Όλο και συχνότερα η τραυματική εμπειρία από τη Γερμανία
του 1930 ανακαλείται στην επικαιρότητα.
Πολλοί διερωτώνται εάν στη χώρα μας ξαναπαίζεται σήμερα
το σενάριο που παρέδωσε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης στο ναζισμό στις 30
Ιανουαρίου 1933.
Η σύγκριση δεν είναι αυθαίρετη, ωστόσο ο καθείς
επικεντρώνει σε διαφορετικά αίτια, προβλήματα και αποτελέσματα, προκειμένου να
αντλεί «συμπεράσματα» που, όπως φαντάζεται, δικαιώνουν τις εκ προοιμίου θέσεις
του.
Σύγχυση υπάρχει για τον πραγματικό κίνδυνο τόσο για
σήμερα όσο και για το Μεσοπόλεμο.
Την πτώση της Βαϊμάρης κάποιοι την αποδίδουν στην
«ασυδοσία» και «ανευθυνοποίηση των πολιτών», στην «κατάχρηση» δημοκρατικών
δικαιωμάτων, που προσχηματικά επικαλέσθηκε η επ' αόριστον αναστολή τους.
Οι επαναλαμβανόμενες απεργίες, διαδηλώσεις, απείθεια
πολιτών, τροφοδότησαν από την άλλη πλευρά αιτήματα για πειθάρχηση των πολιτών
και τήρηση της τάξης, ακόμη και με μεθόδους αντιδημοκρατικές και ολοκληρωτικές.
Ωστόσο, στην περίπτωση της Βαϊμάρης, το δημοκρατικό
πολίτευμα δεν ανεστάλη απλά, αλλά πετάχθηκε στον κάλαθο των αχρήστων, αφού σε
αυτό ο ναζισμός απέδωσε βασική ευθύνη για τη «σήψη και παρακμή» του πολιτικού
συστήματος κατά την περίοδο 1919-1933.
Κι όμως, παρά την «πολιτική χρεοκοπία» της, η Βαϊμάρη
παραμένει μέχρι σήμερα υπόδειγμα δημοκρατικού πολιτεύματος.
Την άδοξη κατάληξή της δεν την προκάλεσαν η άσκηση των
δημοκρατικών δικαιωμάτων, οι απεργίες και διαδηλώσεις, αλλά οι αντικοινωνικές
επιλογές της ηγεσίας του πολιτικού συστήματος, που δημιούργησαν συνθήκες διχασμού
και εμφυλίου πολέμου μεταξύ των πολιτών.
Βασική επιλογή, που υπονόμευσε την κοινωνική ειρήνη, ήταν
η σταθερή και παρατεινόμενη προτίμηση υπέρ του «αποπληθωρισμού» (deflation),
από όλες ανεξαιρέτως τις κυβερνήσεις, με υποθετικό στόχο την «εξυγίανση» της
οικονομίας, αλλά με πρακτική συνέπεια τη βαθιά ύφεση και εκτεταμένη ανεργία.
Ακόμη και η Αριστερά απέδιδε προτεραιότητα στην
καταπολέμηση του πληθωρισμού, αφού αυτός εθεωρείτο κύρια αιτία διάβρωσης του
εργατικού εισοδήματος.
Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι εάν ο πληθωρισμός διέβρωνε το
εργατικό εισόδημα, ο αποπληθωρισμός, που με αδιαλλαξία εφάρμοζε ο τελευταίος
και μοιραίος καγκελάριος Μπρίνιγκ, όχι μόνον το διέβρωνε, αλλά και, ακόμη
χειρότερα, το εξαφάνιζε ολοσχερώς.
Τα 6 εκατομμύρια των Γερμανών ανέργων στις αρχές του 1933
δεν έχουν προηγούμενο στην ιστορία της χώρας και ξεπερνούν κάθε παρόμοια
επίδοση διεθνώς. Οι κατεδαφιστικές κοινωνικές επιλογές του πολιτικού συστήματος
υπονόμευσαν περισσότερο το δημοκρατικό πολίτευμα, από ό,τι οι διαμαρτυρίες και
η απόγνωση των θυμάτων.
Σήμερα στη χώρα μας, εάν η κοινωνική αξιοπιστία του
πολιτικού συστήματος φθίνει, άραγε αυτό οφείλεται στην απόγνωση των θυμάτων ή
στις αντικοινωνικές και αντιπαραγωγικές κυβερνητικές επιλογές που την
τροφοδοτούν;
Όμως οι σημερινές ελληνικές συνθήκες διαφέρουν από τις
γερμανικές του 1930: ασφαλώς, με την ένταξη στο ευρωπαϊκό κοινό νόμισμα
αποκλείεται η δυνατότητα προσαρμογής μέσω νομισματικών διακυμάνσεων, όμως αφ'
ετέρου επιβάλλονται αντισταθμιστικοί ευρωπαϊκοί μηχανισμοί, που δεν προεβλέποντο
το 1930, για τη σταθεροποίηση της οικονομίας και κοινωνίας.
Ασφαλώς, οι μηχανισμοί αυτοί είναι ακόμη ατελείς, αλλά οι
χώρες-μέλη νομιμοποιούνται να διεκδικούν τη βελτίωσή τους και μάλιστα όχι μόνον
προς ίδιο συμφέρον, αλλά για τη σταθεροποίηση ολόκληρης της Ευρωζώνης.
Η λιτότητα, ύφεση και ανεργία δεν είναι σήμερα
μονόδρομος, αλλά ούτε και για τη Βαϊμάρη ήταν, αφού επέσπευσε την κατάρρευσή
της.
Το έλλειμμα δημοκρατικής αξιοπιστίας δεν νομιμοποιεί την
προσφυγή σε αντιδημοκρατικές λύσεις.
Εάν σήμερα η δημοκρατία δεν λειτουργεί, και αυτό είναι
βέβαιο, λύση δεν είναι η υπέρβασή της προς όφελος αντιδημοκρατικών συστημάτων,
αλλά περισσότερη δημοκρατία, όχι λιγότερη.
Εάν η νομιμότητα δεν τηρείται και καταγράφονται φαινόμενα
σήψης και διαφθοράς, αυτά δεν αντιμετωπίζονται με αυτοδικία και κατάλυση της
δημοκρατίας, αλλά με περισσότερη δημοκρατία, όχι με λιγότερη.
Οσον αφορά στο συγκεκριμένο εφιαλτικό μόρφωμα, που
βρίσκεται στο επίκεντρο των ανησυχιών, ποιος δεν βλέπει ότι, παρά τις φραστικές
διακηρύξεις του κατά του «διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος», στην πράξη δεν
στρέφεται εναντίον του, αλλά κυρίως εναντίον των θυμάτων του;
Εναντίον όσων με δημοκρατικό τρόπο διεκδικούν περισσότερη
δημοκρατία, όχι λιγότερη. Προσελκύει θύματα σε απόγνωση τόσο από το σύστημα όσο
και από τη δημοκρατική αμφισβήτησή του, αλλά δεν προσφέρει καμία προοπτική,
παρά αποκλειστικά και μόνον τη μετωπική σύγκρουση με όσους σήμερα διεκδικούν
περισσότερη και ουσιαστικότερη δημοκρατία.
Σε τελική ανάλυση, το απερίγραπτο μόρφωμα δεν αποτελεί
απειλή για το ισχύον «διεφθαρμένο» σύστημα, αλλά την έσχατη και δυναμική
εφεδρεία του, σε εποχή βαθιάς κρίσης, όταν χάνουν αξιοπιστία και
αποτελεσματικότητα οι μηχανισμοί ελέγχου των πολιτών.
Εάν το σενάριο της Βαϊμάρης ξαναπαίζεται στις μέρες μας,
το διακύβευμα αλλάζει: η κατάλυση της Δημοκρατίας δεν κομίζει ελπίδα, αλλά
μεγαλύτερη απελπισία.
Εάν η ιστορία επαναλαμβάνεται, γιατί τα αυτά σφάλματα να
επαναλαμβάνονται επίσης;
Όταν η Δημοκρατία εξοντώνει τα θύματα των επιλογών της,
αυτό συνιστά ήδη εκτροπή.
Η μέριμνα υπέρ των αδυνάτων, η θεσμική κατοχύρωση του
δικαιώματος στην ετεροδοξία, δεν εξασθενούν τη Δημοκρατία, αλλά τη θωρακίζουν.
Κώστας Βεργόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου