμως, όπως προαναφέραμε, πρέπει
να υπάρχει ξεκάθαρος αντίλογος (έχουμε ήδη τοποθετηθεί ότι στο άμεσο μέλλον
αυτός θα ήταν η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη). Οι ψηφοφόροι δεν θα
αμφισβητήσουν αυτοβούλως τις προηγούμενες επιλογές τους.
Όσο δεν υποδεικνύεται δημοσίως από κάποιον
θεσμικό παράγοντα η εξουσιολαγνεία και η διγλωσσία του ΣΥΡΙΖΑ, το εκλογικό
κοινό θα βαυκαλίζεται ότι έκανε τη καλύτερη δυνατή επιλογή.
Μιχάλης Δεμερτζής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου