23.8.17

Ο κοσμικός και η Μύκονος…



Ο ​​Ηλίας Ψινάκης ή απλώς ο Λιάκος (για γείτονες δημάρχους μόνον) είναι μια σπάνια περίπτωση. Είναι σαν ένας δεινόσαυρος, ο οποίος, αφού επέζησε από τις επιπτώσεις εκείνου του φοβερού μετεωρίτη που δημιούργησε τον κόλπο του Μεξικού, κατάφερε να προσαρμοσθεί και συνεχίζει να υπάρχει και να κάνει όσα τέλος πάντων γεμίζουν την καθημερινότητα ενός δεινόσαυρου. Ο μετεωρίτης για τον κόσμο του ελληνικού lifestyle ήταν, βέβαια, η κρίση του 2008, που εξάλειψε μέσα σε μερικούς μήνες μια κουλτούρα που χτιζόταν επί είκοσι χρόνια και της οποίας το πνεύμα φυτοζωεί ακόμη στα πρωινάδικα.




Ομως ο Ψινάκης επέζησε. Προσάρμοσε το μάρκετίνγκ του στις νέες ανάγκες και, σε μια εποχή απελπισίας όπου ακόμη και ο αυτός ο Λεβέντης εξελέγη στη Βουλή, ο Ψινάκης επανεφηύρε τον εαυτό του ως δήμαρχο Μαραθώνα. Εμεινε, ωστόσο, πιστός στον εαυτό του: πάντα το ίδιο ναζιάρικο μπάσο, το ίδιο περιπαικτικό καλιαρντό ύφος, η ανοίκεια έως χυδαία οικειότητα που σκοπό έχει να καθοδηγεί τον συνομιλητή του, τα σαχλά αστειάκια κ.λπ. Ομως όλα αυτά με μια επιπλέον δόση υπεροψίας – την οποία μάλιστα ίσως την αντιλαμβάνεται κερδισμένη, αφού ο ίδιος, με την αξία του, επιβίωσε της εξάλειψης του είδους του...



Ξέχασε μόνο το βασικότερο: ότι παραμένει δεινόσαυρος, έστω και αν ο κόσμος γύρω του είναι πολύ διαφορετικός από εκείνον στον οποίο ευδοκιμούσε το είδος του· και ήλθε να το αποδείξει με τη στάση και τη συμπεριφορά του στην πρόσφατη μεγάλη πυρκαγιά στην ανατολική Αττική. Μπορείς να πάρεις τον κοσμικό από τη Μύκονο – είναι αλήθεια, έτσι έγινε και στην περίπτωση του Ψινάκη: τσακίστηκε να έλθει με ελικόπτερο, το έλεγε ο ίδιος και το ξανάλεγε επιμελώς, για να το ακούσουν όσοι δεν είχαν προλάβει. Ποτέ όμως τη Μύκονο από τον κοσμικό, σαν την καβαφική πόλη θα τον ακολουθεί.
Η ημίωρη συνέντευξη του δημάρχου Μαραθώνα, σε απευθείας σύνδεση από τον ΣΚΑΪ την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, το έδειξε με τον πιο σαφή τρόπο.
Σημειωτέον ότι η αναφορά του στο «ερημονήσι» ήταν το λιγότερο. Εχει μάλιστα ενδιαφέρον ότι κανείς δεν τον είχε ρωτήσει έως τότε πού βρισκόταν· μόνος του αισθάνθηκε την ανάγκη να δώσει εξηγήσεις. Στο κάτω κάτω, όπως προκύπτει από τις εκτενείς αναρτήσεις του αργότερα στα κοινωνικά δίκτυα του Διαδικτύου, δεν είπε ψέμα· περιορίστηκε, απλώς, σε μια ψηφίδα της αλήθειας. Διότι το πρόβλημα δεν ήταν αν βρισκόταν σε ερημονήσι και τσακίστηκε να επιστρέψει, αφού πληροφορήθηκε ότι η φωτιά πλησίαζε τον δήμο του. Πράγματι, τα έκανε όλα αυτά. (Και –μην ξεχάσω– μπράβο του που πήγε νερά και σάντουιτς «στα παιδιά» τους πυροσβέστες, διότι αφού το είπε πέντε φορές στη συνέντευξη σημαίνει ότι περιμένει από εμάς να το εκτιμήσουμε δεόντως...)



Το πρόβλημα του Ψινάκη ήταν ότι, ενώ η φωτιά μαινόταν σε γειτονικούς δήμους, εκείνος έκρινε ότι μπορούσε να πεταχτεί μέχρι τη Μύκονο και από εκεί σε ένα ερημονήσι. Τι σημασία έχει αν τα εγκαίνια, για τα οποία πήγε έως εκεί, αφορούσαν έναν καλό σκοπό ή αν στην ίδια τελετή παρέστησαν άλλοι εκλεγμένοι; Εκείνη την ώρα, η φωτιά έπρεπε να είναι η απόλυτη προτεραιότητα για τον δήμαρχο του Μαραθώνα. Οσο για τους Π. Κουρουμπλή και Α. Γεωργιάδη, κανείς τους δεν είναι δήμαρχος στην ανατολική Αττική. Ο ίδιος όμως, που τον ψήφισαν για δήμαρχο Μαραθώνα, πήγε. Προφανώς, η επιπολαιότητα της υπεροψίας του· ίσως επίσης αυτό που οι νέοι το λένε fomo: fear of missing out – μη τυχόν και χάσει.
Το χειρότερο στην ημίωρη τηλεοπτική σύνδεση ήταν το γενικό ύφος του Ψινάκη: ανοίκειο για την περίσταση και προσβλητικό για όσους κινδύνευαν είτε ήσαν στον δήμο του Ψινάκη είτε στην άλλη άκρη της Ελλάδας. Σχεδόν αμέσως επέβαλε τον ενικό, «λέγε με Ηλία» (φυσικά, αφού δεν συνέφερε να υπενθυμίζεται ότι είναι δήμαρχος...) και πήρε τη συζήτηση στα χέρια του: έπειτα από δέκα λεπτά, ο δημοσιογράφος είχε περάσει στο «Ηλία μου». Βασικά, ο Ηλίας δεν ήξερε τι έλεγε· αυτοσχεδίαζε με ό,τι είχε συγκρατήσει. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αρχή της σύνδεσης, σε ερώτηση για τη ζημία στον δήμο του, είπε: «Μεγάλη, ναι μεγάλη, στον Βαρνάβα βασικά» – λες και ο Βαρνάβας δεν ανήκει στον δήμο του. Είκοσι λεπτά αργότερα, στην ίδια ερώτηση, απάντησε ότι η κατάσταση ήταν «πάρα πολύ καλή, πάααρα πολύ καλή» και προσέθεσε: «Ούτε μία ανθρώπινη απώλεια».
Οταν δεν ήξερε τι έλεγε, μιλούσε για τον εαυτό του, πάντα με τους γνώριμους υφολογικούς μανιερισμούς: πώς πήγε να τον κυκλώσει η φωτιά, ενώ εκείνος βοηθούσε κρατώντας τη «μάαανικα» κ.λπ. Και όσο περισσότερο έφερνε τη συνομιλία στα μέτρα του και ένιωθε ασφαλής, τόσο διάνθιζε τον αποσπασματικό, αυτοσχεδιαστικό λόγο του με ατυχή αστειάκια και βλακώδεις χαριτωμενιές («τυπάκι», π.χ., ο ταξίαρχος της Πυροσβεστικής). Επαιζε μια θλιβερή παρωδία του εαυτού του στην εντελώς λάθος περίσταση. Αντιμετώπιζε μια συμφορά με το βάθος και το ύφος του πρωινάδικου. Τουλάχιστον όμως –μιας και η αυθεντικότητα πολύ εκτιμάται– ήταν ο εαυτός του...

Στέφανος Κασιμάτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου