Το κείμενο
που ακολουθεί βασίζεται, στα κεντρικά σημεία του, στην παρέμβασή μου στην
ημερίδα του ΙΣΤΑΜΕ με θέμα «Η Ελλάδα απέναντι στο νεοναζισμό και στην
ρατσιστική, κοινωνική και πολιτική βία», στις 21 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ιστορικός του μέλλοντος που θα αποφασίσει να ασχοληθεί
με το φαινόμενο της πολιτικής βίας στην Ελλάδα της κρίσης, με τη δυνατότητα της
ψύχραιμης ματιάς του ερευνητή σε χρονική απόσταση από τα γεγονότα, σίγουρα θα
εκπλαγεί από την έκταση, την ένταση και την κοινωνική αποδοχή του φαινομένου
της πολιτικής βίας.
Πράγματι, σε καμία από τις χώρες σε κρίση (Πορτογαλία,
Ιρλανδία, Ιταλία, Ισπανία, Κύπρος) δεν παρατηρήθηκαν φαινόμενα πολιτικής βίας
όπως αυτά στην Ελλάδα: Η πρωτεύουσα της χώρας, η Αθήνα, παραδομένη στις φλόγες,
στο πλιάτσικο και τη λεηλασία τον Δεκέμβριο του 2008· εκατοντάδες εμπρηστικές
επιθέσεις σε τράπεζες, γραφεία κομμάτων, σπίτια και γραφεία πολιτικών,
υπουργεία, ξένες πρεσβείες, δημόσιες υπηρεσίες· δολοφονίες αθώων, όπως στη
Μαρφίν· ρατσιστικές δολοφονίες μεταναστών· ένοπλες ληστείες τραπεζών, ακόμα και
με θύματα αθώους· βόμβες στο Μετρό που από τύχη δεν εκρήγνυνται· φαιοκόκκινα
τάγματα εφόδου που προπηλακίζουν και λυντσάρουν διαφωνούντες· ένοπλες επιθέσεις
σε αστυνομικά τμήματα· εκατοντάδες επιθέσεις και προπηλακισμοί εναντίον
πολιτικών, που γλιτώνουν το λιντσάρισμα χάρη στην έγκαιρη επέμβαση της
αστυνομίας· επιθέσεις παραστρατιωτικών ένοπλων ομάδων που πυρπολούν τον
εξοπλισμό σε μια επένδυση με την οποία διαφωνούν· συνδικαλιστές που εισβάλλουν
σε υπουργεία· φοιτητές που καθυβρίζουν καθηγητές με τους οποίους διαφωνούν,
τους κρατούν ομήρους, κτίζουν τις πόρτες των γραφείων τους· κατοίκους περιοχών
(Κερατέα) και περιφερόμενους συμπαραστάτες που εφορμούν με μολότοφ εναντίον
αστυνομικού τμήματος και που καίνε το σπίτι αστυνομικού στο οποίο κοιμούνται η
σύζυγος και τα παιδιά του.
Με ψύχραιμο τρόπο, ο ιστορικός του μέλλοντος θα διαγνώσει
ότι η πολιτική βία πηγάζει και από την άκρα δεξιά και από την άκρα αριστερά.
Θα κάνει την ποσοτική αποτίμηση και θα διαπιστώσει ότι
αριθμητικά, τα περιστατικά που πηγάζουν από την άκρα αριστερά είναι πολλαπλάσια
εκείνων που εκπορεύονται από την άκρα δεξιά.
Άλλωστε, η πολιτική βία της άκρας αριστεράς κλιμακώθηκε
και εντάθηκε από τον Δεκέμβριο του 2008 και μετά, ενώ της άκρας δεξιάς μετά τις
εκλογές του Ιουνίου του 2012. Θα αναρωτηθεί, γιατί πολιτικά κόμματα και
διανοούμενοι μιλούσαν για διάκριση ανάμεσα σε καλή και κακή βία, με αναφορές σε
νεφελώδεις «διαφορετικούς αξιακούς κώδικες», λες και έχει σημασία εάν το
οπλισμένο χέρι που πυροβολεί ή πετάει μολότοφ ανήκει σε εξτρεμιστή της δεξιάς ή
της αριστεράς.
Εκείνο που θα προσπαθήσει να εξηγήσει ο ιστορικός του
μέλλοντος είναι από πού πηγάζει όλη αυτή η βία.
Θα λάβει υπόψη του τα αποτελέσματα αλλεπάλληλων
δημοσκοπήσεων που δείχνουν ότι περίπου ένας στους δύο Έλληνες, ενέκριναν και
επιδοκίμαζαν τη χρήση πολιτικής βίας, δημιουργώντας ένα προστατευτικό κέλυφος
για τους πρωτεργάτες της πολιτικής βίας.
Θα προσπαθήσει να καταλάβει γιατί αυτή η χώρα,
παραφράζοντας τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, παρήγαγε περισσότερη βία από όση μπορούσε
να καταναλώσει. Θα αναρωτηθεί πώς είναι δυνατό σε ηλεκτρονική δημοσκόπηση (με
όλες τις επιφυλάξεις για την επιστημονικότητα της μεθόδου) της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ για την τρομοκρατική επίθεση
στις Σκουριές της Χαλκιδικής, 20% να την επικροτούν και 12% να την
αντιμετωπίζουν με αδιαφορία ή με άρνηση απάντησης.
Προκείμενου να βοηθήσουμε αυτόν τον, άγνωστο σε εμάς,
ιστορικό του μέλλοντος, θα προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε μερικές σκέψεις, που
ενδεχομένως να τον διευκολύνουν, έστω και ως υποθέσεις εργασίας.
Αρχικά, θα πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα κριτικοί απέναντι
στο ευρύτατα διαδεδομένο στερεότυπο που υποστηρίζουν πολλοί διαμορφωτές της
κοινής γνώμης και πολιτικοί, ότι η πολιτική βία είναι αποτέλεσμα της
οικονομικής κρίσης. Εάν αυτό ήταν αληθές, παρόμοια φαινόμενα θα έπρεπε να
παρατηρούνται και στις άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου που είναι σε κρίση.
Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει.
Κατά συνέπεια, ο απλοϊκός οικονομισμός δεν μπορεί να
χρησιμοποιηθεί ως αναλυτικό εργαλείο.
Αποδεικνύεται επίσης ότι τα υποκείμενα της Ιστορίας, οι
άνθρωποι, είναι κάτι πολύ περισσότερο από «το σύνολο των οικονομικών τους
σχέσεων», όπως κάποιες σχολές σκέψης υποστήριζαν.
Η εξήγηση του φαινομένου της πολιτικής βίας στην Ελλάδα
της κρίσης, πρέπει να αναζητηθεί σε αυτό που η παραδοσιακή μαρξιστική ορολογία
αποκαλούσε «εποικοδόμημα», δηλαδή στον κόσμο της πολιτικής, των ιδεών και των
ιδεολογιών.
Διατυπώνω την ακόλουθη υπόθεση εργασίας: Οι ρίζες της
εμφάνισης αλλά και της κοινωνικής υποστήριξης της κουλτούρας της βίας, πρέπει
να αναζητηθούν στο πώς διαμορφώθηκε ο πολιτικός πολιτισμός στην Ελλάδα της
μεταπολίτευσης.
Πρόκειται για έναν πολιτικό πολιτισμό που αντιλαμβανόταν
την πολιτική αντιπαράθεση ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος.
Οι καλοί και οι κακοί.
Οι δυνάμεις του φωτός και οι δυνάμεις του σκότους.
Οι πολιτικοί αντίπαλοι εκλαμβάνονταν ως εχθροί και ως
προδότες.
Ένας ακραίος μανιχαϊσμός σημάδεψε τη χώρα από την πρώτη
στιγμή της μεταπολιτευτικής πολιτικής διαδρομής.
Αρκεί να αναφέρει κανείς δύο χαρακτηριστικές στιγμές αυτής
της διαδρομής. Τον «αυριανισμό», που ήταν η πλέον χυδαία μορφή λαϊκισμού πριν
από 25 χρόνια και την πόλωση ανάμεσα σε «πατριώτες» και «εθνοπροδότες», με
αφορμή την ονομασία του γειτονικού κράτους χωρίς όνομα, στις αρχές της
δεκαετίας του ’90.
Ο πολιτικός διάλογος, η κουλτούρα των συναινέσεων και των
συγκλίσεων, κοινός τόπος στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, απουσίαζαν πλήρως
από τη μεταπολιτευτική Ελλάδα.
Η εμφυλιοπολεμική κληρονομιά και οι εθνικοί διχασμοί του
παρελθόντος, έριχναν καταθλιπτικά τη σκιά του στη νεαρή Τρίτη Ελληνική
Δημοκρατία.
Η πολιτική ρητορεία του λαϊκισμού ήταν το Zeitgeist, το
πνεύμα των καιρών, στις πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Συνένοχος και συμμέτοχος σε αυτή τη ρητορεία του μίσους,
ήταν τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης, που, «μυρίζοντας το αίμα» της υψηλής
τηλεθέασης, ακροαματικότητας και κυκλοφορίας αντιτύπων, υπερθεμάτιζαν στη
λογική της πόλωσης.
Για τον λόγο αυτό, η παρούσα τρικομματική κυβέρνηση
συνεργασίας συνιστά μείζονα αλλαγή παραδείγματος στην πολιτική πρακτική της
μεταπολίτευσης, σηματοδοτώντας και συμβολικά το τέλος της.
Κρίσιμη διευκρίνιση: Οι διαπιστώσεις που προηγήθηκαν, σε
καμία περίπτωση δεν μηδενίζουν το πολύτιμο δημοκρατικό κεκτημένο της Τρίτης
Ελληνικής Δημοκρατίας. Από το 1974 ζούμε τη συγκριτικά ευτυχέστερη περίοδο στην
πολιτική ιστορία της χώρας ως νεωτερικού έθνους-κράτους. Είναι όμως αναγκαίες
και απαραίτητες προκειμένου να μην χαθεί αυτό το κεκτημένο από τις κάνες των
κουκουλοφόρων που απειλούν να το αφανίσουν.
Όσα συνέβησαν στη μεταπολιτευτική περίοδο, δεν προήλθαν
από παρθενογένεση. Έχουν τις ρίζες τους σε παθολογίες που σημάδεψαν το ελληνικό
έθνος-κράτος από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του.
Αξίζει να επισημανθούν τρία σημαντικά φαινόμενα που έχουν
ισχυρή παρουσία και επιρροή στη διαχρονία του ελεύθερου βίου:
1) Η
απουσία κοινωνικού συμβολαίου στη σύγχρονη Ελλάδα. Στα έθνη-κράτη της
νεωτερικότητας, η θεμελιώδης αρχή συγκρότησης των κοινωνιών είναι η μετάβαση,
από τον προ-πολιτικό άνθρωπο, στον κοινωνικά ενταγμένο πολίτη. Η βάση αυτής της
διαδικασίας είναι το περίφημο «κοινωνικό συμβόλαιο» του Τζον Λοκ και του Ζαν
Ζακ Ρουσώ, κορυφαίο επίτευγμα του Διαφωτισμού και του Δυτικού Πολιτισμού. Αυτό
γίνεται μέσω της αυτόβουλης αποδοχής του κοινωνικού συμβολαίου, που συγκροτεί
μια πράξη υπέρτατης δέσμευσης ευθύνης απέναντι στο κοινό καλό και το γενικό συμφέρον. Αυτή η αποδοχή,
συνεπάγεται δικαιώματα, υποχρεώσεις και
κυρώσεις, ρυθμίζοντας επιπρόσθετα και τις σχέσεις αρχόντων-αρχομένων.
2) Η
προνεωτερική συμπεριφορά των ατόμων που ποτέ δεν αναγνώρισαν πλήρως το κράτος
ως εκφραστή της κοινής τους βούλησης. Το κράτος ήταν συγχρόνως ο εχθρός
αλλά και το λάφυρο, για τα άτομα και τις οικογένειές τους. Είναι ιδιαίτερα
εύστοχες και αξιοσημείωτες οι επεξεργασίες και οι παρατηρήσεις που έχει κάνει ο
Στέλιος Ράμφος γι’ αυτό το ζήτημα. Σχηματοποιώντας αναγκαστικά, μπορούμε να
πούμε ότι ο Έλληνας της Μεταπολίτευσης κοινωνικοποιήθηκε με όρους κακομαθημένου παιδιού, που τα θέλει
όλα, εδώ και τώρα, που έχει μόνο
δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις και που φυσικά κάθε κύρωση τού είναι αδιανόητη.
Το γενικό συμφέρον αποσαθρώθηκε ως έννοια κοινά αποδεκτή, και υποκαταστάθηκε
από τον ακραίο ατομισμό και συντεχνιασμό.
3) Ο
τρόπος που διδάσκονται και μαθαίνουν την ιστορία της φαντασιακής τους κοινότητας
οι Έλληνες, είναι εξαιρετικά προβληματικός. Όπως έχει επισημάνει ο Δημήτρης
Ψυχογιός, «Η πολιτική βία διαιωνίζεται στην ελληνική κοινωνία επειδή
αποθεώνεται η πολεμική βία των πραγματικών ή φανταστικών προγόνων μας.
Πρόκειται για την ανάγνωση της Ιστορίας που η Δεξιά ορολογία αναδεικνύει ως
“πολεμική αρετή των Ελλήνων” και η Αριστερά ως “αντιστασιακό ήθος του
ελληνισμού”».
Όλα τα ανωτέρω συγκροτούν ένα φαινόμενο που έχω
αποκαλέσει «ατελή νεωτερικότητα» του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Είναι οι
αναγκαίες αλλά όχι και ικανές συνθήκες για την εμφάνιση και κοινωνική
νομιμοποίηση του φαινομένου της πολιτικής βίας.
Δημιουργούν τον προνομιακό βιότοπο, το εύφορο έδαφος, για
την ανθοφορία της. Εκεί, έρχεται η ώρα της πολιτικής και των πολιτικών.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80
εμφανίζεται σε μεγάλη έκταση και με μαζική κοινωνική υποστήριξη, για πρώτη φορά
σε ευρωπαϊκή χώρα, το φαινόμενο του πολιτικού λαϊκισμού, που μέχρι τότε
εμφιλοχωρούσε κυρίως σε χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Ο λαϊκισμός παραμένει ως μόνιμο και επίμονο
χαρακτηριστικό του πολιτικού γίγνεσθαι της μεταπολίτευσης.
Εκκινεί από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ.
Στη συνέχεια, σφραγίζει όλους ανεξαιρέτως τους πολιτικούς
σχηματισμούς, μικρούς και μεγάλους, σε διαφορετική δοσολογία. Καθίσταται όρος
πολιτικής επιβίωσης.
Στην Ελλάδα της κρίσης, γιγαντώνεται και
μεταλαμπαδεύεται. Από κύριο χαρακτηριστικό των δύο κομμάτων εξουσίας (Νέα
Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ) μεταναστεύει στα λεγόμενα αντισυστημικά/αντιμνημονιακά
κόμματα.
Αυτή η μετάλλαξή του συνοδεύεται από μια κρίσιμη πολιτικά
επιλογή.
Τα αντισυστημικά λαϊκιστικά κόμματα, προκειμένου να
μεγιστοποιήσουν τα οφέλη της λαϊκιστικής ρητορείας, δεν αρκούνται στον
αντικοινοβουλευτικό λόγο. Αντίθετα, υιοθετούν, υποθάλπουν και ενθαρρύνουν την
πολιτική βία.
Πολιτική βία και λαϊκισμός συναντιούνται και
συμπορεύονται σε έναν θανάσιμο, για τη δημοκρατία, εναγκαλισμό.
Με αφετηρία τον Δεκέμβριο του 2008, εμβληματική περιοχή
την Κερατέα και γενέθλιο τόπο την πλατεία Συντάγματος με τις κινητοποιήσεις των
«αγανακτισμένων» το καλοκαίρι του 2011, η πολιτική βία αποκτά σάρκα και οστά ως
βασική παράμετρος του πολιτικού γίγνεσθαι.
Η αποδοχή της από ευρύτατα κοινωνικά στρώματα αποδεικνύει
ότι στον «πόλεμο θέσεων», στη διεκδίκηση της πολιτικής ηγεμονίας, οι δυνάμεις
υπεράσπισης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των θεσμών της ηττήθηκαν κατά
κράτος.
Ο «κοινός νους» του «μέσου ανθρώπου», θεωρεί ότι η
πολιτική βία είναι ενδεχομένως η λύση στα προβλήματα της χώρας.
Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται τα συγκοινωνούντα δοχεία
της πολιτικής βίας που τέμνουν οριζόντια το πολιτικό φάσμα.
Η πολιτική βία, προνόμιο αρχικά των εξτρεμιστών της
αριστεράς, υιοθετείται και υποθάλπεται στοργικά από τη ριζοσπαστική αριστερά
και τους αριστεροδέξιους λαϊκιστές, αποκτά κοινωνική αποδοχή και τροφοδοτεί τη
βία της άκρας δεξιάς, που προϋπήρχε αλλά σε περιορισμένη έκταση.
Εμφωλεύεται στον «κοινό νου», νομιμοποιημένη και
κοινοτυπική, εισχωρεί στους αρμούς της ελληνικής κοινωνίας και δηλητηριάζει
νοοτροπίες και συμπεριφορές.
Ακόμα και όταν η πολιτική βία αποκτά ακραίες μορφές, με
περιστατικά όπως αυτό της ληστείας στο Βελβεντό Κοζάνης, ή της τρομοκρατικής
επίθεσης στις Σκουριές Χαλκιδικής, η πρόταση των λαϊκιστών, αφού έχει προηγηθεί
καταδίκη με μισόλογα, είναι η συνθηκολόγηση με τους ακραίους φορείς της
πολιτικής βίας, η «φινλανδοποίηση» απέναντί τους. Φοβάμαι ότι ζούμε στην Ελλάδα έναν εμφύλιο πόλεμο χαμηλής έντασης.
Εύχομαι και ελπίζω να κάνω λάθος.
Εάν τα όσα προηγήθηκαν είναι ορθά, ο φαύλος κύκλος της
πολιτικής βίας και της κοινωνικής της νομιμοποίησης μπορεί να σπάσει εάν
μαραθεί ο βιότοπος που την τροφοδοτεί και την αναπαράγει.
Είναι κρίσιμη προτεραιότητα για το πολιτικό σύστημα και
τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης να αποφασίσουν, ή να υποχρεωθούν να
αποφασίσουν, ότι ο διχαστικός πολιτικός λόγος και ο λαϊκισμός, ενσταλάζουν
καθημερινά δηλητήριο στο κοινωνικό σώμα και θρέφουν το τέρας της πολιτικής
βίας.
Χρειάζεται όλοι μας να κάνουμε μια γενναία υπέρβαση.
Να πολεμήσουμε τη ρητορική του μίσους που υπονομεύει την
ίδια την υπόσταση της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας.
Πρέπει να κόψουμε την κόκκινη κλωστή που ενώνει τους
λαϊκιστές του φαιοκόκκινου μετώπου που παντού βλέπουν δοσίλογους και προδότες.
Πρέπει να απαλλαγούμε από τα βαρίδια του εύκολου
λαϊκισμού και να προσπαθήσουμε να οικοδομήσουμε έναν διαφορετικό πολιτικό
πολιτισμό.
Πρέπει να αρθρώσουμε έναν διαφορετικό πολιτικό λόγο.
Ουσίας και όχι χαϊδέματος των αυτιών. Πολιτικό και όχι πελατειακό.
Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου μια προσωπική εξομολόγηση.
Προέρχομαι από μια διανοητική και πολιτική παράδοση,
εκείνη της ανανεωτικής αριστεράς, που προσπάθησε πολύ για να απαλλαγεί από τα
βαρίδια του εύκολου λαϊκισμού.
Ίσως γι’ αυτό να μην μπόρεσε ποτέ να αποκτήσει
αξιοσημείωτη εκλογική επιρροή. Πιστεύω όμως ότι οι επεξεργασίες και οι
προβληματισμοί της μπορούν να αποτελέσουν πολύτιμα βοηθήματα στην Ελλάδα της
κρίσης.
Ίσως έτσι τα όνειρα του Λεωνίδα Κύρκου, του Μιχάλη
Παπαγιαννάκη και πολλών άλλων να πάρουν εκδίκηση.
Σε αυτήν την κρίσιμη μάχη εναντίον της αιμομικτικής
σχέσης πολιτικής, βίας και λαϊκισμού, εμπροσθοφυλακή δεν μπορεί παρά να είναι
εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που εκφράζουν την πολιτική παράδοση του
Διαφωτισμού, δηλαδή οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες.
Η μεγάλη υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει στην ελληνική
κοινωνία ο πολιτικός χώρος που είχε την ευγενή καλοσύνη να μας καλέσει στη
σημερινή ημερίδα, είναι η αταλάντευτη αντίθεσή του στο τέρας της πολιτικής
βίας, από όπου και να προέρχεται, καθώς και η συμβολή του στο να πάψει να
τροφοδοτείται η πολιτική βία από τις λαϊκιστικές παθολογίες, οι οποίες,
δυστυχώς, ήταν ορατές στη μέχρι σήμερα πολιτική του διαδρομή.
Πέτρος Παπασαραντόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου