Ο υπολοχαγός Hiroo Onoda είναι ο πιο διάσημος από όλους εκείνους τους περίφημους
στρατιώτες του ιαπωνικού αυτοκρατορικού στρατού, που αρνήθηκαν να δεχτούν το
τέλος του πολέμου, και συνέχισαν να «πολεμάνε» στον Νότιο Ειρηνικό για αρκετά
χρόνια μετά τη λήξη του Β’ΠΠ. Ο συγκεκριμένος ήταν αξιωματικός της αντικατασκοπείας,
και υπηρετούσε στο νησί Λούμπανγκ των Φιλιππίνων από το 1944, μερικούς δηλαδή
μήνες πριν οι Αμερικάνοι τις καταλάβουν.
Οι τελευταίες διαταγές που είχε λάβει από τον
διοικητή του ήταν να υποχωρήσει στο εσωτερικού του νησιού (μικρό και άνευ
στρατιωτικής σημασίας) και να παρενοχλεί τον αμερικανικό στρατό μέχρι να
επιστρέψουν οι Ιάπωνες συμπολεμιστές του. Του απαγόρευσαν να αυτοκτονήσει,
λέγοντάς του πως μπορεί να πάρει τρία χρόνια, μπορεί πέντε, όμως ότι κι αν
συμβεί «εμείς θα επιστρέψουμε για να σε πάρουμε μαζί μας». «Όσο έχεις έστω και
έναν στρατιώτη υπό τις διαταγές σου, θα πρέπει να πολεμάς», του υπογράμμισαν…
Έτσι λοιπόν ο πιστός στρατιώτης Onoda συνέχισε
τον «πόλεμο», ζώντας αρχικά με άλλους τρεις συμπολεμιστές του στα βουνά του νησιού,
συμμετέχοντας κάθε τόσο σε αψιμαχίες με Φιλιππινέζους
αστυνομικούς.
Την πρώτη φορά που έμαθαν ότι ο πόλεμος είχε
τελειώσει ήταν το φθινόπωρο του 1945, όταν βρήκαν ένα φυλλάδιο, που άφησαν οι
ντόπιοι κτηνοτρόφοι, επειδή κάποιοι άλλοι «ξεχασμένοι» στρατιώτες είχαν
σκοτώσει μια αγελάδα τους. Το φυλλάδιο έγραφε «Ο πόλεμος τελείωσε στις 15
Αυγούστου. Κατεβείτε από τα βουνά». Δεν το πίστεψαν, θεωρώντας πως είναι κόλπο της
αμερικανικής προπαγάνδας, και εξάλλου αν όντως είχε τελειώσει ο πόλεμος, τότε
γιατί τους πυροβολούσαν οι αστυνομικοί;
Στα τέλη του 1945, αεροσκάφος έριξε κι άλλα
φυλλάδια στην περιοχή, με την διαταγή παράδοσης που είχε εκδώσει ο στρατηγός Tomoyuki
Yamashita της 14ης στρατιάς. Και πάλι όμως η παρέα του Onoda δεν
πείστηκε, θεωρώντας τα φυλλάδια πλαστά.
Τον Σεπτέμβριο του 1949, ένας από την ομάδα, ο Yuichi
Akatsu, εγκατέλειψε τους συντρόφους του και παραδόθηκε στις τοπικές αρχές. Οι
υπόλοιποι όμως ανησύχησαν ακόμη πιο πολύ, και κρύφτηκαν καλύτερα.
Το 1952 οι αρχές έριξαν από αεροπλάνο οικογενειακές
φωτογραφίες τους, ζητώντας τους και πάλι να παραδοθούν, πλην όμως μάταια. Οι
στρατιώτες ήταν αμετάπειστοι.
Το 1953, μετά από μια ακόμη μάχη με ντόπιους
ψαράδες, ένας από τους εναπομείναντες, ο δεκανέας Shimada τραυματίστηκε στο
πόδι. Τον φρόντισε ο Onoda, αλλά ο άτυχος άνδρας έχασε την ζωή του τον Μάιο του
1954 σε μια ακόμη μάχη, αυτή τη φορά με τον στρατό των Φιλιππίνων που τους έψαχνε.
Αρκετά χρόνια μετά, την άνοιξη του 1972, σκοτώθηκε από την αστυνομία και ο
τρίτος της ομάδας, την ώρα που μαζί με τον Onoda έκαιγαν το ρύζι που είχαν
μαζέψει οι αγρότες, στα πλαίσια του ιδιότυπου αντάρτικου που διεξήγαγαν. Τώρα,
ο Onoda έμεινε μόνος.
Τον Φεβρουάριο του 1974 συνάντησε έναν άλλο Ιάπωνα
ονόματι Norio Suzuki, έναν περίεργο τύπο που ταξίδευε στον κόσμο ψάχνοντας για
τον Λοχαγό Onoda, ένα αρκουδάκι πάντα, και τον Χιονάνθρωπο των Ιμαλαίων!!!! Με αυτή
τη σειρά. Βρήκε τον Onoda, και όπως περιέγραψε ό ίδιος ο Onoda την συνάντηση σε
συνέντευξη που έδωσε το 2010, «ένας Ιάπωνας χίπις, ήρθε στο νησί για να μάθει
τα συναισθήματα ενός στρατιώτη. Με ρωτούσε γιατί δεν βγαίνω από την κρυψώνα μου…».
Οι δυο άνδρες έγιναν στενοί φίλοι, αλλά και πάλι ο Onoda αρνούνταν να
παραδοθεί, περιμένοντας επίσημες διαταγές από τους ανωτέρους του.
Ο Suzuki επέστρεψε στην Ιαπωνία με φωτογραφίες της
συνάντησης, και έτσι η ιαπωνική κυβέρνηση αποφάσισε να δράσει. Ήρθε σε επαφή με
τον διοικητή του Onoda, τον ταγματάρχη Yoshimi Taniguchi, που στο μεταξύ είχε
γίνει βιβλιοπώλης. Αυτός ταξίδεψε στο μακρινό νησί τον Μάρτιο του 1974, όπου
και συνάντησε τον ανυπότακτο λοχαγό, εκπληρώνοντας έτσι την υπόσχεση που του
είχε δώσει το 1944, ότι «ότι και να γίνει, θα γυρίσουμε για σένα». Τον διέταξε
λοιπόν να παραδοθεί, και αυτό έκανε. Παρέδωσε το σπαθί του, το τουφέκι του
τύπου Arisaka 99, 500 σφαίρες, μερικές χειροβομβίδες,
και ένα στιλέτο που του είχε δώσει η μητέρα του το 1944 για να αυτοκτονήσει αν
τον έπιαναν ποτέ αιχμάλωτο.
Αν και είχε σκοτώσει αστυνομικούς και άλλους με τους
οποίους ενεπλάκη σε μάχες, οι αρχές έλαβαν υπ όψη τους τις ιδιάζουσες
παραμέτρους της περίπτωσής του, ότι δηλαδή πίστευε πως ο πόλεμος συνεχίζονταν,
και έτσι δεν του απαγγέλθηκαν κατηγορίες, και πήρε χάρη από τον πρόεδρο των
Φιλιππίνων Ferdinand Marcos.
Με την επιστροφή του στην πατρίδα ο Onoda ήταν
τόσο δημοφιλής που πολλοί ήταν εκείνοι που τον πίεζαν να κατέβει ως βουλευτής.
Έξέδωσε και μια αυτοβιογραφία, γραμμένη από άλλον, με τίτλο «Δεν Παραδίνομαι: Ο τριακονταετής πόλεμός
μου».
Λέγεται ότι δεν ήταν και τόσο χαρούμενος από την
ξαφνική αυτή δημοφιλία, ενώ ήταν ιδιαίτερα απογοητευμένος από την κατάπτωση των
ιαπωνικών παραδοσιακών αξιών, όπως έλεγε. Το 1975 ακολούθησε το παράδειγμα του
μεγαλύτερου αδελφού του, μεταναστεύοντας στην Βραζιλία για να εκτρέφει
αγελάδες. Το 1976 παντρεύτηκε, και έζησε για αρκετά χρόνια στο Mato Grosso do
Sul, συμμετέχοντας ως ηγετική φυσιογνωμία στην εκεί ιαπωνική κοινότητα.
Το 1984, μαθαίνοντας για μια περίπτωση ενός Ιάπωνα
εφήβου, που το 1980 δολοφόνησε τους γονείς του, ο Onoda επέστρεψε στην Ιαπωνία
και ίδρυσε μια εκπαιδευτική κατασκήνωση για νέους, την Onoda Shizen Juku.
Πέθανε στο Τόκιο από επιπλοκές πνευμονίας τον
Ιανουάριο του 2014.
Ο Γραμματέας του ιαπωνικού υπουργικού συμβουλίου
Yoshihide Suga , είπε με αφορμή τον θάνατο του: «Ακόμη θυμάμαι σαν χθες το πώς σιγουρεύτηκα για το τέλος του πολέμου,
μόνο όταν ο Onoda επέστρεψε στην Ιαπωνία.»
Απόδοση: S.A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου