Όλοι καταλαβαίνουμε ποιες ιδιότητες προσδίδουμε όταν
αποκαλούμε κάποιον «αετονύχη» ή «γάιδαρο» ή «τα ζώα μου αργά» ή «λαδιάρη» ή
«αρπάχτρα»· η γκάμα είναι ατέλειωτη, αφού στην ανανέωσή της μπορεί να δηλώσει
συμμετοχή οποιοσδήποτε.
Στο ποδόσφαιρο, για παράδειγμα, όπως το συνοψίζει ο
Κωστής Παπαγιώργης («Λάδια ξίδια»), σημασία έχει να κραυγάζεις και να
παραφέρεσαι κι όχι να επιδεικνύεις γλωσσική καλλιέπεια.
Έτσι -στις ηπιότερες φραστικές εκδοχές...- ο αντίπαλος
σκληροτράχηλος αμυντικός γίνεται «τσεκούρι» και «καρμανιόλα», ο έξοχος
τερματοφύλακας «αγριόγατος» ή «κέρβερος», ενώ μια ομάδα που συνεχώς ηττάται και
διασύρεται, λοιδορείται ως «καφενείο».
Κι αν στα παραπάνω διακρίνονται αποτυπώματα λαϊκής
ετυμηγορίας με αποδεικτικό υλικό την εμπειρική παρατήρηση, θύματα μιας
-επιτέλους ας το αναδείξει κάποιος!- γενικευμένης κακοήθειας πέφτουν
συστηματικά εδώ και δεκαετίες οι Ελληνίδες που φέρουν στο κεφάλι ξανθό τρίχωμα,
φυσικό ή «τεχνητό».
Mε προπέτασμα τα πασίγνωστα ανέκδοτα, ο ανδρικός
πληθυσμός, ανεξαρτήτως μορφωτικού ή κοινωνικού «επιπέδου», οργιάζει ανενόχλητος
χωρίς φραγμό εξισώνοντας αδιακρίτως τις ξανθές (άρα εξ αντανακλάσεως και
μανάδες, αδελφές, κόρες, συζύγους κ.ά.) με άτομα είτε μικρού πνευματικού
βεληνεκούς είτε χαζοχαρούμενα.
Ο αντίλογος βεβαίως είναι ισχυρός: «Πλάκα κάνουμε, όλοι
γελάνε», τι μας λες τώρα, να ποινικοποιήσουμε και τα ανέκδοτα;
Άλλωστε, οι ξανθές ούτε ευάλωτη ομάδα αποτελούν, ούτε σε
μειονότητα ανήκουν.
Εγώ, πάντως, ειλικρινά απορώ γιατί δεν έχει αναλάβει τόσα
χρόνια σχετική πρωτοβουλία η Γενική Γραμματεία Ισότητος, ώστε να τεθεί σε
δημόσια διαβούλευση το ζήτημα.
Είναι «ρατσιστικού» περιεχομένου αυτά τα ανέκδοτα, ναι ή
όχι;
Και εάν κάποιες ξανθιές θίγονται ή νιώθουν άβολα, δεν
πρέπει να γίνει κάτι;
Θα μπορούσε, και δεν αστειεύομαι καθόλου, να αποφανθεί
ίσως η Δικαιοσύνη ύστερα από ομαδική προσφυγή.
Και δεν σας φαίνεται ύποπτο ότι αντικείμενα ανεκδοτικής
χλεύης δεν γίνονται οι αναρίθμητοι άνδρες που βάφουν τα μαλλιά τους ως ένδειξη
παρατεταμένης αλκής; Μάλιστα, την πολιτική διάσταση των τριχών ανέδειξε ο
διεισδυτικός, γκριζομάλλης, Νικολά Σαρκοζί, χαρακτηρίζοντας «βαψομαλλιά» τον
νυν πρόεδρο της Γαλλίας, κατακρημνιζόμενο στις δημοσκοπήσεις, Φρανσουά Ολάντ.
Φέρεται ότι τον αποκάλεσε και κοντοστούπη, αλλά μάλλον
αυτό δεν ειπώθηκε, αφού ο τέως πρόεδρος ήταν γνωστός και ως «ο τακουνάκιας».
Η στόχευση Σαρκοζί, ωστόσο, ήταν σαφής, με αποδέκτες τους
απανταχού ασχολούμενους με τα κοινά βαψομαλλιάδες, ειδικότερα τους πομπώδεις.
Σε ελεύθερη μετάφραση, μπορεί να έχει στόφα μεγάλου,
πειστικού ηγέτη ο ανασφαλής που βάφεται με τα χρώματα της νιότης λέγοντας πρώτα
ψέματα στον εαυτό του;
Ή, όπως θα το έλεγε ο ήρωας του Τζ.Ντ. Σάλιντζερ από το
«Ο φύλακας στη σίκαλη»: Χμμμ, αυτός με μια πρώτη ματιά φαίνεται «κάλπης».
Κώστας Λεονταρίδης
Εδώ ΠΑΟΚΤΣΗΣ αποκάλεσε παλιά τον Καρεμπέ του ΟΣΦΠ σαβουρογ@μη!
ΑπάντησηΔιαγραφή