Ο πρόσφατος βάναυσος θάνατος της δημοσιογράφου Viktoria
Marinova, την ώρα που έκανε τζόγκινγκ, προκάλεσε το ενδιαφέρον της διεθνούς
κοινής γνώμης για την Βουλγαρία.
Η δολοφονία της έγινε αμέσως μετά την προβολή της
εκπομπής της στη τηλεόραση που είχε να κάνει με ένα τεράστιο σκάνδαλο διασπάθισης
κονδυλίων της ΕΕ. Και όπως έχει γίνει στο παρελθόν και με άλλες παρόμοιες
ιστορίες διαφθοράς από πλευράς της βουλγαρικής κυβερνητικής ολιγαρχίας, έτσι
και αυτή τη φορά τα mainstream ΜΜΕ της χώρας αγνόησαν επιδεικτικά την εν λόγω αποκάλυψη.
Όταν ο ύποπτος για τη δολοφονία συνελήφθη στη
Γερμανία και εκδόθηκε στη Βουλγαρία, η κυβέρνηση χαρακτήρισε το έγκλημα ως ένα
ακόμη του κοινού ποινικού δικαίου, και όχι ως μια εκτέλεση με συμβόλαιο θανάτου
μιας ασυμβίβαστης δημοσιογράφου.
Όπως και να έχει, το έγκλημα αυτό έφερε ξανά τη
Βουλγαρία στο επίκεντρο ως την πιο φτωχή, αλλά και την πιο διεφθαρμένη χώρα
μέλος της ΕΕ.
Η πραγματικότητα όμως είναι ακόμη χειρότερη. Η
Βουλγαρία τα πάει χάλια παντού, και όμως κανένας στην Δύση δεν μοιάζει να
ενδιαφέρεται. Κι αυτό οφείλεται στο ότι και για την ίδια τη Δύση όλα πάνε απ’ το κακό στο χειρότερο.
Η αδυναμία των εταίρων και συμμάχων της Βουλγαρίας
να δουν τα προβλήματά της μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μεγάλους μπελάδες στο
μέλλον για ολόκληρη τη Δύση εξαιτίας της γεωπολιτικής θέσης της χώρας, κάτι που
την καθιστά πολύ πιο σημαντική απ’ ότι η ίδια της η προοπτική ως χώρα.
Οι Βρυξέλλες, η Ουάσιγκτον, και το Βερολίνο δεν
θα πρέπει να θεωρούν δεδομένη την παραμονή της Βουλγαρίας στο δυτικό
στρατόπεδο.
Εκτός από την δυσχερή διεθνή ατμόσφαιρα, υπάρχουν
δυο βασικοί λόγοι για τους οποίους η επιδείνωση της εσωτερικής κατάστασης της Βουλγαρίας
περνάει απαρατήρητη από τη Δύση:
Πρώτον, η βουλγάρικη οικονομία αυξάνεται κατά 4%
κάθε χρόνο από το 2015, σε συνδυασμό με μακροοικονομική σταθερότητα στα
δημοσιονομικά ζητήματα. Το 2015, για πρώτη φορά, το ΑΕΠ ξεπέρασε τα 50 δις ευρώ,
κάτι βέβαια που δεν είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό αν σκεφτούμε ότι αποτελεί μόλις
το 0.3% του συνολικού ΑΕΠ της ΕΕ. Βέβαια, χωρίς τις καταχρήσεις της κυβερνητικής
της ολιγαρχίας, αυτό το ΑΕΠ ίσως να ήταν και διπλάσιο.
Δεύτερον, το ολιγαρχικό καθεστώς της Σόφιας αποτελεί
«το καλό παιδί» της ΕΕ, συχνά παπαγαλίζοντας τις θέσεις του Βερολίνου, όσο η
διαφθορά σε υψηλό επίπεδο μέσα στη χώρα δεν δείχνει να απασχολεί τις Βρυξέλλες.
Αυτά είναι που διαφοροποιούν τη Βουλγαρία από
άλλα πρώην κομμουνιστικά κράτη της ανατολικής Ευρώπης, που συνεχώς δημιουργούν
προβλήματα στην ΕΕ, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, όπου οι Orban και Kaczynski παριστάνουν
τους παγκόσμιους πρωτοπόρους στη νέα «ανελεύθερη δημοκρατική τάξη».
Η κυβέρνηση του Borisov στην Σόφια δεν έχει
τέτοιου είδους ιδεολογικές φιλοδοξίες, και θεωρεί τις αντίστοιχες της Βουδαπέστης
και της Βαρσοβίας ως περίπλοκες. Το μόνο που την απασχολεί είναι να διατηρήσει
και να επεκτείνει το κύρος και τον πλούτο της μετακομμουνιστικής ολιγαρχίας στα
πλαίσια της συμμετοχής της χώρας στην ΕΕ.
Στη διεθνή πολιτική ακολουθεί πιστά όχι μόνο τις
Βρυξέλλες, την Ουάσιγκτον, και το Βερολίνο, αλλά συγχρόνως και τις Άγκυρα και
Μόσχα, φροντίζοντας όμως να μην πάρει θέση όταν τίθεται ζήτημα σκληρών επιλογών
ανάμεσα στις παραπάνω.
Η θετική κατάσταση της οικονομίας της οφείλεται στις
ξένες (και μερικές ντόπιες) επενδύσεις, στο γεγονός ότι ο τομέας των
τηλεπικοινωνιών έχει μείνει στο πολιτικό απυρόβλητο, και στις άφθονες εισροές
ευρωπαϊκών κονδυλιών, μεγάλο μέρος των οποίων καταλήγει στις τσέπες των αχόρταγων
ολιγαρχών.
Αν όμως κοιτάξουμε πιο προσεκτικά, τότε
αποκαλύπτεται το πραγματικό και άσχημο
πρόσωπο τη χώρας. Για παράδειγμα, εδώ και κάποια χρόνια η Βουλγαρία είναι πρώτη
ανάμεσα σε 200 κράτη, στην συρρίκνωση του πληθυσμού της. Σύμφωνα με την
μετακομμουνιστική προπαγάνδα που κυριαρχεί στο δημόσιο βίο, αυτό οφείλεται στον
καπιταλισμό, στη δημοκρατία, και στη Δύση.
Αυτή η ραγδαία μείωση του πληθυσμού της Βουλγαρίας
ξεκίνησε στα μέσα των ‘80ς, και οφείλεται κυρίως στο ότι η Βουλγαρία αποτελούσε
το χειρότερο κομμουνιστικό καθεστώς της εποχής, με τις μετακομμουνιστικές ελίτ
να μην έχουν κάνει οποιαδήποτε προσπάθεια να ανακόψουν την φυγή.
Ο δείκτης της Ελευθερίας του Τύπου των
Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα αποτυπώνει εύγλωττα τον ασφυκτικό κλοιό του
καθεστώτος επί των ΜΜΕ.
Βασικοί ολιγάρχες του καθεστώτος ελέγχουν τα
περισσότερα ΜΜΕ και επιβάλλουν σκληρή λογοκρισία σε άλλοτε ελεύθερα μέσα,
ειδικά στο διάστημα μεταξύ 2003 και 2016, οπότε και η Βουλγαρία έπεσε από την
34η θέση στην Νο 113 (σε σύνολο 180 κρατών) στον εν λόγω δείκτη.
Το 2017 ανέβηκε ξανά 4 θέσεις, και αυτό λόγω του
ότι κάποιες άλλες χώρες άρχισαν να ελέγχουν τα ΜΜΕ τους, και όχι επειδή άλλαξε
κάτι στη Βουλγαρία. Βέβαια, το 2018 επανήλθε στην κατάταξη του 2016.
Τα κυριότερα τηλεοπτικά κανάλια αλλά και ο τύπος
ελέγχονται από την κυβέρνηση και τους συμμάχους της ολιγάρχες, ενώ το
βουλγάρικο διαδίκτυο παραμένει το τελευταίο καταφύγιο ελεύθερης άποψης και
λόγου.
Τα ΜΜΕ αποφεύγουν ότι ενοχλεί το καθεστώς. Για παράδειγμα,
τα αμερικανικά διπλωματικά τηλεγραφήματα, που διέρρευσε η WikiLeaks, και που
αναφέρονταν στο θολό παρελθόν του Borisov, δημοσιεύτηκαν μόνο από ελάχιστα
μικρά ιντερνετικά σάιτς. Αυτό συνέβη επί της πρώτης κυβέρνησης του Borisov,
τώρα είναι στην τρίτη κυβερνητική του θητεία.
Το χειρότερο είναι ότι στα ελεγχόμενα βουλγαρικά
ΜΜΕ κυριαρχεί μια αντιδυτική και αντιδημοκρατική προπαγάνδα, που συνήθως
επαναλαμβάνει κατά λέξη τα μηνύματα της Μόσχας. Το μένος αυτής της προπαγάνδας
σε συνδυασμό με τα καταφανή αντιδυτικά συναισθήματα, τα οποία καλλιέργησαν με
φροντίδα οι κομμουνιστές στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, καθιστούν ακατανόητο το
πώς αυτή η χώρα κατάφερε να ενταχθεί στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ.
Οι θεσμοί της Βουλγαρίας μοιάζουν σαν την
επιτομή του κυρίαρχου συνδρόμου ολιγαρχίας. Ο διαχωρισμός εξουσιών και η
ισονομία αλλού υπάρχουν κι αλλού όχι. Αν κάποιο ζήτημα δεν είναι ιδιαίτερα
σημαντικό και δεν θίγει κάποιον ολιγάρχη, τότε ο διαχωρισμός ισχύει. Αλλιώς
όχι. Αυτό το μοντέλο φάνηκε ξεκάθαρα στη διάρκεια της χρεοκοπίας της ΚΤΒ, της τέταρτης
μεγαλύτερης βουλγαρικής τράπεζας το 2004.
Σε αυτή την «κλασική» περίπτωση, ένας τομέας της
βουλγάρικης ολιγαρχίας φάνηκε να χρησιμοποιεί τους κρατικούς θεσμούς και τα ΜΜΕ
έτσι ώστε να διαλύσεις έναν άλλον ανταγωνιστικό τομέα, χωρίς καμιά σκέψη για τις
όποιες συνέπειες και παρενέργειες. Η δε κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα ούτε για να
αποτρέψει, ούτε για να τιμωρήσει τους υπεύθυνους.
Υπάρχει επίσης η αδυναμία της χώρας να
ενσωματώσει την πολυπληθή μειονότητα Ρομά, ένα ιδιαίτερα σύνθετο ζήτημα που
έχει κάποια σχέση με τον φόνο της δημοσιογράφου Viktoria Marinova.
Όλα αυτά θα έπρεπε να τραβήξουν την προσοχή της ΕΕ
και των ΗΠΑ. Οι μαζικοί διωγμοί της κομμουνιστικής εποχής οδήγησαν σε μια
κοινωνία η οποία δεν μπορεί να διατυπώσει πραγματική ηθική στάση ή να
αντισταθεί στο κακό, ενώ οι όποιες θετικές εξελίξεις συνέβησαν μετά το 1989 οφείλονται
κυρίως σε ξένες δυτικές επιρροές.
Μια δεκαετία μετά την ένταξη της Βουλγαρίας στην
ΕΕ, η μετακομμουνιστική ολιγαρχική ηγεσία της συνεχίζει να ενισχύεται όλο και
πιο πολύ. Τα ευρωπαϊκά κονδύλια την κάνουν ακόμη πιο πλούσια, ενώ οι ευρωπαϊκοί
θεσμοί αδυνατούν να την ελέγξουν ή να την περιορίσουν (βέβαια δεν είναι αυτός ο
σκοπός τους, αλλά για προσπαθήστε να το εξηγήσετε σε εκατομμύρια Βούλγαρους που
αυτό περίμεναν).
Η Viktoria Marinova αποφάσισε να δώσει πλήρη
διαφάνεια σε μια περίπτωση διαφθοράς υψηλού προφίλ, κάτι που τα υπόλοιπα ΜΜΕ της
χώρας αποσιώπησαν.
Είτε ο θάνατός της ήταν τυχαίος, είτε αποτέλεσμα
«συμβολαίου θανάτου», η ΕΕ και οι ΗΠΑ θα έπρεπε να εστιάσουν στη Βουλγαρία.
Το καθεστώς της Σόφιας μπορεί να φαίνεται ότι
υπακούει στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες, αλλά τα όποια δημοκρατικά επιτεύγματα
έγιναν στη δεκαετία του 1990 έχουν σήμερα διαβρωθεί από ολιγάρχες πρώην
κομμουνιστές μυστικούς πράκτορες, και νονούς του οργανωμένου εγκλήματος, που
στηρίζονται από ξένες δυνάμεις εχθρικές προς τη Δύση.
Επειδή ήδη υπάρχουν τεράστια προβλήματα στη Μέση
Ανατολή, στην Ευρασία, και στα δυτικά Βαλκάνια, οποιαδήποτε σοβαρή κρίση συμβεί
στο μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ Βουλγαρία, θα σημάνει μια τεράστια καταστροφή για
ολόκληρη τη Δύση.
Απόδοση S.A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου