Ή αλλιώς:
Ένοχες απολαύσεις reloaded
Πρώτη φορά είδα τον τίτλο «Η μεγάλη των μπάτσων σχολή»
στο σινεμά Ηλύσια, αυτό που αργότερα έγινε φρουτερί (όπου «φρούτα» = τα
τζογαδόρικα φρουτάκια που μερικά χρόνια αργότερα και υπό της πίεση μίας εκ των
πολλών Τριανταφυλλοπουλιάδων – σικ - για να τα απαγορεύσει ο ΕΛ-λην νομοθέτης
ένιωσε ότι έπρεπε να απαγορεύσει τις νέες τεχνολογίες γενικώς κάνοντας την
εξωτική μας χώρα για άλλη μια φορά διεθνώς ρεζίλι) πριν τελικά ξαναμπεί στο
κλαμπ των καθωσπρέπει μαγαζιών ως FENA.
Που με τη σειρά της κατέρρευσε μεγαλοπρεπώς όταν άρχισε η
κρίση, αλλά ας μην ξεφεύγω περισσότερο, άλλο είναι το θέμα μου.
Θυμάμαι λοιπόν εκείνη τη στιγμή (το ‘83 ήταν; Μήπως το
’84;) σα χθες, περνούσα με το αυτοκίνητο του πατέρα μου από τα Ηλύσια που
έλεγα, γωνία Μητροπόλεως, Γούναρη και Παύλου Μελά όταν είδα εκείνη την
επιγραφή.
Την είχα βρει άκρως ευρηματική και αστεία, ήμουν απολύτως
βέβαιος πως την ταινία εκείνη θα άξιζε τον κόπο να τη δει κανείς…
Ήμουν όμως κάτω από 12 χρονών και επειδή πρόσεξα τον
περιορισμό που επίσης έγραφε στο σινεμά, δεν τόλμησα καν να το ζητήσω απ΄τον
μπαμπά μου.
Ίσως και να μη μου έφερνε αντίρρηση τώρα που το
σκέφτομαι, δεν ήταν καθόλου αυστηρός και τυπολάτρης (κάθε άλλο) αλλά και εγώ ήμουν
ένα γενικά υπάκουο και «λογικό» παιδί, γενικά και στις καλές μου μέρες δε
ζητούσα πράγματα που υπήρχε περίπτωση να θεωρηθούν παράλογα.
Και εκείνη ήταν από αυτές τις καλές μου μέρες.
Κανά 2-3 χρόνια μετά, είχα κλείσει τα 12 και στο θερινό
σινεμά της Ολυμπιάδας στη Χαλκιδική (στην περιοχή που είναι γνωστή ως βόρεια
Χαλκιδική, κοντά στα λεγόμενα Μαντεμοχώρια και που σήμερα συλλήβδην αποκαλείται
από τους δημοσιογράφους και πολιτικολογούντες «Σκουριές») μπορούσα πλέον να πάω
να τη δω.
Όχι την αρχική, αλλά το νούμερο 2 που εν τω μεταξύ είχε
κυκλοφορήσει και παιζόταν ως 2ης προβολής στα θερινά σινεμά.
Αυτό ήταν! Έρωτας με την πρώτη ματιά.
Με το πρώτο γέλιο δηλαδή.
Εννοείται ότι φρόντισα συντομότατα να δω το Νο1, μετά
είδα στο φτερό το Νο3 μόλις βγήκε (ίσως το αγαπημένο μου της σειράς) και
αργότερα και το Νο4.
Μετά μπήκαν τα 90’ς, εγώ πλησίασα την ενηλικίωση και
πλέον ήταν αρκούντως uncool να βλέπεις επανειλημμένα «σαχλές» φαρσοκωμωδίες
των ‘80ς, οπότε δεν το συνέχισα με τον ίδιο φανατισμό.
Είχε φύγει από τη σειρά και ο Μαχόνυ (ποιος είναι ο
Μαχόνυ; Τσκ τσκ μα πού ζούμε πια, να πρέπει να εξηγείς τα πασίγνωστα;) και δεν
πολυενδιαφέρθηκα για το 5, το 6 αλλά και το άτυπο 7, το reunion στη Μόσχα
που βγήκε στα τέλη των ‘90ς και ήταν το κύκνειο άσμα του έπους αυτού.
Κι όμως, όποτε η τηλεόραση έπαιζε κάποια από τις 4 πρώτες
ταινίες και τύχαινε να βρίσκομαι σπίτι, πάντα (μα πάντα) καθόμουν να τη δω.
Και τα χρόνια (και οι δεκαετίες) περνούσαν και πάντα
καθόμουν να τις ξαναδώ και να τις ξαναδώ, διότι η ελληνική τηλεόραση δε
σταματούσε να τις παίζει και να τις ξαναπαίζει.
Φαίνεται ότι δεν ήμουν ο μόνος με τη συγκεκριμένη ένοχη
απόλαυση.
Και επειδή όταν έχεις συνενόχους και μάλιστα πολλούς, η
ενοχή μειώνεται αναλόγως, με τα χρόνια σχεδόν έπαψα να τη νιώθω.
Κι ας ξέρω πια πολύ (ως υπερβολικά) καλά ότι το να επιμένεις
να βλέπεις τις ανωτέρω ταινίες ενώ τις έχεις δει ήδα κανά 40αριά φορές την
καθεμία είναι ένας από τους χειρότερους δυνατούς τρόπους να ξοδεύεις το χρόνο
σου.
Είπα «40αριά» φορές και ασυναίσθητα μου ήρθε ότι πλέον
40αρίζω ο ίδιος.
Καιρός να σοβαρευτώ;
Ίσως, αλλά μια και βρίσκομαι πια στο μέσο του προσδόκιμου
ζωής, σίγουρα δεν είναι ώρα για ενοχές.
So, που θα έλεγε
ενδεχομένως
και
ο
αγαθός
γίγαντας
Χάιταουερ
«Ι’
m gonna say it out loud, I love Police
Academy movies
(especially 1 to 4) and I’m proud! (Μετάφραση για τους αγνοούντες τη
νεοελληνική – κατά Διαμαντοπούλου αλλά ποιος ξέρει; ίσως και κατά Ρεπούση – του
μέλλοντος: «Θα το φωνάξω δυνατά, αγαπώ τις ταινίες Η Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή
(ιδίως το 1 ως το 4) και είμαι περήφανος!».
Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα λένε, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι
δεν μπορούμε κιόλας να (επιχειρούμε τουλάχιστον) να αιτιολογούμε τις ορέξεις
μας.
Κλείνω λοιπόν παραθέτοντας επιγραμματικά γιατί δε
σταματάμε ορισμένοι να βλέπουμε ξανά και ξανά τις συγκεκριμένες ταινίες - τολμώ
να χρησιμοποιήσω πληθυντικό εδώ, γιατί νομίζω ότι όλοι οι φαν λίγο πολύ συμφωνούμε με αυτές τις διαπιστώσεις:
α) Επειδή ο Μαχόνι είναι (και φαίνεται) καλό, σκανδαλιάρικο
και καταφερτζίδικο λαϊκό παιδί. Ένα πρότυπο για (σχεδόν) όλους μας.
Και στο τέλος, όχι μόνο πιάνει τους κακούς αλλά κερδίζει
και την ωραία γκόμενα (να σημειωθεί ότι στο 4 αυτή είναι η Σάρον Στόουν,
μπουμπούκι ακόμα στην προ Βασικού Ενστίκτου εποχή – δεν το λες και λίγο).
Κάτι σαν τον Τζέιμς Μποντ αλλά στο πολύ πιο κουλ και
χαβαλέ.
β) Επειδή οι κακοί της υπόθεσης (Χάρις στο 1 και 4,
Μάουζερ στο 2 και 3) είναι αρκούντως μικρόψυχοι και κομπλεξικοί – κάτι αστείο
από μόνο του.
Δεν επιτρέπουν σε κανένα να νιώσει οίκτο για τα
υπερβολικά παθήματά τους ενώ σαν κερασάκι στην τούρτα έχουν αμφότεροι τον ίδιο
πανηλίθιο βοηθό (τον Πρόκτορ – καταπληκτικό όνομα παρεμπιμπτόντως).
Που σα γνήσιος ηλίθιος είναι επιρρεπής στο κακό παρά στο
καλό, μεταξύ μας αυτό αποτελεί ένα ανεκτίμητο μάθημα ζωής για όλους μας,
πράγματι έτσι γίνεται συνήθως.
γ) Επειδή λατρεύουμε τις μιμήσεις του Τζόουνς (και ακόμα
δεν πολυπιστεύουμε ότι τις κάνει – που τις κάνει – στ’ αλήθεια ο ίδιος και ότι
δεν είναι εφέ), τη φωνούλα της Χουκς, τον εξωφερνικό αλλά καλοκάγαθο (πώς
λαίμαι Κασιδιάρης και Λαγός; Καμία σχέση) στρατό@@@βλο Τάκλμπερι, την περίεργη
και σχεδόν αντρουά (παρά τα πλούσια «μπαλκόνια» της) Κάλαχαν (συγγενής του
βρώμικου Χάρρυ σίγουρα) , τον «κακό» που είναι τόσο μούρη που στο τέλος γίνεται
σχεδόν κατά λαϊκή απαίτηση «καλός» Ζεντ και τόσους ακόμα.
Και βέβαια, τον αξιαγάπητο και αφηρημένο σε καταστροφικό
βαθμό Διοικητή Λασάρντ.
δ) Επειδή δεν ντρεπόμαστε να σκάμε στα γέλια με
χονδροειδή αστεία, φάρσες και δε χορταίνουμε να βγάζουμε τη γλώσσα μας στο
πολιτικά ορθό.
Και επειδή η μετονομασία του έργου στα ελληνικά είναι (δε
συνέβαινε συχνά, συνήθως ήταν αρκετά χαζές τέτοιες μετονομασίες) ήταν
αριστούργημα από μόνη της. Το είπα στην αρχή, το όνομα μου έμεινε με τη μία,
πολύ αμφιβάλλω αν θα συνέβαινε με την κατά λέξη μετάφραση «Αστυνομική Ακαδημία».
ε) Πάνω απ’ όλα επειδή μας θυμίζει μια εποχή λατρεμένη
και πάντα για μας αξεπέραστη: Τα ξένοιαστα, ολίγον χαζά αλλά ταυτόχρονα
χαρούμενα (κάτι που λείπει τόσο πολύ σήμερα) ‘80ς και την παιδική και πρώιμη
εφηβική ηλικία μας.
Έναν συνδυασμό που κανείς και τίποτα δεν μπορεί να
υπερκεράσει ούτε να ακυρώσει.
Ο
Παραβάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου