12.3.16

Θηλαστικό με προβοσκίδα, εννέα γράμματα…



Βόμβα θεωρήθηκε η γνωστοποίηση από τον  Ντόναλντ Τουσκ πως η «βαλκανική οδός» των προσφύγων έχει πλέον κλείσει με ομόφωνη απόφαση των 28 της ΕΕ, δηλαδή και με δική μας συμφωνία. Δεν εκπλήσσομαι. Η ανικανότητα της κυβέρνησης στον χειρισμό λεπτών ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής έχει διαφανεί από την πρώτη κιόλας μέρα της.




Συζήτηση μεγάλη και για τη μανιχαϊστική δήλωση Μάρδα, περί  δύο μόνο επιλογών έναντι της Τουρκίας, πόλεμος ή έμμεση Φινλανδοποίηση. Με κάτι τέτοια τεχνάσματα παραλύει η φιλειρηνική κοινή γνώμη, ώστε να αποδεχτεί παθητικά τις όποιες επιπόλαιες διευθετήσεις.


Δεν απορώ επίσης με την νομική προστασία που προσέφερε ο υπουργός Παιδείας στους δυο εκλεκτούς πρώην πρυτάνεις για τυχόν κολάσιμες πράξεις που τελέσθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Αμοραλιστές σαν ετούτους που μας κυβερνούν δε θα δίσταζαν να καλύψουν δυο δικούς τους, και μάλιστα στελέχη πρώτης γραμμής. Το θράσος της Γεροβασίλη, τα ψέμματα του Σταθάκη, οι παρεμβάσεις του Παπαγγελόπουλου, η ανεπάρκεια του Μουζάλα είναι θέματα τόσο πια τετριμμένα, που σπανίως πλέον αξίζουν ανάλυσης.
Γι αυτό κι εγώ σήμερα θα ήθελα να πω δυο πράγματα για τον κομμουνιστή (μη σας μπερδεύει το ποσέ, όλοι οι σωστοί κομμουνιστές της νομενκλατούρας ζούσαν ανέκαθεν μέσα στη χλιδή και στα δυτικά καλούδια) Κατρούγκαλο, και τις αρμοδιότητες του.
Ο υπουργός Κατρούγκαλος, εξπέρ επαγγελματίας σε θέματα συνταξιοδοτικά και εργασιακά, έχει επωμιστεί την άχαρη ευθύνη να συμφωνήσει με τους εταίρους πάνω στο κεφαλαιώδες ζήτημα του ασφαλιστικού κυρίως και δευτερευόντως πάνω σ’εκείνο των εργασιακών. Η σχετική διαπραγμάτευση ξεκίνησε με την γνωστή κουτοπονηριά του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή με την παρουσίαση μιας πρότασης τόσο παράλογης και άδικης, που η οποιαδήποτε βελτίωση της θα μοιάζει με νίκη εφάμιλλη του ’40.
Μαθημένοι πια από το κόλπο, οι συνομιλητές του αντέδρασαν ψύχραιμα, μιλώντας για εποικοδομητικές σκέψεις και άλλα τέτοια, γνωρίζοντας καλά πως ο χρόνος είναι με το μέρος τους και πως η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί τελικά να έρθει στα νερά τους, αλλιώς «κάηκε», όπως προειδοποίησε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Η όλη όμως πολιτική συζήτηση για το ασφαλιστικό μα και για το φορολογικό πάσχει. Αναλώνεται σε δυσνόητα διαγράμματα που μεταβάλλονται από πολλαπλές παραμέτρους, επιμένοντας σε ζητήματα που αφορούν την διαιώνιση ή μη της υπάρχουσας κατάστασης, παραβλέποντας συνήθως το προφανές. Το ότι δηλαδή είναι αδύνατο να κατευθύνεται σχεδόν το 30% των κρατικών εσόδων στην χορήγηση χρημάτων και υγειονομικής περίθαλψης στους έλληνες συνταξιούχους, τη στιγμή που οι δικές τους καταβεβλημένες  εισφορές δεν αντιστοιχούν στις παροχές που λαμβάνουν. Αυτό λοιπόν το αδύνατο γίνεται δυνατό χάρη σε μια εξοντωτική φορολογία, η οποία οδηγεί σε ανεργία, σε υπογεννητικότητα, σε λουκέτα, σε κεφαλαιακή ανεπάρκεια, σε γενικευμένο μαρασμό.
Κι έτσι φτάνουμε στο συμπαθές τετράποδο του τίτλου.
Στην Ελλάδα κανείς δεν μιλά για τον ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο, που δεν άλλος από τον τρόπο με τον οποίο διανέμεται ο εθνικός πλούτος. Ως γνωστόν, τα χρήματα είναι πλέον δεδομένα, καθώς δεν εισέρχεται πια φρέσκο χρήμα από την παγκόσμια διατραπεζική αγορά, οι δε άμεσες ξένες επενδύσεις είναι ελάχιστες. Κατά συνέπεια, πρέπει όλοι να μοιραζόμαστε αυτά τα λίγα που παράγει η χώρα. Σήμερα το σύστημα επιμένει στη διατήρηση ενός status quo ante ευνοϊκού για όσους σιτίζονται από το κρατικό κορβανά, συνταξιούχους και κρατικούς λειτουργούς.
Η τωρινή αλλά και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, από κοινού με εργοδοτικές οργανώσεις, υποστήριζαν αυτή την επιλογή με το παιδιάστικο επιχείρημα πως η ασφάλεια που αισθάνεται η συγκεκριμένη ομάδα πολιτών τους καθιστά πιο ανέμελους καταναλωτές, πράγμα υποτίθεται θετικό για την αγορά. Το ότι η αγορά μας κατακλύζεται κυρίως από εισαγόμενα αγαθά, τα οποία αγοράζονται με χρήματα που αφαιρούνται από την εθνική οικονομία γενικά δεν φαίνεται να απασχολεί κανέναν παλαιοκομματικό παρά ελάχιστους ανήσυχους τεχνοκράτες. Όμως ας υποθέσουμε χαριστικά πως αυτό το επιχείρημα έχει κάποια βάση. Οπότε εφαρμόζουμε μια εθνική πολιτική η οποία προσφέρει πλούτο σε εκείνους που καταναλώνουν, αφού τον αφαιρεί από εκείνους που όχι μόνο καταναλώνουν, μα και παράγουν!

Με άλλα λόγια παίρνουμε τα χρήματα από εκείνους που μπορούν να τα αυγατίσουν και τα δίνουμε σ΄εκείνους που τα κάνουν μια χαψιά, λες κι οι υπόλοιποι δεν έχουν στόμα. Διότι δεν αρέσουν μόνο στους δασκάλους οι ταβέρνες, τα ωραία ρούχα και τα ταξίδια, μα αρέσουν και στους γονείς των παιδιών. Ξοδεύουν οι μικροί επιδοτούμενοι αγρότες, αλλά εκείνοι που βγάζουν μεγάλη παραγωγή ξοδεύουν περισσότερα.  Προσφέρουν σίγουρα πολλά οι πανεπιστημιακοί ερευνητές όμως, όπως και να το κάνουμε, είναι συνήθως οι ιδιώτες συνάδελφοί τους που την κυνηγούν περισσότερο τη δουλειά. Οι δημοτικοί υπάλληλοι ζητούν στεγαστικά δάνεια, όταν οι επιχειρηματίες ρισκάρουν για ξενοδοχεία και εργοστάσια. Καλό είναι να πληρώνουμε εμπορικούς ακολούθους και ελεγκτές περιβάλλοντος, αλλά δεν θα απασχολούνται εάν δεν υπάρχουν εξαγωγικές μονάδες . Έχουν υπολογίσει σε μια άνετη ζωή οι απόμαχοι των ΔΕΚΟ, το κόστος της οποίας το επιβαρυνόμαστε οι υπόλοιποι στην καθημερινότητα μας, χάνοντας σε αγοραστική δύναμη. Γιούς και κόρες που σπουδάζουν δεν έχουν μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι, έχουν και οι ιδιωτικοί. Τσοντάρουν βέβαια οι παππούδες τα παιδιά και τα εγγόνια τους, όμως με χαρτζιλίκι δε γεννιούνται μωρά ούτε ξεκινούν startups.
Όσο στραγγίζονται αυτοί που μπορούν να παράγουν αγαθά και να προσφέρουν εξωστρεφείς υπηρεσίες, αυτός ο τόπος δεν πρόκειται να σηκώσει κεφάλι. Ποτέ. Τα παλικάρια στην επαρχία θα προτιμούν τις καφετερίες από τα χωράφια, οι βιοτέχνες θα κλείνουν και θα τρώνε από τα έτοιμα, οι επιστήμονες θα αναχωρούν δια παντός, οι νέοι δεν θα ξεκινούν οικογένειες. Κι η χώρα θα σβήνει όχι λόγω μιας απλώς άδικής πολιτικής, μα λόγω μιας εντελώς παράλογης πολιτικής.
Η ακολουθούμενη οδός αναδιανομής πλούτου ισοδυναμεί με πριόνισμα του κλαδιού πάνω στο οποίο καθόμαστε, ενός μάλλον λεπτού κλαδιού που ανέκαθεν στήριζε υπερβολικό βάρος. Άντε όμως να το καταλάβουν αυτό ο εργατοπατέρας Κατρούγκαλος του 12% και το αφεντικό του…

Φάνης Ουγγρίνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου