Στις τρεις
δεκαετίες που προηγήθηκαν της οικονομικής κρίσης του 2008, οι εθνικές
οικονομίες παγκοσμιοποιήθηκαν.
Οι τράπεζες, οι επιχειρήσεις, και οι καταναλωτές σε
ολόκληρο τον κόσμο επηρέαζαν άμεσα την
αμερικανική οικονομία.
Τα τελευταία όμως χρόνια, η ποσότητα του χρήματος που
διακινείται μεταξύ κρατών έχει μειωθεί δραστικά.
Σύμφωνα με μια τελευταία μελέτη, αυτό σηματοδοτεί μια
απομάκρυνση από το διεθνές εμπόριο, με τις κατά τόπους αγορές να βασίζονται όλο
και πιο πολύ στην εσωτερική κατανάλωση για την ανάπτυξή τους.
Κάτι δηλαδή που μπορεί να σημαίνει το τέλος της
παγκοσμιοποίησης.
Το McKinsey Global Institute δημοσίευσε
μια μελέτη η οποία υπολογίζει το πόσα χρήματα απομακρύνθηκαν από το παγκόσμιο
χρηματοπιστωτικό σύστημα μετά την οικονομική κρίση του 2008.
Τα στοιχεία είναι συνταρακτικά: Το 2007, $11.8
τρισεκατομμύρια κεφαλαίων σε μορφή επενδύσεων και δανείων είχαν διακινηθεί
παγκοσμίως.
Το ποσό αυτό αντιπροσώπευε το 335% της παγκόσμιας
οικονομικής παραγωγής.
Το 2012 όμως, το αντίστοιχο ποσό δε διακινούμενα κεφαλαία ήταν μόλις $5 τρις.
Ποσό που αναλογεί στο 312% της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής.
Πρόκειται για επίπεδα ανάλογα με αυτά του 2000.
Σύμφωνα με το ινστιτούτο, μέρος του κεφαλαίου που
αποσύρθηκε από το σύστημα αφορούσε σε μια απαραίτητη παγκόσμια διόρθωση.
Παράλληλα όμως προειδοποιεί πως η όποια παγκόσμια
ανάπτυξη θα δυσχερανθεί περαιτέρω αν δεν μπουν χρήματα στο σύστημα.
Δυο είναι τώρα τα πιθανά σενάρια:
Βάσει του πρώτου, τα κράτη θα γίνουν απομονωμένες
νησίδες, συνεχίζοντας να αποσύρονται από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, και
εστιάζοντας αποκλειστικά στην εσωτερική τους ανάπτυξη.
Αυτό το σενάριο θα παρείχε σταθερότητα, εις βάρος της
παγκόσμιας ανάπτυξης.
Οι αμερικανικές τράπεζες θα σταματούσαν να δανείζουν
ξένους δανειολήπτες, και οι επιχειρήσεις με διεθνή παρουσία θα αποσύρονταν
συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους στο εσωτερικό. Έτσι, τα ρίσκα (και τα κέρδη)
που συνοδεύουν τις διεθνείς επενδύσεις θα καταργούνταν.
Σε μια εποχή λιτότητας, όπου οι σχεδιασμοί δυσκολεύουν
λόγω της αβεβαιότητας, η σταθερότητα αποτελεί ιδιαίτερα ελκυστικό παράγοντα.
Ειδικά για τους Αμερικανούς, η σταθερότητα είναι
απαραίτητη, αφού είδαμε πρόσφατα ότι η πολιτική αστάθεια στην Ευρώπη μπορεί
ακόμη να διαλύσει τις χρηματαγορές, παρά το ότι η κρίση της ευρωζώνης έχει
περάσει σε δεύτερη μοίρα.
Παράλληλα, η σταθερότητα θα μείωνε τις ζημιές από μια
ενδεχόμενη επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας.
Στο παρελθόν η αμερικανική οικονομία και οι εργαζόμενοι
σε αυτήν ωφελήθηκαν τα μέγιστα από τις διεθνείς επενδύσεις.
Το 2010, οι ξένες χώρες επένδυσαν $194 δις σε
αμερικανικές επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με τον Λευκό Οίκο, που πιέζει για περισσότερες
διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, το 2011 5.7 εκατομμύρια άνθρωποι (13% του
εργατικού δυναμικού στον παραγωγικό τομέα των ΗΠΑ) εργάζονταν σε επιχειρήσεις
που βασίζονταν σε χρήματα ξένων.
Οι δουλειές αυτές πλήρωναν έναν μέσο ετήσιο μισθό ύψους
$70.000, δηλαδή 30% περισσότερο από τα μέσο αμερικανικό ετήσιο εισόδημα.
Αν είναι να συνεχίσει αυτού του είδους το οικονομικό
μοντέλο, τότε η Αμερική και οι διεθνείς εταίροι της θα πρέπει να ακολουθήσουν
το δεύτερο σενάριο του ινστιτούτου McKinsey, που θέλει τους πολιτικούς (και τα
χρηματοπιστωτικά θεσμικά όργανα) να καθιερώνουν συστήματα επιτήρησης και
ελέγχων προκειμένου να αποτρέπονται κρίσεις όπως αυτής του 2008.
Τέτοιου είδους ρυθμιστικοί έλεγχοι θα επέτρεπαν στο χρήμα
να περνάει τα διάφορα σύνορα με λιγότερα ρίσκα.
Το ενδεχόμενο για ανάπτυξη είναι μεγαλύτερο με βάση το δεύτερο
σενάριο.
Το να καθιερωθεί όμως μια παγκόσμια αρχή επιτήρησης, που
να θεσπίζει, να εφαρμόζει, και να ελέγχει τους χρηματοοικονομικούς κανόνες σε
παγκόσμιο επίπεδο είναι κάτι πολύ δύσκολο να γίνει.
Φανταστείτε μια παγκόσμια αρχή σαν το ΔΝΤ, αλλά με αυξημένες
εξουσίες.
Κάτι σαν την επιτροπή ελέγχου κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ, αλλά
σε διεθνές επίπεδο.
Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι.
Ο ένας δρόμος οδηγεί σε παγκόσμια θεσμική ολοκλήρωση, που
θα δημιουργήσει εθνικές οικονομίες στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους.
Ο άλλος δρόμος οδηγεί σε ένα κόσμο όπου οι εθνικές
οικονομίες θα είναι απομονωμένες, και θα βασίζονται στην ντόπια κατανάλωση για
την ανάπτυξή τους.
Απομένει να δούμε το ποιον από τους δυο δρόμους θα
ακολουθήσουμε.
S.A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου