6.1.13

Τι θα γίνει με την εγκληματικότητα;


Ξάνθη. Μια γυναίκα μόνη επιστρέφει σπίτι της μετά από διασκέδαση στις 4.30 το πρωί.
Βιάστηκε, κάηκε, δολοφονήθηκε.
Ήταν το πρώτο «ωμό γεγονός»; Όχι.
Πρέπει να αντιμετωπιστεί η εγκληματικότητα ώστε να σταματήσει να πληρώνει βαρύ φόρο αίματος απ’ αυτήν ο Ελληνικός Λαός;
Σαφέστατα ναι.


Είναι θέμα της Πολιτείας;
Και πάλι ναι.
Πρωτίστως όμως είναι θέμα της ίδιας της κοινωνίας.
Εάν αυτή δεν ευαισθητοποιηθεί για την ίδια την ασφάλειά της, τότε μην περιμένουμε ότι η «παθολογικά ψυχρόαιμη και βραδυκίνητη Ελληνική Πολιτεία» θα νοιώσει την «απαραίτητη δριμεία κοινωνική υποκίνηση» ώστε να αντιμετωπίσει καίρια το πρόβλημα της εγκληματικότητας.

Η Ελληνική κοινωνία όμως αρνείται να συνειδητοποιήσει τους κινδύνους και την ανάγκη προσαρμογής της σ’ αυτή την «νέα τραγική κατάσταση». Αρνείται να μπει στη λογική του ότι πρέπει να λαμβάνει πλέον πολύ περισσότερα μέτρα ασφαλείας απ’ ότι κάποτε. Προτιμά να παριστάνει ότι δεν υπάρχει «κρισίμως ενταθέν πρόβλημα Ασφάλειας». 
Γιατί άραγε;
Μήπως για να μην χαλάσει την «ψυχολογία» της;
Μα εδώ μιλάμε για την ίδια τη ζωή, τη διαφύλαξη της σωματικής ακεραιότητας. Την δική σου, των παιδιών σου, της οικογένειάς σου, της κοινωνίας σου.
Κι όμως…
«Αυτό ακριβώς συμβαίνει»!
Ένα απλό προληπτικό μέτρο ασφαλείας στην παραπάνω περίπτωση θα ήταν να συνοδευτεί το θύμα κατά την επιστροφή της στο σπίτι της εκείνη την προχωρημένη ώρα.
Φευ…το βλέπουμε όλοι να συμβαίνει διαρκώς γύρω μας. Λες και δεν υπάρχει «αίσθηση κινδύνου».
Μια οποιαδήποτε απλή συζήτηση με την συντριπτική πλειοψηφία των Πολιτών, είτε για νέο μιλάμε είτε για μεγαλύτερης ηλικίας, αυτό ακριβώς θα καταδείξει:
«Αρνούμαι να μπω σ’ αυτή τη λογική της διαρκούς επιφυλακής και μέτρων πρόληψης γιατί θα τρελαθώ στο τέλος. Θέλω να ζω ξένοιαστα. Πιο χαλαρά. Και σιγά τώρα μην συμβεί σε μένα».

Αυτό ακούς με όποιον/α κι αν μιλήσεις από τους «πολλούς». Άλλωστε – σου λέει – δες και το «έτερο άτυχο θύμα»:
η 50άρα στην Πάτρα, συνοδεύονταν από το σύζυγό της και ήταν μέσα στην «ασφάλεια του αυτοκινήτου» τους. Παρ’ όλα αυτά τους την έπεσαν ένοπλοι Αλβανοί, βίασαν τη γυναίκα μπροστά στον άντρα της κι έφυγαν παίρνοντας και το αυτοκίνητο. Για να μην πούμε ότι ακόμη και σε ένοπλους αστυνομικούς την έπεσαν (κάποιοι άλλοι κάποτε) και τους σκότωσαν.
Για να συμπληρώσει:
«Στο κάτω κάτω είναι δουλειά της Πολιτείας να με φυλά».

Σωστά.
Να όμως, που στην περίπτωση που η Πολιτεία «δεν κάνει αποτελεσματικά» (για οποιοδήποτε λόγο και αιτία) αυτό που οφείλει (να προστατέψει τον Πολίτη), το «αντίτιμο» είναι πολύ ακριβό για τον ίδιο τον Πολίτη.
Για την ακρίβεια, το «κόστος» είναι η ίδια του η ζωή.
Και στην τελική, επειδή μπορεί να σου την πέσουν ακόμη κι αν συνοδεύεσαι, ακόμη κι αν είσαι «προετοιμασμένη/νος για αυτοάμυνα», αυτό αποτελεί λόγο «αυτοεγκατάλειψης στη μοίρα» σου; Αποτελεί λόγο να μην πάρεις κανένα μέτρο ασφαλείας (σαν άτομο και σαν κοινωνική ομάδα); Να τους το κάνεις δηλαδή, ακόμη πιο εύκολο; (Μην ξεχνάς τον πιο βασικό κανόνα της ασφάλειάς σου: όσο πιο “εύκολο” τους το κάνεις, τόσο πιο πολύ έλκεις πάνω σου το έγκλημα).
Μήπως «αυτό ακριβώς διαισθάνονται και διαπιστώνουν» τα (εισαγόμενα ως επί το πλείστον) εγκληματικά στοιχεία στην «συμπεριφορά του λαού» μας γι’ αυτό και αποθρασύνονται όλο και περισσότερο;
 
Από που αλήθεια πηγάζει κι από που συντηρείται αυτή η «προκλητική χαλαρότητα» του Έλληνα Πολίτη ως προς την ασφάλειά του, ακόμη και την ίδια την «σωματική του ακεραιότητα»; 
Διαβάζουμε στην Αυγή της 03/01/13: 
«….Όταν συνέβη ο βιασμός της νεαρής κοπέλας στην Πάρο,  η «απόφαση» της κοινωνίας ήταν εύκολη: «θάνατος στον Πακιστανό».Τώρα τι θα πει η κοινωνία, άραγε; Εδώ πρόκειται για υπόθεση μεταξύ Ελλήνων. Υπάρχει βέβαια και μια περίπτωση να ακούσουμε ότι το θύμα δεν ήταν και πολύ προσεκτικό…»
Το διασκεδάσανε πολύ φαίνεται εκεί στα οχυρά της Αριστεράς με το τραγικό περιστατικό της Ξάνθης… 
Μια κοινωνία χτίζει στο διάβα του χρόνου τις δομές που θα αντεπεξέλθουν στις δικές της ανάγκες και «πολιτιστικές ιδιαιτερότητες». Κι αυτό παίρνει πολύ χρόνο. Δεκαετίες. Το ίδιο ισχύει και στο έγκλημα. Η αντιμετώπισή του ακολουθεί την εξέλιξή του. Αν και το έγκλημα συνηθίζει ιστορικά να βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά από τις Αρχές σε «εξέλιξη», όταν μιλάμε για «ένα βήμα», τότε τα πράγματα είναι ελεγχόμενα. Το πρόβλημα αρχίζει όταν αυτό εκτοξεύεται σε ύψη δυσθεώρητα και δη με ρυθμούς ασύλληπτους. Που βεβαίως είναι εξαιρετικά δύσκολο να ακολουθηθούν από το ίδιο το Σύστημα αντιμετώπισής του στον ίδιο ρυθμό και ταχύτητα ανταπόκρισης.
Η κοινωνία μπορεί πχ να «απορροφήσει» έναν «Δράκο» κάθε χ χρόνια. Έναν «δικό της Δράκο», ένα «καρκίνωμα» που γεννάει αυτή η ίδια η δική της μήτρα. Είναι «ελεγχόμενη» κατάσταση. Απολύτως ελεγχόμενη. Κι αναμενόμενη από τους Μηχανισμούς Αυτοάμυνας και Αυτοελέγχου  Κοινωνίας και Πολιτείας.
Αδυνατεί όμως – κι αυτό είναι φυσιολογικό – να αντιμετωπίσει 1000 (εισαγόμενους) δράκους το μήνα (υπό την ευρεία έννοια της «ωμής και ακραίας εγκληματικότητας» γενικώς).
Όταν αντιμετωπίζει αυτή η κοινωνία μια πραγματική λαθρομεταναστευτική εισβολή εκατομμυρίων «εποίκων» (και όχι μεταναστών) που μάλιστα προέρχονται μέσα από γεωγραφικές ζώνες πνιγμένες στο αίμα και την εγκληματικότητα, εκ των οποίων μέγα τμήμα είναι εγκληματικά στοιχεία (οιονεί – λόγω εξαθλίωσης – ή κι εν τοις πράγμασι), τότε αδυνατεί να προσαρμόσει τους μηχανισμούς της εξίσου ταχύτατα.
 


Επώδυνη πλην απτή πραγματικότητα.
Όπως αναμενόμενο είναι βεβαίως και το κοινωνικό αίτημα για αντιμετώπιση της εγκληματικότητας παντί μέσω και τρόπω.
Όσο η κοινωνία έχει να αντιμετωπίσει αυτό το ένα ΔΙΚΟ της «καρκίνωμα», έχει την «πολυτέλεια» να το αντιμετωπίζει με «προοδευτικό σκεπτικό». Πχ βάλτον φυλακή, δώστου την ευκαιρία να «σωφρονιστεί», παρακολούθησέ τον και πιθανόν μετά από κάμποσα χρόνια να είναι πια ικανός να ξαναβγεί στην κοινωνία (όχι όλοι κι οπωσδήποτε όχι κτήνη σαν το παραπάνω). Και ναι, υπάρχουν τέτοια περιστατικά (Ελλήνων εγκληματιών του παρελθόντος) εν εξελίξει αυτή τη στιγμή που μιλάμε.
Όταν όμως έχει ξαφνικά να αντιμετωπίσει μυριάδες (εισαγόμενους) «ωμούς Εγκληματίες», που ακολουθούν δικά τους πρωτόγονα συστήματα αξιών όπου η ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια δεν έχει καμία απολύτως αξία, τότε το εγχώριο Δικαιακό σύστημα της κοινωνίας, υποχρεούται/αναγκάζεται να προσαρμοστεί (σε σκληρότητα και μέτρα) που ανταποκρίνονται στο ΔΙΚΟ τους «Σκληρό κι Απάνθρωπο Σύστημα Αξιών». Κι αυτό ενώ από τη μια μεριά είναι «μονόδρομος ασφαλείας», από την άλλη γεννάει τον κίνδυνο πολιτιστικής οπισθοδρόμησης της Ελληνικής κοινωνίας. Επ’ ουδενί όμως, αυτή η «σωρηδόν ακραία εγκληματικότητα» δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί με τους «πολιτιστικούς όρους (σωφρονισμού)» που θ’ αντιμετωπίζονταν το «ένα ακραίο περιστατικό» (των Ελλήνων μελών της Ελληνικής κοινωνίας εάν δεν υπήρχε η «πίεση του όγκου των εισαγόμενων περιστατικών»).
Θα μπορούσε επίσης να πει κανείς,
«δεν μας έφτανε η δική μας εγκληματικότητα (που ο έλεγχός της ήταν στα πλαίσια των δυνατοτήτων Κοινωνίας και Πολιτείας) μας φορτώθηκε και η εισαγόμενη, υπέρογκη γαρ (τα ποσοστά συμμετοχής τους στις Ελληνικές φυλακές (άνω του 60%) είναι άκρως ενδεικτικά)». 
Πάμε όμως στο δεύτερο επιχείρημα της Αυγής/Αριστεράς: 
«…Υπάρχει βέβαια και μια περίπτωση να ακούσουμε ότι το θύμα δεν ήταν και πολύ προσεκτικό…». 
Κι όμως. Όσο κι αν η Αριστερά αντιμετωπίζει ένα τόσο σοβαρό ζήτημα με τόσο ανεύθυνη και επικίνδυνη στάση, «έτσι είναι».
Από την στιγμή που η κοινωνία έχει γίνει κέντρουποδοχής μυριάδων «σκληρών εισβολέων» και γνωρίζεις ότι ανά πάσα στιγμή θα αντιμετωπίσεις πιθανότατα έναν σοβαρό κίνδυνο (εφόσον με τον «όγκο» τους και την «βαρεία εκτεταμένη εγκληματικότητά ΤΟΥΣ, σου «μεταλλάσσουν την κοινωνία σε κάτι άλλο,   συντείνοντας, επίσης, καίρια στην αύξηση ΚΑΙ των δικών σου καρκινωμάτων»), τότε οφείλεις απέναντι στον εαυτό σου και στους ανθρώπους σου να λάβεις (προληπτικά) έκτακτα μέτρα ασφαλείας.
Επιπροσθέτως, οφείλεις να απαιτείς από την Πολιτεία έκτακτα μέτρα ασφαλείας των Πολιτών της. Και βεβαίως, εάν η Πολιτεία δεν κάνει την δουλειά της ως προς την ασφάλεια των Πολιτών, τότε οι Πολίτες υποχρεούνται απέναντι στον εαυτό τους, την οικογένειά τους και τους συμπολίτες τους να λάβουν πέραν των προληπτικών ακόμη και «αμυντικά/ενεργητικά μέτρα ασφαλείας» τους. Με ότι κι αν σημαίνει αυτό. Και όσο κι αν «σοκάρονται» μερικοί μερικοί. «Ένθεν κι ένθεν»… 
Η παραπάνω οπτική (της Αριστεράς) δυστυχώς είναι εξαπλωμένη στην ελληνική κοινωνία. Η Αριστερά επιτάσσει το ότι: 
 «δεν υπάρχει κίνδυνος. Δεν υπάρχει εκτεταμένη εγκληματικότητα. Δεν χρειάζεται να είστε σε εγρήγορση. Δεν χρειάζονται έκτακτα μέτρα ασφαλείας. Ούτε από τους Πολίτες σε ιδιωτική ή συλλογική βάση, ούτε και από την Πολιτεία.  Όσοι τα λένε αυτά είναι φασίστες». 
Δυστυχώς, όμως, από κοντά στην Αριστερά έρχεται και η ίδια η Πολιτεία. Μότο της: 
«Δεν υπάρχει εκτεταμένη εγκληματικότητα. Δεν υπάρχει κίνδυνος. Δεν έχει βάση ο φόβος των Πολιτών. Δημιουργείστε μια ψευδαίσθηση ασφάλειας μέσα από την απόκρυψη ώστε να μην συντηρείται αυτός ο (δικαιολογημένος πλην επικίνδυνος) φόβος των Πολιτών». 
Κι από κοντά, ακολουθώντας την παραπάνω «λογική», έρχεται και το έγκλημα από πλευράς της ίδιας της Πολιτείας. Αντί για ένταση των Μέτρων Ασφαλείας, μείωσή τους. Πχ δραστική μείωση των Δυνάμεων Ασφαλείας (μην ξεχνάμε ότι για δύο χρόνια δεν θα παραχθούν νέοι Αξιωματικοί – και όχι μόνον).
Άλλωστε, το λέει και η επιστήμη, έτσι κύριοι των Αρχών της Πολιτείας; 
Ιδού οι «Φιλοσοφικές Αρχές περί αντιμετώπισης του Εγκλήματος» στις οποίες «ομνύει» Πολιτεία και Αριστερά. (Το απόσπασμα είναι ένα ελάχιστο τμήμα από «σχετική εγκληματολογική έρευνα» με θέμα το «Έγκλημα και τον Φόβο του Εγκλήματος» και είναι «καθώς φαίνεται» – δυστυχώς – η «κυρίαρχη άποψη») : 
«….Ο φόβος του εγκλήματος θεωρείτο μία από τις συνέπειες του εγκλήματος, στην οποία η εγκληματολογική έρευνα του 19ου αιώνα δεν έδωσε μεγάλη προσοχή, κάτι που άλλαξε ελάχιστα στις αρχές του 20ου αιώνα (το ίδιο). 
Το 1967, η Επιτροπή για την Επιβολή του Νόμου και Απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης (President Commission on Law Enforcement and Administration of Justice), παρουσίασε μια σύντομη αλλά ξεκάθαρη παρατήρηση:
«Η πιο επιβλαβής συνέπεια του βίαιου εγκλήματος είναι ο φόβος, και αυτός ο φόβος δεν μπορεί να υποτιμηθεί» (Ζαραφωνίτου, 2002, Ζαραφωνίτου, 2004). Αυτή η δήλωση άλλαξε την πορεία της εγκληματολογικής σκέψης με τρόπο που επηρέασε σημαντικά την επιστημονική έρευνα στα χρόνια που ακολούθησαν. Τη δεκαετία του 1960, πολλοί ερευνητές ανακάλυψαν ότι το πρόβλημα του εγκλήματος επισκιαζόταν από το πρόβλημα του φόβου του εγκλήματος (Ζαραφωνίτου, 2002). Οι πολίτες εκλάμβαναν το έγκλημα ως πιο συχνό φαινόμενο απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα, και συνεπώς βίωναν αισθήματα φόβου, που ήταν σαφώς δυσανάλογα από τον πραγματικό κίνδυνο (Heath, 1984). Έκτοτε, το θέμα του φόβου του εγκλήματος είναι ένα από τα σημαντικότερα και πιο διαδεδομένα ερευνητικά ζητήματα. 
Καθώς η έρευνα επί του θέματος βαδίζει στην πέμπτη δεκαετία της, είναι αξιοπρόσεκτη η επίμονη εμφάνιση των παρακάτω αντιφάσεων (Ζαραφωνίτου, 2006): πρώτον, οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν ότι κινδυνεύουν, ενώ είναι λιγότερο πιθανό να πέσουν θύμα κάποιου εγκλήματος, συγκριτικά με κάποιες άλλες ομάδες, και, δεύτερον, η θυματοποίηση και οι επίσημες στατιστικές εγκλήματος, δε σχετίζονται, παρά ελάχιστα με τον ίδιο το φόβο (Jackson, 2009).
Συμπέρασμα:
 Αφού «το λέει» λοιπόν και η «επιστήμη» (πως η κοινωνία αδίκως φοβάται «υπέρ το δέον») είναι τρελός όποιος ισχυρίζεται πως ο κίνδυνος της (εισαγόμενης) εκτεταμένης ωμής εγκληματικότητας στην Ελληνική κοινωνία έχει ξεφύγει από κάθε όριο και πως απαιτούνται «έκτακτα μέτρα ασφαλείας» τόσο από μέρους της Πολιτείας όσο και από μέρους των Πολιτών (προληπτικά αλλά και αμυντικά/ενεργητικά, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο)….σωστά;
Περαστικά μας….
Ες αύριον τα χειρότερα….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου