Σαράντα χρόνια στρογγυλά, δεν λέω, είναι κάτι.
Μια ολόκληρη ζωή.
Αλλά δεν έχει σημασία, και δέκα χρόνια μετά, το '83 ας
πούμε, όταν έλεγα σε νεώτερους φίλους μου ότι δεν έπρεπε να μας ζηλεύουν που
"είχαμε ζήσει το Πολυτεχνείο", ότι αυτοί ήταν πολύ πιο τυχεροί γιατί
πρόλαβαν να περάσουν φοιτητικά χρόνια χωρίς χούντα, ότι περνούσαμε άσχημα στην
επταετία, ότι θα ήθελα πολύ να μην έχω ζήσει κανένα Πολυτεχνείο, αλλά να νιώθω
πιο ελεύθερη στην εφηβεία και στη νεανική ηλικία μου, δεν με πίστευαν.
Τη θυμάμαι αυτή τη συζήτηση γιατί με είχε ξαφνιάσει.
Γινόταν με νεαρούς μουσικούς, δέκα χρόνια μικρότερους από
μένα.
Ήμουν τριάντα κι ήταν είκοσι, είχα μείνει κατάπληκτη που
μου έλεγαν ότι ήμουν τυχερή που είχα αντισταθεί στη χούντα!
Ίσως είχαν φανταστεί μια αντιστασιακή ζωή, όχι μια ζωή
φοβισμένη, γεμάτη θυμό που δεν βρίσκει διέξοδο, με πολλή υποταγή και ανοχή
αυθαιρεσιών, πολλή καχυποψία και πνευματική φτώχεια, πολλή μοναξιά και
επιφύλαξη, σαν αυτή που είχαμε ζήσει για εφτά χρόνια. Δεν ξέρω τι είχαν
φανταστεί.
Υπήρχε μια τεράστια παρεξήγηση ήδη.
Φοβάμαι πως αν ξαναπώ τα ίδια πράγματα, τώρα, σαράντα
χρόνια μετά, πάλι στου κουφού την πόρτα θα τα λέω.
Με ξεκουφαίνουν κλαψιάρικα τραγούδια στα μεγάφωνα, πανό
κρεμασμένα στη μάντρα με κάνουν να ντρέπομαι που τα κοιτάζω.
Όλο αυτό το μελό, με τα σιχαμένα κύματα των κλισέ που
κάλυψαν την εξέγερση του '73 ήδη από την πρώτη επέτειο, και δεν του αντιστάθηκε
κανένας, μας σάρωσε γλιτσερό κι ακαταμάχητο.
Άντε να μιλήσεις για τις επιφυλάξεις, και τις
απογοητεύσεις, και τις αμφιβολίες κι όλ' αυτά.
Διάβασα ένα άρθρο του Δημήτρη Φύσσα σήμερα που μιλάει για
πράγματα τα οποία έχω επίσης σκεφτεί και τα οποία, παρόλη τη φλυαρία δεν τα
είπαμε ποτέ, δεν τολμήσαμε.
Ας πούμε, αν δεν είχε γίνει το Πολυτεχνείο, τι θα
συνέβαινε με τη «σταδιακή μετάβαση στη δημοκρατία» που είχε αναγγείλει η χούντα
και είχε αναλάβει ο Μαρκεζίνης;
Τότε πάντως, την 18η Νοεμβρίου του 1973, όταν είχαμε βγει
από το Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης εμείς, και δεν είχαμε πάει ακόμα στο σπίτι
μας, μέναμε σε μιας φίλης κάμποσοι μαζί από τον φόβο μας, μέσα στη σιωπή και
στην κατήφεια, εκείνη τη μέρα και τις επόμενες, σκεφτόμασταν μερικοί και το
κουβεντιάζαμε μεταξύ μας, πόσο λάθος είχαμε κάνει μ' εκείνη την εξέγερση.
Η χούντα είχε σκληρύνει, υπήρχαν νεκροί, είχε κηρυχτεί
ξανά στρατιωτικός νόμος, τι είχαμε καταλάβει;
Είχαμε ελπίσει κάτι βλέποντας στην Αθήνα να γεμίζουν
κόσμο οι δρόμοι, νομίσαμε απλό να πέσει η χούντα έτσι;
Δεν ήμασταν στελέχη, δεν ανήκαμε σε οργάνωση, τίποτε δεν
ήμασταν.
Απλοί φοιτητές και φοιτήτριες, χωρίς επαφή με κανέναν,
μόνοι με τις σκέψεις και τα σχέδιά μας.
Ήταν πολύ δύσκολο να βρεις παρέες που να ταιριάζεις.
Δεν υπήρχαν τραπεζάκια πολιτικών οργανώσεων, να διαλέξεις
πού θα πας.
Στα τυφλά, στα κρυφά, αν ήσουν τυχερός μπορεί να
δικτυωνόσουν.
Πολλοί έχουν περιγράψει στιγμές συγκινητικές με φίλους,
οργανωμένοι σε νεολαίες, αλλά την αμηχανία των ανοργάνωτων, που ήταν οι
περισσότεροι, δύσκολα την περιγράφεις.
Στη δική μας μικρή παρέα, που δεν είχε καταφέρει να κάνει
μια αληθινή πολιτική συζήτηση σοβαρή επί τρία χρόνια στο πανεπιστήμιο, αν και
το ήθελε διακαώς, εκείνες τις μαύρες μέρες κλαίγαμε τη μοίρα μας.
Αν και ανοργάνωτοι και απομονωμένοι, νιώθαμε τύψεις
φριχτές που είχαμε γυρίσει το ρολόι πίσω, στις πρώτες σκληρές μέρες της
δικτατορίας.
Τύψεις για λογαριασμό όλων, αφού για λίγες μέρες είχαμε
αποκτήσει συλλογική ταυτότητα, αυτό ίσως μας είχε λείψει περισσότερο, έκαναν
τους μήνες που ακολούθησαν το Πολυτεχνείο να φαινεται εκ του αποτελέσματος
φριχτό λάθος. Ξανάνοιξαν οι φυλακές, ξαναπιάστηκαν άνθρωποι, ξαναμπήκε
λογοκρισία, ξανά, ξανά, πίσω στη δικτατορία, φόβο, στρατοκρατία, φτου κι απ΄την
αρχή.
Όταν έπεσε η χούντα τον Ιούλιο του '74 ήταν τόση η χαρά
που δεν κάτσαμε να το ψειρίσουμε.
Γιατί και πώς.
Τα κάνανε θάλασσα στην Κύπρο οι δικτάτορες, το σκληρό
καρύδι ο Ιωαννίδης ήταν μια χάρτινη τίγρη, έπεσε απλώς από ανικανότητα.
Τι γύρευε στην Κύπρο ακριβώς δεν είπαμε ποτέ. Ούτε καν τι
έκανε ακριβώς εκεί.
Δεν έχει ανοίξει ο φάκελος.
Κι άμα ανοίξει τι θα μάθουμε άραγε;
Θα ειπωθούν τα δύσκολα κι απλά;
Ταυτίζοντας το καθεστώς εκείνο με το απόλυτο κακό, δεν
ψάχναμε λογική στις κινήσεις του, όμως ο Ιωαννίδης, ο Σαμψών, είχαν κάποια
σχέση με τα ελληνικά ιδανικά, δεν ήταν εξωγήινοι.
Εθνικιστές και μιλιταριστές, κάπως θα είχαν φανταστεί να
επιβάλουν στο Κυπριακό τη δική τους λύση. Δικτατορία, ένωση, και ποιος ξέρει τι
ονειρεύονταν για την τουρκική μειονότητα.
Μετά το Πολυτεχνείο, που προφανώς ήταν αποτυχία του
Παπαδόπουλου, τον ανέτρεψε ο Ιωαννίδης.
Πήρε την εξουσία, δοκίμασε να κάνει πραξικόπημα εναντίον
του κράτους εκείνου στην Κύπρο που είχε δυο κοινότητες, τούρκο αντιπρόεδρο,
τουρκική μειονότητα με αναγνωρισμένα δικαιώματα, κλπ κλπ.
Πολύ αβάσταχτα και απαράδεκτα πράγματα όλ' αυτά για
μιλιταριστές εθνικιστές σκληροπυρηνικούς σαν τον Ιωαννίδη. Αποφάσισε να
επιτεθεί στο πολυεθνικό -ας το πούμε- αυτό κράτος, να φτιάξει μια Κύπρο κατ'
εικόνα και ομοίωση του. Αν πετύχαινε, θα ξεχνούσαν όλοι το Πολυτεχνείο, θα έμενε
στην Ιστορία ως ο άνθρωπος που ένωσε την Κύπρο με την Ελλάδα.
Μάλλον δεν ήταν πρακτοριλίκι των αμερικάνων εκείνο το
πραξικόπημα.
Το έκανε για να κερδίσει τις καρδιές των Ελλήνων, που
είχε χάσει στο Πολυτεχνείο. Έχασε τα πάντα αυτός, έχασε πολλά η Κύπρος, κέρδισε
η Ελλάδα τη δημοκρατία, βγήκε εκ των υστέρων η εξίσωση πως το Πολυτεχνείο έριξε
τη χούντα. Εξίσωση των βιαστικών που από τη μανία τους για συντομεύσεις χάνουν
την ουσία.
Ίσως ποτέ δεν θα μιλήσουμε σαν άνθρωποι για όλ' αυτά, δεν
θα ξεπεράσουμε τα κλισέ των ηρωισμών και τα ταμπού των εθνικισμών.
Χαλάει η σούπα και της επανάστασης και της προδομένης
Κύπρου.
Ώρες-ώρες νομίζω ότι τα χρόνια δεν πέρασαν καθόλου, ότι
είμαι πάντα στον προθάλαμο της ζωής, είκοσι χρονών, και προσπαθώ να καταλάβω
τις βασικές έννοιες: τι είναι δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα, ισότητα,
ελευθερία, άσε πια και την αδερφοσύνη.
Άστην αυτήν, μου φτάνουν τα υπόλοιπα για να στέκομαι στον
προθάλαμο.
Έφτασα εξήντα κι ακόμα δεν έχω προχωρήσει, διευκρινίζω τα
βασικά.
Κάποιο λάθος έχετε κάνει σας λέω.
Θα περάσει η ζωή όλη και δεν θα το έχουμε ξεκαθαρίσει
ακόμα.
Άννα Δαμιανίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου