Κάποιος μας κάνει φάρσα. Αυτό
είναι το συμπέρασμα των ιταλικών εκλογών, έτσι απλά.
Οι Ιταλοί συνηθισμένοι
να ψηφίζουν αυτόν που απεχθάνονται- ή τουλάχιστον να τον αφήνουν να βγει αφού
μέχρι λίγα χρόνια πριν από την κρίση μόνο το 30% κατέβαινε στις κάλπες- λάτρευαν να μισούν τον Μπερλουσκόνι.
Γι αυτό και τον έκαναν πρωθυπουργό για τουλάχιστον 20
χρόνια.
Όταν, όμως, ήρθε η κρίση και τα σκάνδαλα του Καβαλιέρε
δεν είχαν τέλος τα πράγματα σκούρυναν.
H ζωή τους άλλαξε – όπως και των περισσότερων Ευρωπαίων-
χωρίς να το καταλάβουν.
Όροι όπως λιτότητα, spreads,
Οίκοι Αξιολόγησης και ανεργία μπήκαν στο πετσί τους ενώ μέχρι πρότινος ήταν
άγνωστες λέξεις με αποτέλεσμα να ενδώσουν σιωπηλά στην επιλογή του
κονκλάβιου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ποντάροντας στο κύρος και τη φυσιογνωμία του
καθηγητή Μάριο Μόντι.
Και ενώ όλα έδειχναν ότι τον
εμπιστεύονταν για να τους βγάλει τουλάχιστον από το τέλμα της κρίσης, που
βουλιάζει τις ζωές τους σαν κινούμενη άμμος χωρίς οι ίδιοι να καταλαβαίνουν
ποιος στην ευχή φταίει για όλα αυτά – καθολική απορία όλων των πολιτών της
Γηραιάς και γηρασμένης μας Ηπείρου- έδωσαν μια και έχυσαν την καρδάρα με το γάλα.
Αυτή τη φορά η επιλογή του
φαινομένου, κατά γενική ομολογία των πολιτικών
αναλυτών, που ακούει στο όνομα Μπέπε Γκρίλο και είναι πλέον ο απόλυτος ρυθμιστικός παράγοντας
της πολιτικής ζωής της Ιταλίας, δεν
ξεκίνησε από την ίδια αφετηρία επιλογής από την οποία είχε προέλθει ο
Μπερλουσκόνι.
Άλλωστε στην Ιταλία – όπως και στις περισσότερες χώρες
της Ευρώπης- η λειτουργία των κρατικών δομών δεν εξαρτώνται από το πρόσωπο.
Δεν γίνεται, δηλαδή, αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα – να
αλλάζουν οι θεσμοί, οι νόμοι και οι δομές με τον παραμικρό ανασχηματισμό μιας
κυβέρνησης – αλλά συνεχίζουν να κάνουν τη δουλειά τους ακόμα και αν δεν υπάρχει.
Η επιλογή Γκρίλο ήταν άλλη μία εκκεντρική επιλογή των
Ιταλών στο πλαίσιο της αντίληψης « Κάποιος μας κάνει φάρσα».
Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, που ο ίδιος ο
Γκρίλο, από την πρώτη στιγμή της ανάδειξης του κινήματος του ως απόλυτου
ρυθμιστικού παράγοντας της πολιτικής ζωής, θέλει μετά βδελυγμίας να βγάλει από πάνω του το μανδύα του πολιτικού
Μεσσία των Ιταλών, βλέποντας με τρόμο ότι κάποιοι θέλουν να τον αντιμετωπίσουν
σοβαρά και να του δώσουν ευθύνες.
Από εκεί που ήταν ακριβοθώρητος, έχει γίνει λαλίστατος
και, όπου βρεθεί και όπου σταθεί, δηλώνει ότι δεν είναι ηγέτης κανενός
κόμματος.
Μιλάει για κίνημα του διαδικτύου, που δημιουργήθηκε
ερήμην του, χωρίς πρόγραμμα. Διαμηνύει ότι δε θα μπει ο ίδιος στη Βουλή, αλλά
δεν ξέρει και ποιους θα προτείνει, κάνοντας αόριστα λόγο για τη Δημοκρατία του
διαδικτύου.
Συνοψίζοντας, δε θέλει συνεργασία ούτε με Μπερλουσκόνι,
ούτε με Μπερσάνι, αλλά ούτε και εκλογές.
Μην απορείτε. Ο Γκρίλο δεν ήταν παρά μία μονάδα ενός
συστήματος που εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο το τρίπτυχο- δημοσιότητα, ακριβά
γούστα , γυναίκες- ικανοποιώντας το ευρωπαϊκό όνειρο του αυτοδημιούργητου
καλλιτέχνη, ο οποίος κατάλαβε γρήγορα το ταλέντο του να κάνει τον άλλον να
γελάει, καταγγέλλοντας το σαθρό
πολιτικό σύστημα πάνω στο οποίο πάτησε για να γίνει διάσημος κωμικός και
συντήρησε για να αποκομίσει τα οφέλη του…
Το φαινόμενο της ανάδειξης κωμικών ηθοποιών στον πολιτικό
στίβο της Ευρώπης δείχνει τα « Σημεία των Καιρών».
Ο Βρετανός κωμικός ηθοποιός και συγγραφέας Κόλμ Ο Ρίγκαν
γράφει στο BBC για την περίπτωση του ηθοποιού κωμωδίας Τζόν Ο Φάρελ , ο οποίος
κατέβηκε υποψήφιος με το κόμμα των Εργατικών.
« Το Κοινοβούλιο είναι ιδανικό
« σανίδι» για τέτοιες παραστάσεις», γράφει ο Κόλμ Ο Ρίγκαν.
«Το ηχητικό σύστημα είναι εξαιρετικό χωρίς να το διαπερνά
η μουσική του διπλανού νυχτερινού κέντρου και « οι θεατές» είναι σε γενικές
γραμμές νηφάλιοι . Αν χρειαστεί μάλιστα, να καυγαδίσουν δε χρειάζεται να κάνουν
ζημιές».
Και συνεχίζει:
« Υπάρχουν όμως και
μειονεκτήματα. Οι προεκλογικές εκστρατείες είναι συνήθως μία βρώμικη δουλειά. Ο
κωμικός του σήμερα, που γίνεται πολιτικός του αύριο, θα βρει μπροστά του τις
φράσεις που είχε χρησιμοποιήσει για να καταγγείλει το σύστημα να τον κυνηγούν
σαν Ερινύες».
Όπως στην περίπτωση του Φάρελ, όταν κάποιος ξέθαψε μία
φράση που είχε πει όταν ήταν κωμικός , ότι νιώθει απογοητευμένος που ο ΙΡΑ δεν
κατάφερε να σκοτώσει τη Μάργκαρετ Θάτσερ στη βομβιστική επίθεση του 1984.
Το σίγουρο, είναι, πάντως ότι στην Ευρώπη- κατά γενική
ομολογία – υπάρχει πολιτικό κενό, τόσο μεγάλο σαν την μαύρη τρύπα του
διαστήματος.
Η έλλειψη πολιτικής βούλησης
και νέων ιδεών πρακτικά εφαρμόσιμων για να βγούμε από το βούρκο δημιουργεί την
ανάγκη (αν μην τι άλλο) για γέλιο.
Γέλιο νευρικό, αμήχανο.
Μία μορφή αντίδρασης στην παράνοια του παραλόγου που
βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.
Και φυσικά, το φαινόμενο μεταπήδησης των κωμικών ηθοποιών
στην πολιτική αρένα φαίνεται- εκ πρώτης όψεως- πολύ πιο ανώδυνο από την ανάδειξη ακροδεξιών κομμάτων, με βάση τη
ρατσιστική ιδεολογία του «ανώτερου ανθρώπου».
Κάτι που θα μπορούσε να συμβεί και στην Ιταλία με το
παραδοσιακά ιστορικό φασιστικό παρελθόν.
H αλήθεια είναι ότι ο Μπερλουσκόνι κάλυπτε τεχνηέντως «το
αυγό του φιδιού», έχοντας υπό τη σκέπη του την ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά, του
Ουμπέρτο Μπόσι ή τον Τζιανφράνκο Φίνι, με τις νεοφασιστικές καταβολές.
Κατά γενική ομολογία, όμως,
στην Ιταλία της κρίσης δεν αναδείχθηκε αυτόνομα κανένα ομοφοβικό κόμμα, παρά το
γεγονός ότι αν παραμείνει για πολύ καιρό το κενό εξουσίας σε όλη την Ευρώπη δεν
αποκλείεται ούτε και αυτό.
Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, που πρόσφατη δημοσκόπηση
έδειξε ότι ένας στους δύο Ιταλούς συμφωνεί με τις προεκλογικές δηλώσεις
Μπερλουσκόνι ότι ο Μουσολίνι έκανε πράγματα για την Ιταλία, ενώ το μόνο του
λάθος ήταν οι φυλετικοί νόμοι.
Και τελικά πού καταλήγουμε;
Σε μία ευρωπαϊκή Δημοκρατία με
δύο μόνο ψηφοδέλτια: Ή της φάρσας ή της ιλαροτραγωδίας με το φάντασμα του
ναζισμού να κρέμεται σαν τη δαμόκλειο σπάθη, για άλλη μία φορά, πάνω από την
Ευρώπη.
Ιουλία Βελισσαράτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου