20.11.16

Η λατρεία του «ψόφου»…



Ζούμε κατά καιρούς βίαιες περιόδους στα σόσιαλ μίντια. Περιόδους που οι χρήστες εκτονώνουν την πίεση της πολιτικής γλίτσας, της κοινωνικής συμφοράς, της απολίτιστης και μακάβριας ατμόσφαιρας που έχει στο κεφαλάκι παπαρουνόσπορο φόρων, ανεργίας αλλα  και μπόλικης μισαλλοδοξίας. Το γεγονός ότι υπάρχει αυτό το ρημάδι το μέσο και λέμε τα κακεντρεχή μας, τα ηλίθιά μας, τα τεκμαρτά μας, τα δολοπλόκα μας, τα συναδελφικά μας, τις παγίδες μας και τα ανασφαλή μας δεν είναι κάτι απλό πια.




Το «μας» είναι δύσκολο να μην εκφράζεται. Είμαστε πολύ επιθετικά όντα οι άνθρωποι για να ζούμε κάτω από την ασφάλεια της εξουσίας των υπολοίπων και το υποζύγιο που μας έχουν φορέσει θέλει λίγο λάσκα στους φρονιμίτες. Αποτέλεσμα το διαυγές και συμπιεσμένο γάργαρο ποτάμι από σοφίες, θυμιάματα και αναμνήσεις στους τοίχους μας. Όλα κατανοητά. 
Αλλά ψόφους, ρε παιδιά;


Στα σόσιαλ μίντια η υπερβολή και το όριο το οποίο φτάνεις με την άκρη του ρύγχους της μύτης και σου προκαλεί αυτή τη διάθεση για φτέρνισμα είναι μια συνήθης πρακτική των χρηστών. Βέβαια, οι περισσότεροι οπισθοχωρούμε μπροστά στην εφίδρωση που λειτουργεί διεγερτικά όταν το κακόβουλο το λες με το όνομά του, όπως το σκέφτεσαι με όλη τη χολή για ντεκόρ.
Οι λεπτές γραμμές ανάμεσα στη σατραπεία των τσιτάτων, των δηλώσεων και των στίχων με την καθαρόαιμη εκκεντρική διάθεση φαίνεται να μην διαχωρίζονται και η ευχόμενη θανατίλα πάει και έρχεται για ανθρώπους που ούτε ξέρεις ούτε συμπαθείς, αλλά η ψυχούλα σου η μαύρη σκίζεται να τους ξεσκίσει. Και όλα αυτά είναι θέμα παιδείας, αισθητικής, κουλτούρας, ανατροφής, διατροφής και βέβαια πάνω από όλα προσωπικής ηθικής, όπως αυτή ορίζεται αυτοπροσδιοριζόμενη και κομμένη και ραμμένη στου καθενός το καλούπι. 
Ο ψόφος.
Είναι τόσο αταίριαστο από στόματα ανθρώπων να βγαίνει. Τον ψόφο, που τόσο εύκολα χύνουν και μάλιστα δικαιολογούν ο καθένας με τον τρόπο του, κρύβει τη δική του υστερία πίσω. Το κακόβουλο λογισμικό έχει εγκατασταθεί πλήρως στα στομάχια των ανθρώπων και εκείνοι τρίβουν τις κοιλιές τους από ευχαρίστηση ευχόμενοι στους άλλους «ΠΕΘΑΝΕΤΕ, ΠΕΘΑΝΕΤΕ… ΕΙΝΑΙ ΣΙΚ.» 
Στο ζοφερό κόσμο του σκότους του ψόφου, υπάρχει κάτι δελεαστικό, η ομορφιά της ανυπαρξίας ως ιδεατή λύση στα προβλήματά μας. Η αφηρημένη ευχή μοιάζει με τον επίμονο βήχα, τον ματωμένο ενός αρρώστου σε σανατόριο. Εσύ να βάζεις ένα τρίτον να το κλωτσάει στα αχαμνά, αλλά κάνεις εμετό πίσω από το δέντρο γιατί δεν αντέχεις το θέαμα. 
Η ιντερνετική κουλτούρα δεν θα περίμενε κανείς να μοιάζει με την κακιασμένη θείτσα που κρυφοκοιτάει τα τραγανά μπούτια της νεαρής γειτόνισσας που φοράει τα μίνι και την οικτίρει για την ξετσιπωσιά της. Θυμάται τα δικά της και θα ήθελε να τις τα χάιδευαν τότε, αλλά φορούσε τον μανδύα της παρθένου τότε. Ο ψοφοευχητής είναι η θείτσα που δεν έζησε το ολοκληρωμένο της ζωής, αλλά κρατάει τεφτέρι αμαρτιών για όλους ως ειδήμων. [Το φύλο εδώ επιλέχτηκε τυχαία και συμβατικά. Θείτσα είναι ένα πλαστικό ποτήρι με κυρτή κοιλιά και μυρωδιά από μπαγιάτικα φύκια. Άχρηστο, ευτελές στην υπόσταση και «το»… τίποτα παραπάνω από «το».]
Μπορείς να μισείς. Αυτό έχει κάτι ηρωικό σε σχέση με την κρυπτική ευχή ψόφος, που φέρει τη βλαχιά της δεισιδαιμονίας, τη διαστροφή κάποιου δήθεν προστατευτισμού, την απώλεια των αθρώπινων αισθήσεων με αφορμή τη νιρβάνα της κακίας. 
Δεν βγαίνει ο λογαριασμός; Πώς να σας το πω!

Βέρα I. Φραντζή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου