30.7.17

Πάει η Ελλαδίτσα μας…



 «Μα τι αίσχος είναι τούτο, πού ακούστηκε χίλια ευρώ μενού; Μα τι σπατάλη! Κι έπειτα μου λέτε ότι υπάρχει κρίση». Η ετήσια περφόρμανς του Ρέμου στο περιβόητο Nammos είναι αυτή που μονοπωλεί τις συζητήσεις στις ακρογιαλιές αυτό το Σαββατοκύριακο.




Δεν είναι η ιταμή συνέντευξη Τσίπρα, δεν είναι τα πολιτικά ανοίγματα του Μπακογιάννη, δεν είναι η ξιπασιά των Συριζαίων στο Μέγαρο Μουσικής, ούτε είναι φυσικά οι απειλές των Τούρκων για τις κυπριακές γεωτρήσεις. Μη ξεχνάτε πως ζούμε στη γη του «Έλα μωρέ, πώς κάνεις έτσι;». Ίσως το μόνο καυτό θέμα που άπτεται της πολιτικής είναι το βιβλίο του Βαρουφάκη, με τις πιπεράτες αποκαλύψεις του, αποκαλύψεις που δικαιώνουν απόλυτα εκείνους που το 2015 φώναζαν πόσο επικίνδυνοι είναι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ…



Άλλα λοιπόν είναι στον νου των Ελλήνων. Οι νεαροί συζητούν πού και πόσα μεροκάματα μερικής απασχόλησης θα κάνουν τον χειμώνα. Οι συνταξιούχοι ανησυχούν για την ιατρική περίθαλψη, για τους διαρρήκτες και για τα κρύα του Γενάρη. Και τέλος οι οικογενειάρχες αγωνιούν σχεδόν για τα πάντα, για τις δουλειές τους, για τα γηρατειά τους, για την γενικευμένης ανασφάλεια, για τους φόρους, και κυρίως για τα παιδιά τους. Άσχετα αν αυτά είναι έξι ή δεκαέξι, οι γονείς τους καθολικά αναρωτιούνται πώς μπορούν να τους εξασφαλίσουν ένα μέλλον εκτός Ελλάδας, πόσο αυτό θα κοστίσει υλικά και ψυχικά, και πότε θα ξεκινήσει, μετά το Λύκειο ή σαν μεταπτυχιακό. Κι όταν τα ακούς όλα αυτά συνειδητοποιείς ότι είμαστε ακόμη πολύ βαθιά χωμένοι σε αυτά που είμαστε χωμένοι.
Η φουρνιά των πολιτών που βρίσκονται ανάμεσα στα 35 και στα 55 είθισται να είναι η πλέον δημιουργική κι αποτελεσματική. Είναι οι σοβαροί καριερίστες, οι επενδυτές, οι αποταμιευτές, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Όλοι τους σήμερα ρωτούν αν η κρίση έχει τελειώσει, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι ο δικός τους σχεδιασμός για το μέλλον αποτελεί έμμεση απάντηση στο ερώτημα τους.
Η κρίση δεν είναι δυνατόν να τελειώσει όταν αυτοί οι ίδιοι που θα έπρεπε να σηκώσουν το βάρος για να βγούμε από αυτήν οραματίζονται το αύριο εκτός της χώρας. Είναι άξιοι της χλεύης των υπολοίπων, είναι άραγε προδότες;
Φυσικά όχι, κανονικοί άνθρωποι είναι, σε αναζήτηση της ασφάλειας και-γιατί όχι-της ευτυχίας.
Έχουμε επτά χρόνια στα Μνημόνια κι ακόμη να δούμε κάποια στοιχειώδη να γίνονται. Η νομοθεσία παραμένει δαιδαλώδης. Το ανθρώπινο δυναμικό του Δημοσίου παραμένει αναξιοποίητο. Οι υπηρεσίες προς το κοινό παραμένουν κακές. Οι χιλιάδες δικηγόροι και μηχανικοί παραμένουν χωρίς επαγγελματική προοπτική. Οι απόφοιτοι Λυκείου παραμένουν χωρίς κατάρτιση προσαρμοσμένη στις ανάγκες της αγοράς. Οι μικρές επιχειρήσεις παραμένουν χωρίς κίνητρα συνένωσης σε παραγωγικότερα σχήματα. Οι οφειλέτες κάθε είδους παραμένουν μετέωροι. Και οι πολιτικοί παραμένουν θλιβερά κολλημένοι στο '90. Με τέτοια στασιμότητα, ποιος μπορεί να ψέγει όσους δεν βλέπουν προοπτική στην Ελλάδα; Ένα είναι το βέβαιο, απόλυτη στασιμότητα δεν υπάρχει. Αν δεν πάμε προς τα πάνω θα βουλιάξουμε τελειωτικά. 



Δείτε το γύρω σας. Ζούμε ακόμη με τα αποκτήματα του παλιού καιρού, αλλά ολοφάνερα με το ζόρι. Οι μεζονέτες στα προάστια και τα μεγάλα αμάξια στοιχίζουν σε φόρους, βενζίνες και συντήρηση. Πώς μπορούν έστω να αντικατασταθούν από άλλα, πιο λιτά; Τα χαμηλά μας εισοδήματα δεν βλάπτουν μόνο την καθημερινή μας κατανάλωση μα και την εξασφάλιση μας. Πώς θα ξεπερισσέψουμε χρήματα για την αναπόφευκτη λήξη της σταδιοδρομίας μας; Οι υποδομές και οι λειτουργίες του κράτους γνωρίζουν καθημερινή υποβάθμιση χωρίς ορατό τέλος. Πώς θα διασωθούν όταν το Δημόσιο εξακολουθεί να πετά τα χρήματα των φόρων σε άσκοπη μισθοδοσία και παροχές;
Τα σύνορα μας είναι σουρωτήρι, γείτονες και μετανάστες υπονομεύουν ηθελημένα κι άθελα την εθνική ακεραιότητα και την κοινωνική συνοχή. Πώς μπορεί να μακροημερεύσει η Ελλάδα, όταν έχει απογοητεύσει όχι μόνο τους πολίτες της μα και τους παραδοσιακούς συμμάχους της; Η λογική απάντηση σε όλα τα παραπάνω είναι πως η συνέχισή μας είναι μάλλον αδύνατη αν δεν μεταβληθούν θεαματικά οι σημερινές συνθήκες. Η Ελλαδίτσα μας θα χαθεί.
Διαβάζοντας τα παραπάνω ίσως κάποιοι βρίσκουν ακατανόητη την εμμονή των σύγχρονων Ελλήνων για τα πρώτα τραπέζια του Nammos. Δεν συμφωνώ. Πιστεύω πως η ερμηνεία της βρίσκεται στο ότι εξακολουθούμε να θεωρούμε τη Μύκονο ολοδική μας, όπως πριν το '08. Παραμένουμε εγκλωβισμένοι στο...ελληνικό όνειρο, να τρώμε και να πίνουμε καλούδια σε ένα πρώτο τραπέζι ακριβού ξενυχτάδικου, ντυμένοι με ότι πιο φιρμάτο και με το πανάκριβο SUV αραχτό στο πάρκινγκ. Η κατάληψη κάθε ανάλογου μαγαζιού της επικράτειας από νεόπλουτους ανατολικοευρωπαίους και Άραβες είναι για πολλούς από μας το απόλυτο φτύσιμο. Είναι το αλάτι στην πληγή της χρεωκοπίας, αυτή η άρρητη διάχυτη υποψία ότι δεν θα ξανάναι ποτέ δικά μας όλα αυτά, ούτε καν μετά από χρόνια και καιρούς...

Φάνης Ουγγρίνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου