Δημοκρατικό τόξο», «Συνταγματικό τόξο», «Αυτά τα χέρια
είναι καθαρά χέρια», «Καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται», «Success story»,
«Πρωτογενές πλεόνασμα», «Ζήτω η νίκη», «“Ζήτω η νίκη” είναι το Sieg Heil», «Θεωρία
των δύο άκρων», «Ψόφος» – καζάνι το κεφάλι του έρμου Λερμπαλέρ.
Στο vortex της ενημέρωσης.
Όλα ανοιχτά: τηλεόραση, υπολογιστής, ραδιόφωνο – και όχι
με το σταγονόμετρο. Απόψεις.
Πολλές απόψεις.
Σημαντικές απόψεις.
Και ερμηνείες.
Ερμηνείες πολλές.
Ερμηνείες σημαντικές.
Και εικόνες.
Πολλές εικόνες.
Εικόνες που φωτίζουνε απόψεις.
Και απόψεις που φωτίζουνε εικόνες.
Και γνώμες.
Και σχόλια.
Και πληροφορίες. Που φωτίζουν απόψεις κι ερμηνείες.
Πολιτικοί.
Αναλυτές.
Σχολιαστές.
Ομιλούσες κεφαλές.
Με απόψεις κι ερμηνείες.
Γνώμες και πληροφορίες.
Ο Λερμπαλέρ ήταν ωχρός.
«Να δούμε τι λέει κι ο Λαός».
Και, ναι, ο Λαός, διάπυρος κι αυτός, θρηνούσε
σχετλιαστικώς.
Δρούσε και σχολιαστικώς.
Με πλήκτρα και ποντίκια.
Πρίαπος ενώπιον του συμμετέχειν.
Γιατί καυλωτικόν της αληθείας το κατέχειν.
Απόψεις.
Σημαντικές απόψεις.
Ventriloquist dummies.
Λούπες λαϊκής γνώμης.
«In the future everyone will be famous for fifteen minutes».
Momus 1991.
Το μέλλον είναι ήδη εδώ.
Με πλήκτρα και ποντίκια.
Το πλήθος των «famous for fifteen» σχολίαζε
και παρακολουθούσε.
Παρακολουθούσε και σχολίαζε. Μαζικά.
Μανιακά.
Οπωσδήποτε δημοκρατικά.
Εν απολύτω ελευθερία.
«Η απόλυτη ελευθερία είναι η απόλυτη υποδούλωση», Blanchot.
Οι Θανάσηδες κι οι Αντώνηδες, οι Χρήστοι κι οι Μανώληδες
τα ’βλεπαν αλλιώς, όμως. Ίδια, αλλά αλλιώς.
Με το ποντίκι στο ’να χέρι (και τ’ όργανο στο άλλο),
εξαρτημένοι, σχολίαζαν τους πάντες και τα πάντα – εξαντλητικώς.
Το traffic jam της έκφρασης.
Του τίποτα η μέθεξις.
Που δίνει ταυτότητα και υπόσταση.
Που εξωραΐζει ασημαντότητα και αποτυχία.
Που κρύβει την ανυπαρξία.
Οι «famous for fifteen» έβρισκαν το
νόημα των πάντων.
Kαι το πληκτρολογούσαν
κατά πάντων.
«When people are finding meaning in things
– beware»,
Edward
Gorey.
«Θέλω κι εγώ να μάθω αυτό που ξέρω», είπε ο Λερμπαλέρ.
Πεινούσε για ενημέρωση.
Έπρεπε, λοιπόν, να παρακολουθεί, χωρίς σταματημό, τις
εξελίξεις.
Έπρεπε. Έστω κι αν δεν μπορούσε.
«Πρέπει να συνεχίσω, δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω»,
είπε – ως νέος Beckett – ο πεινασμένος Λερμπαλέρ.
Είχε νυχτώσει πια. Σκότος βαθύ.
Είχ’ έρθει η ώρα για να φάει το βραδινό φαί.
Αβγά βραστά, τηγανητά, αλλά και ομελέτα.
Κι αμέσως σαν απόφαγε, στην πολυθρόνα εκάθισε.
Κρύωνε όμως, και στο πρησμένο σώμα του έριξε μια
κουβέρτα.
Οι συσκευές πάντα ανοιχτές.
Με θέσεις αντιπροσωπευτικές.
Απρόσκοπτη η έκφραση.
Ευκοίλια. Ανεμπόδιστη.
Με απόψεις κι ερμηνείες.
Με γνώμες και πληροφορίες.
Γαλάζιο φως, τηλεοπτικό.
Και blaring ηχητικό.
Μέσα στο θάλπος το
βαθύ, σαν να ’χε αποκοιμηθεί.
Με ανοιχτά αυτιά και μάτια.
«Ξιφίλ μαλέρ! Ξιφίλ μαλέρ!», έκραξε ξάφνου ο Λερμπαλέρ.
Βαρύθυμος σηκώθηκε.
Και παρευθύς τεντώθηκε.
Η επαύριον προμηνυόταν το ίδιο συναρπαστική με τη
σήμερον.
Κι έσπευσε να κατακλιθεί κανονικώς.
Για να ξυπνήσει φρέσκος, δυνατός· να ξαναπαρακολουθήσει.
Των μέντια και του Λαού τη στύση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου