Χαράματα. Το κρύο αλλά και πιο πολύ η αναθεματισμένη υγρασία
τρυπούσαν τα κόκαλα τους. Ένιωθαν το πόνο να τους σκάβει το μεδούλι.
Μάταια προσπαθούσαν
να ζεσταθούν ζαρώνοντας, τυλιγμένοι βαθιά μέσα στα υπερσύγχρονα Αμερικανικά
sleeping bags τους. Τίποτα….
Το υγρό κρύο επέμενε να τους βασανίζει τα κορμιά.
Ήταν η πέμπτη νύχτα της άσκησης. Όπως τους το είχαν
υποσχεθεί και οι παλιοί, πέντε μέρες και πέντε νύχτες καθαρής και ανόθευτης κόλασης.
Το πολικό ψύχος που επικρατούσε στα βουνά ήταν απλώς το
συμπλήρωμα της απέραντης ταλαιπωρίας τους.
Το κερασάκι στη τούρτα της απόγνωσής τους. Η συνεχής
πεζοπορία στα κακοτράχαλα μονοπάτια, οι εικονικές μάχες κάθε λίγο και λιγάκι,
το άθλιο φαγητό βγαλμένο μέσα από αρχαίες σκουριασμένες κονσέρβες, και τέλος η
αχόρταγη νύστα, τους είχαν γονατίσει από μέρες τώρα.
Συνέχιζαν από κεκτημένη ταχύτητα και μόνο. Οι όποιες
αισθήσεις τους είχαν νεκρωθεί προ πολλού.
Οι αγριοφωνάρες του επιλοχία και των μαντρόσκυλών του των
δεκανέων, ήταν το λιγότερο κακό εκείνη την ώρα. Το κρύο όμως; Αυτό μόνο να μην
υπήρχε, και ας κρατούσε η άσκηση άλλες δέκα μέρες σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους.
Δεν θα ήταν βέβαια άσκηση χειμερινής διαβίωσης. Μια ακόμα
μέρα στα ΛΟΚ θα ήταν. Τίποτα δηλαδή.
Για τους νεαρούς και σκληροτράχηλους κομάντο της 5ης
Μοίρας Ορεινών Καταδρομέων, τίποτα μα τίποτα δεν αποτελούσε εμπόδιο. Ούτε η
κούραση ούτε η πείνα ούτε και οι ατελείωτες βρισιές του υπολοχαγού και του
λοχία. Το διαολεμένο κρύο όμως…
Αφού σηκώθηκαν και μάζεψαν τα υποτυπώδη αντίσκηνά τους,
μαζί με τα λοιπά συμπράγκαλα που μόνο άνεση δεν τους πρόσφεραν, μαζεύτηκαν γύρω
από το πρόχειρο μαγειρείο. Μια ημιθανής φωτιά με ένα καζάνι γεμάτο τσάι. Αυτό
ήταν το «μαγειρείο εκστρατείας». Το τσάι θα τους κρατούσε μέχρι το μεσημέρι.
Τότε που θα είχαν διασχίσει άλλα δέκα χιλιόμετρα μέσα από δύσβατα μονοπάτια που
ούτε τα αγριοκάτσικα της περιοχής δεν μπορούσαν να διαπραγματευτούν.
Το μόνο ενθαρρυντικό στοιχείο ήταν ότι σήμερα όλα θα τελείωναν.
Το σενάριο της άσκησης προέβλεπε μία τελευταία πεζοπορία, λήψη θέσεων μάχης
περιμετρικά ενός χωριού, εικονική κατάληψη του, και επιτέλους τέλος.
Τα ελικόπτερα θα έρχονταν φέρνοντας τον συνταγματάρχη και
τους άλλους επιτελικούς, που θα τους έλεγαν πόσο καλά τα πήγαν και μετά … επιστροφή
στη μονάδα.
Αερομεταφερόμενη επιστροφή με τα ολοκαίνουργια CHINOOK. Κυριλέ
καταστάσεις. Τρεις τέσσερις μέρες
χαλάρωμα με εξόδους στη πόλη, φραπεδάκια
και τηλεόραση. Ο τελικός του κυπέλλου πρωταθλητριών είναι προγραμματισμένος και
για μεθαύριο…
Οι φωνές του επιλοχία ακούστηκαν σαν γάβγισμα. Ήταν
διαταγές και ήταν σαφείς. Έπρεπε να σχηματίσουν φάλαγγα κατ`άνδρα και να
ξεκινήσουν την πεζοπορία ή μάλλον πιο σωστά την ορειβασία. Η κούραση που
διαπερνούσε τα κορμιά τους έδωσε αμέσως τόπο στην τυφλή πειθαρχία που ανέλαβε
τον έλεγχό του μυαλού αλλά και του κορμιού τους.
Σαν καλορυθμισμένα ρομπότ πήραν μηχανικά τις θέσεις τους
και ξεκίνησαν. Φορτωμένοι με τα σπαστά G3 τουφέκια τους,
χειροβομβίδες, μαχαίρια, τσεκούρια, αξίνες, πυξίδες, κιάλια, και ότι άλλο
μπορεί να χρειαστεί ο σύγχρονος μαχητής του «ανορθόδοξου» πολέμου.
«Φόρτο μάχης» το λέγανε. Μερικοί, οι άτυχοι της υπόθεσης,
είχαν να κουβαλήσουν και επιπλέον κιλά. Άλλος τον ασύρματο, και άλλοι τα
πολυβόλα της ομάδας. Οι πιο νέοι απ`όλους, τα «ψάρια», είχαν να μεταφέρουν και τα
κιβώτια με τα πυρομαχικά. Στις πλάτες τους, σαν υποζύγια.
Το θέαμα ήταν θλιβερό. Πουθενά δεν υπήρχε ίχνος του
ρομαντισμού και της γκλαμουριάς που από μικροί έβλεπαν και θαύμαζαν στις
πολεμικές ταινίες. Ταινίες που τους ώθησαν όλους να δηλώσουν καταδρομείς όταν
παρουσιάστηκαν στο στρατό. Εθελοντικά.
Να γίνουν ήρωες. Μη χέσω…
Ο ήλιος είχε αρχίσει να ανεβαίνει δειλά δειλά στον
ορίζοντα, αλλά μάταια. Η μάχη του με το κρύο ήταν άνιση. Έχανε πανηγυρικά.
Στο βάθος του ήδη γκρίζου ουρανού, τεράστια στρωματόμορφα
μαύρα παγωμένα σύννεφα έκαναν την
εμφάνιση τους. Μελανίτες τα έλεγαν και πλησίαζαν απειλητικά. Φάνηκαν να θέλουν να αγκαλιάσουν
το τοπίο. Να το πνίξουν.
Μια πυκνή πάχνη σκέπαζε τους ελάχιστους μίζερους θάμνους
από πουρνάρια, και τα αμέτρητα κοφτερά κοτρόνια που όπως φάνηκε ήταν και τα
μόνα πράγματα που φύτρωναν σε αυτό εδώ το υψόμετρο. Σεληνιακό τοπίο. Κάθε άλλο
παρά βουκολικό.
Οι αρβύλες των περισσοτέρων είχαν ήδη καταξεσκιστεί.
Ευτυχώς τα χιόνια ήταν λιγοστά και ξεραμένα. Λίγος κιτρινισμένος πάγος εδώ και εκεί τους
θύμιζε ότι ήταν σχεδόν Χριστούγεννα. Σε λίγες μέρες από σήμερα, το 2010 θα
άφηνε τη θέση του στο 2011. Λίγο πιο κοντά στο πολυπόθητο απολυτήριο δηλαδή.
Στην ελευθερία!
Όσο περίεργο και αν τους φαινόταν, ο χειμώνας φέτος ήταν
ελαφρύς. Οι παλιοκαραβάνες της Μοίρας είχαν να λένε ότι στη περσινή άσκηση δεν
μπόρεσαν να καλύψουν ούτε πάνω από πέντε χιλιόμετρα συνολικά. Το χιόνι ήταν
παντού. Κυρίαρχο. Τα χωριά απροσπέλαστα.
Περπατούσαν σαν ζόμπι για περισσότερες από πέντε ώρες,
όταν ο υπολοχαγός τους έδωσε διαταγή για δεκάλεπτη ανάπαυση. Πλησίαζαν το χωριό,
τους ενημέρωσε, που σε λίγο θα έπρεπε να «καταλάβουν».
Ξάπλωσαν αμέσως όπου βρήκαν, και μερικοί μάλιστα κοιμήθηκαν
κιόλας πριν καλά καλά ο επιλοχίας προλάβει να βγάλει σκοπιές.
Τα κατάμαυρα σύννεφα που τους ακολουθούσαν επιτέλους τους
πρόλαβαν. Αυτό που ακολούθησε ήταν παράλογο. Μέσα σε δευτερόλεπτα ο δήθεν ήλιος
εξαφανίστηκε και το σύμπαν μαύρισε. Άρχισε να πέφτει δυνατή βροχή μουσκεύοντας τα πάντα. Θυελλώδεις άνεμοι τους
μαστίγωναν και λίγο κόντεψαν να τους παρασύρουν κουτρουβαλώντας τους στο
κοντινό γκρεμό. Χάος απερίγραπτο.
Η απόκοσμη αυτή προσομοίωση βιβλικού κατακλυσμού τελείωσε
όμως τόσο ξαφνικά όσο άρχισε. Ως δια μαγείας τα σύννεφα τράπηκαν σε άτακτη φυγή
δίνοντας τη θέση τους στον ήλιο, που νικηφόρος πια έκανε τη μεγαλειώδη εμφάνιση
του στο γαλάζιο στερέωμα.
Το γκρι που κάλυπτε τα πάντα εξαφανίστηκε. Χαμόγελα
άρχισαν να διαγράφονται στα πρόσωπα των περισσοτέρων καθώς ακόμα και το
θανατηφόρο κρύο υποχώρησε σαν κυνηγημένο και αυτό.
«Ακούει η Μοίρα; Τοξότης 2 εδώ. Μοίρα ο Τοξότης. Ακούει η
Μοίρα;»
Ο ασυρματιστής
προσπαθούσε τα τελευταία δέκα λεπτά να επικοινωνήσει με το αρχηγείο της Μοίρας,
αλλά μάταια. Η μόνη απόκριση στις εκπομπές του ήταν ένας ξερός στατικός
θόρυβος. Παράσιτα. Τίποτα άλλο.
«Δοκίμασε στην εφεδρική συχνότητα» του είπε ο υπολοχαγός.
«Μοίρα ο Τοξότης 2. Λαμβάνεις;», προσπάθησε ξανά ο νεαρός
καταδρομέας. «Ακούει η Μοίρα; Τοξότης 2 προς Μοίρα. Λαμβάνεις;»
Τίποτα… ώσπου ξαφνικά κάτι σαν τεχνητή φωνή ακούστηκε στο
ηχείο.
Με τα δάχτυλα του να στριφογυρίζουν τα κουμπιά του
ασυρμάτου, ο στρατιώτης κατάφερε επιτέλους να σβήσει τα παράσιτα και να συντονιστεί στη φωνή. Φωνή που μιλούσε γερμανικά.
«Πλάκα μας κάνουν;» αναρωτήθηκε ο υπολοχαγός.
«Μοίρα μ`ακούς; Μοίρα λαμβάνεις;»
Η απόκριση ήταν άμεση και ακαταλαβίστικη. Στα γερμανικά…
«Ξέρει κανένας σας γερμανικά ρε κωλόπαιδα;» ρώτησε τους
εξαντλημένους φαντάρους του ο υπολοχαγός. Όσοι ήταν ακόμα ξύπνιοι κούνησαν το
κεφάλι τους αρνητικά.
«Τι στο διάολο…» μονολόγησε ο αξιωματικός. «Τουλάχιστον
να πιάνανε τα κωλοκινητά μας.»
Η γερμανική φωνή ακούστηκε ξανά και ξανά. Έμοιαζε να
επαναλαμβάνει την ίδια φράση. Αλλά τι;
«Δε γαμιέται και η Μοίρα και ο συνταγματάρχης λέω εγώ…»
φώναξε ο υπολοχαγός.
«Σηκωθείτε ψάρακες. Εγέρθητι. Πάμε. Έχουμε κατάληψη σε
λίγο.»
Οι δεκανείς και ο επιλοχίας αμέσως ανέλαβαν να τσιγκλήσουν
τους καταδρομείς οι οποίοι σαν
υπνωτισμένοι σχημάτισαν γραμμή βρίζοντας και ξεκινώντας το τελευταίο μέρος της κοπιαστικής πορείας
τους.
Μόνο που αυτή τη φορά εκτός από το νυσταλέο βάδισμα
υπήρχαν και συνομιλίες μεταξύ τους. Μερικοί είχαν θορυβηθεί τόσο από την
απρόσμενη καταιγίδα, όσο και από την εξίσου αστραπιαία βελτίωση του καιρού. Φοβόντουσαν.
Άλλοι πιο υποψιασμένοι, που έτυχε να ακούσουν τα γερμανικά
στον ασύρματο φαινόντουσαν σαστισμένοι.
Οι εικασίες έπεφταν σύννεφο.
«Μάλλον είναι κοινή η άσκηση με Γερμανούς του ΝΑΤΟ», ήταν
η κυρίαρχη εντύπωση που φάνηκε να κερδίζει τη συναίνεση όλων, μέχρι που ο επιλοχίας
τους αγρίεψε και τους διέταξε να βγάλουν το σκασμό.
«Χωριό εν όψει», ακούστηκε η φωνή του προπορευόμενου
ιχνηλάτη.
Ακολούθησαν οι συνθηματικές διαταγές του υπολοχαγού και
οι καταδρομείς με μεθοδευμένες κινήσεις φρόντισαν να γίνουν ένα με το
περιβάλλον.
Αφού παρακολούθησαν σε πλήρη σιγή το μακρινό χωριουδάκι για ένα περίπου
δεκάλεπτο, και πείστηκαν για την απουσία «εχθρικών δυνάμεων», οι στρατιώτες
ξεκίνησαν να κάνουν αυτό για το οποίο είχαν εκπαιδευτεί και είχαν έρθει στην
άσκηση: Να καταλάβουν το χωριό.
Αμέσως και σαν καλοκουρντισμένο ρολόι οι καταδρομείς
απλώθηκαν παίρνοντας ο καθένας τη θέση μάχης του.
Τα επόμενα σαράντα λεπτά ξοδεύτηκαν έρποντας και
σχηματίζοντας κάτι σαν μια βεντάλια από πράσινα έντομα που περικύκλωσε το χωριό
από ψηλά. Το πλησίασαν στα διακόσια μέτρα.
Και τότε τους είδαν. Πρώτος από όλους ο υπολοχαγός. Σάστισε.
Από τη θέση που βρισκόταν τους έβλεπε καθαρά.
Γύρισε στον ασυρματιστή που ήταν δίπλα του: «Τους βλέπεις
ρε στραβάδι; Τι στο διάολο γίνεται;»
Ξαναέβαλε τα κιάλια στα μάτια του και σταυροκοπήθηκε. Σφύριξε
συνθηματικά προς τη θέση του επιλοχία και έκανε σινιάλο με το κασκόλ του προς
τους άλλους. Ο επιλοχίας έσπευσε να πλησιάσει έρποντας μέσα από τις λάσπες. Το
πρόσωπό του έδειχνε ταραχή.
«Τι γίνεται ρε λοχαγέ; Μήπως γυρίζουν καμιά ταινία;»
«Ανάθεμά με αν ξέρω», απάντησε αυτός.
«Πόσοι σου φαίνονται;»
Ο επιλοχίας ζύγισε για λίγο την πανοραμική εικόνα. «Καμιά
πενηνταριά τους κάνω. Δύναμη λόχου.»
«Σαν καινούργια είναι τα γαμημένα», ψιθύρισε ο υπολοχαγός
δείχνοντας κατά το σημείο όπου βρίσκονταν σταθμευμένα δύο ερπυστριοφόρα παλαιάς
τεχνολογίας, και ένα άρμα μάχης τύπου PANZER.
Φαινόντουσαν καινούργια. Τα διακριτικά τους ήταν καθαρά.
Τόσο ο μαύρος σταυρός των ιπποτών, όσο και η κατακόκκινη σβάστικα, γυάλιζαν
στον ήλιο. Όπως γυάλιζαν και τα χαρακτηριστικά κράνη των Γερμανών στρατιωτών
που ήλεγχαν το ερημωμένο χωριό.
Στρατιώτες με κράνη και στολές που οι καταδρομείς είχαν
δει μόνο σε ταινίες. Πολεμικές ταινίες, με θέμα τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο ασυρματιστής προσπάθησε να επικοινωνήσει και πάλι με το
αρχηγείο της Μοίρας τους. Αποτυχία.
Αυτή τη φορά οι γερμανικές φωνές ήταν πολλές και κάλυπταν
πλέον όλες τις διαθέσιμες συχνότητες.
Οι καταδρομείς, ταμπουρωμένοι στις θέσεις τους ήταν
μπερδεμένοι. Αυτό που έβλεπαν, ο καθένας με τα κιάλια του, ήταν τρομακτικό και πέρα
από αληθοφανές. Ήταν αληθινό.
Σιγά σιγά μάλιστα άρχισαν να προσέχουν διάφορες λεπτομέρειες
όπως ότι ακόμα και στα πλίνθινα κεραμίδια των σπιτιών του χωριού δεν
διακρινόταν ούτε μία κεραία τηλεόρασης. Ούτε ένα αυτοκίνητο ι.χ. στα δρομάκια.
Στο χωριό έξω από το οποίο κατασκήνωσαν μόλις προχθές, οι
δορυφορικές κεραίες ανταγωνίζονταν σε αριθμό τις απλές τηλεοπτικές.
Τα τζιπ και τα ημιφορτηγά ήταν παντού. Εδώ όμως τίποτα.
Ούτε καν καλώδια και στύλοι της ΔΕΗ.
Σκέτη τρέλα.
Και οι Γερμανοί στρατιώτες να πηγαινοέρχονται αγέρωχα.
Και σαν για να συμπληρωθεί το αλλόκοτο αυτό παζλ, πουθενά
δεν φαίνονταν ίχνος από κατοίκους του χωριού. Νέκρα.
Ώσπου ακούστηκαν πυροβολισμοί.
Ένας μαυροντυμένος Γερμανός, μάλλον αξιωματικός, που
στέκονταν στη μέση της υποτυπώδους πλατείας, είχε σηκώσει το περίστροφο του και
πυροβολούσε στον αέρα. Ήταν το σύνθημα.
Τρία τεράστια φορτηγά έκαναν ξαφνικά την εμφάνιση τους
μέσα από τα στενά σοκάκια του χωριού σταθμεύοντας κάτω από το πελώριο πλατάνι
που σκέπαζε με τα κλαδιά του τη μικρή πλατεϊτσα.
Ανοίγοντας τα καναβάτσα τους οι οδηγοί, αυτά άρχισαν να ξεχύνουν
στη κυριολεξία δεκάδες γυναίκες και παιδιά. Βλοσυροί στρατιώτες επιτάχυναν την
βίαιη αυτή αποβίβαση χρησιμοποιώντας τους υποκόπανους των όπλων τους. Μόλις
συναθροίστηκε το σύνολο των γυναικόπαιδων, ένα ερπυστριοφόρο όχημα με ένα
τεράστιο πολυβόλο στον πυργίσκο του πλησίασε το πλήθος.
Οι γυναίκες έπεσαν στο έδαφος ουρλιάζοντας, ενώ τα
παιδάκια έκλαιγαν. Το πολυβόλο στόχευσε την ανθρώπινη μάζα.
Ο υπολοχαγός μάταια έψαχνε να δει κάποιο κινηματογραφικό
συνεργείο να κάνει την εμφάνιση του. Η
λογική του δεν του επέτρεπε να αποδεχθεί αυτό που έβλεπε. Για να είναι αληθινό
θα έπρεπε να ανατραπούν όλα όσα ήξερε και όσα είχε διδαχθεί. Και αυτό του ήταν
αδύνατο.
Ήλπιζε λοιπόν ότι όλα αυτά που έβλεπε ήταν στα πλαίσια
του γυρίσματος κάποιας κινηματογραφικής ταινίας. Τίποτα διαφορετικό δεν θα
μπορούσε να συμβαίνει.
«Ο χρόνος δεν είναι αναστρέψιμος», έλεγε και ξανάλεγε
μέσα του.
Ο επιλοχίας είχε άλλη άποψη. «Είμαστε στο παρελθόν» είπε.
«Δεν βλέπετε γύρω σας; Έχουμε κατοχή. Κάτι έγινε και πήγαμε πίσω. Πρέπει να
τους βοηθήσουμε. Μάλλον η καταιγίδα φταίει».
Η απάντηση του υπολοχαγού ακούστηκε αβέβαιη. «Δεν είμαστε
στο παρελθόν. Αλλά και να είμαστε δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Αν επέμβουμε
αλλάζουν τα πάντα. Κάπου διάβασα ότι αν αλλάξει ακόμα και το ελάχιστο στο
παρελθόν αλλάζουν όλα. Μπορεί να μην γεννηθούμε καν. Άρα δεν επεμβαίνουμε…
επ`ουδενί.»
«Εγώ ξέρω ότι οι Ναζισταράδες θα δολοφονήσουν σε λίγο συμπατριώτες μας και εμείς μπορούμε
να τους εμποδίσουμε. Τα όπλα τους είναι παλαιολιθικά. Σε πέντε λεπτά είναι
τελειωμένοι. Δώσε διαταγή. Ανήκουμε στον Ελληνικό Στρατό και έχουμε πόλεμο.»
«Ο Στρατός στον οποίο ανήκουμε εμείς δεν έχει πόλεμο και
πόσο μάλλον με τους Γερμανούς. Ξεχνάς ότι είμαστε σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ;»
«Ο Ελληνικός Στρατός είναι διαχρονικός. Ακόμα και στις
Θερμοπύλες να βρεθούμε σαν Έλληνες καταδρομείς, θα πολεμήσουμε τους Πέρσες και ας
μην έχουμε πόλεμο με το Ιράν…».
Η απάντηση που ξεκίνησε να ξεστομίσει ο υπολοχαγός
διακόπηκε από τις φωνές του Γερμανού Αξιωματικού. Σε στάση προσοχής και κρατώντας
ένα χαρτί φάνηκε να διαβάζει κάποιο επίσημο
μάλλον ανακοινωθέν.
«Τους διαβάζει την καταδικαστική απόφαση. Θα τους
εκτελέσουν. Δεν το βλέπεις; Δώσε γρήγορα διαταγή. Τα παιδιά είναι έτοιμα. Θα
τους γαμήσουμε…»
«Δεν μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν. Θα σβήσει το
μέλλον και μαζί και εμείς…δεν μπορώ.» Ο υπολοχαγός ήταν αμετάπειστος.
Το κροτάλισμα του γερμανικού πολυβόλου τους ταρακούνησε. Καμιά
δεκαριά γυναικόπαιδα έπεσαν αμέσως αιμόφυρτα. Η κάνη του τεράστιου όπλου
ξερνούσε καπνό και φλόγες.
«Επίθεση. Επίθεση. Δίχτυ αριστερό, και δεξιά στα τέσσερα. Ακροβολιστείτε. Τα πολυβόλα κατά
βούληση».
Οι συνθηματικές διαταγές του υπολοχαγού για επίθεση ήταν
ενστικτώδεις και άμεσες.
Το θέαμα των πεσμένων παιδιών έδιωξε κάθε ενδοιασμό που
τον συγκρατούσε. Ο δεσμός του με τη λογική διερράγη.
Και οι καταδρομείς, σαν σε άσκηση βολής, και χρησιμοποιώντας
τόσο τα αυτόματα τουφέκια, τους όσο και τα παντοδύναμα οπλοπολυβόλα, λιάνισαν
τους ξαφνιασμένους Γερμανούς που έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο.
Τα ερπυστριοφόρα ανατινάχτηκαν σχεδόν αμέσως έχοντας
δεχθεί μερικές χειροβομβίδες, ενώ το τανκ διαλύθηκε στιγμιαία μόλις δέχθηκε τα
πυρά του αντιαρματικού μπαζούκα. Ενός μπαζούκα που είχε σχεδιαστεί να διαπερνά
θωράκιση εικοσαπλάσιου πάχους και αντοχής από αυτή που προστάτευε το PANZER.
Μέσα σε πέντε λεπτά είχαν όλα τελειώσει.
Σχεδόν όλοι οι Γερμανοί στρατιώτες ήταν νεκροί ή
τραυματίες, και κανένας δεν μπόρεσε να ανταποδώσει τα πυρά. Η άνιση ισχύς πυρός
που διέθεταν οι καταδρομείς σε συνδυασμό με τον απόλυτο αιφνιδιασμό είχαν
κρίνει τα πάντα. Η μάχη ήταν προκαθορισμένη. Ο υπολοχαγός τώρα άρχισε να
φοβάται για τις συνέπειές της.
Πριν προλάβουν να ανασυνταχθούν, ο ουρανός σκοτείνιασε. Μια
καταιγίδα σάρωσε τα πάντα. Η βροχή ήταν
καταιγιστική.
Αυτή τη φορά συνοδεύτηκε και από κεραυνούς. Ο άνεμος
παραλίγο να τους σηκώσει στον αέρα. Δεν φαινόταν τίποτα…
Και ξαφνικά χαρά Θεού. Όπως και πριν.
Χρειάστηκαν κάμποσα λεπτά μέχρι να συνέλθουν τρίβοντας τα
μάτια τους.
Η βροχή και ο αέρας σχεδόν τους είχαν τυφλώσει. Κοίταξαν
κατά τη μεριά του χωριού. Δεν υπήρχε τίποτα. Κάτι χαλάσματα μόνο.
«Θέλω αναφορά. Άμεσα.» Διέταξε ο Υπολοχαγός.
«Ένας… δυο …τρεις…τέσσερις…» ακούστηκαν να μετρούν οι
καταδρομείς με τη σειρά. Ήταν όλοι τους παρόντες. Σώοι.
«Μάγκες δεν ξέρω τι στο καλό έγινε αλλά σας παραδέχομαι. Ήσαστε
ήρωες. Θα σας προτείνω για τιμητικές δεκαήμερες. Είστε παλικάρια. Τους
ξεσκίσαμε τους Γερμαναράδες. Παπαδόπουλε πιάσε τη μοίρα στη συχνότητα να δούμε
τι γίνεται. Μάλλον επανήλθαμε στα κανονικά μας αν κρίνω και από τα φαινόμενα»,
γέλασε δείχνοντας το μουντό τοπίο.
«Μοίρα ο Τοξότης 2. Ακούει η Μοίρα; Εδώ Τοξότης.»
Η απάντηση ήταν άμεση και καθαρή. Ολοκάθαρη.
Κανένα
παράσιτο.
«Whoever that is, get the fuck off the frequency
immediately. You are reminded that under the U.S. occupation act of 1952, the
use of Greek has been forbidden. I repeat the use of Greek is forbidden. We
have your coordinates. Remain in your position. A helicopter will soon be there».
Οι έλικες του τεράστιου ελικοπτέρου έσκιζαν τον αέρα. Η
εμφάνιση του ήταν μεγαλοπρεπέστατη.
Αιωρήθηκε από πάνω τους επιτρέποντάς τους να διακρίνουν
την αμερικανική σημαία σε χιαστί διάταξη με την γερμανική σβάστικα!
Μια φωνή ακούστηκε από το μεγάφωνο που βρισκόταν στο δεξί
του μέρος.
«Lay down your arms. You are under arrest by the joint
Nazi American task force. You will be treated fairly even
though you are criminal terrorists. Do not resist arrest».
Αυτή τη φορά κατάλαβαν. Αγγλικά γνωρίζανε όλοι τους.
Κατέβασαν τα όπλα.
Οι πιο κουρασμένοι αποκοιμήθηκαν, ενώ το ελικόπτερο στριφογύριζε από πάνω τους.
Μάριος Αντύπας
Όχι ρε Μάριε... τα ΛΟΚ δεν παραδίτονται ποτέ... ΠΟΤΕ! Κατά τα άλλα σαν εραστής του φανταστικού και της ιστορτίας, συγχαρητήρια πολύ καλή προσπάθεια.
ΑπάντησηΔιαγραφή