Όταν με ρωτούν για τις εμπειρίες της στρατιωτικής μου
θητείας, δυσκολεύονται οι περισσότεροι, ή και παραξενεύονται, ακούγοντας πως
συγκρίνοντάς τες με εκείνες της φυλακής, λέω πως ήταν χειρότερες.
Αν εξαιρέσουμε όμως την περίοδο από τη σύλληψη έως τη
δίκη (Σεπτέμβρης ’69-Φεβρουάριος ’70), που περιλάμβανε ανακρίσεις και
βασανιστήρια, η περίοδος της τετράχρονης φυλάκισης είχε μια κάποια κανονικότητα
στην οποία προσαρμοζόσουν.
Βάραινε βέβαια η αβεβαιότητα των ισοβίων, αλλά με μια
τέτοια ποινή ο προσωπικός ορίζοντας εξαρτιόταν από τον πολιτικό.
Στη φυλακή υπήρχε μια «τεχνολογία» προσαρμογής και
επιβίωσης που είχαν αναπτύξει οι ομάδες των πολιτικών κρατουμένων πριν από
σένα.
Επομένως η ατομική προσαρμογή διαμεσολαβούνταν από την
ομαδική, από την οργάνωση των κρατουμένων.
Αντίθετα, στον στρατό δεν υπήρχαν μηχανισμοί
διαμεσολάβησης.
Ήσουν μόνος σου απέναντι σε έναν εχθρικό μηχανισμό που σε
ξεχώριζε σαν την τρίχα μες στο γάλα, σε στιγμάτιζε, σε αντιπαρέθετε απέναντι
στους άλλους.
Ο στρατός δεν επέτρεπε, όπως η φυλακή, ενδιάμεσα σώματα
ανάμεσα στο άτομο και την εξουσία που σε όριζε. Βρισκόσουν κυριολεκτικά σε
«κατάσταση εξαίρεσης» από τον νόμο και χωρίς δικαιώματα.
Δυο μήνες μετά την αμνηστία τον Αύγουστο του 1973
κατατάχθηκα στο εκπαιδευτικό κέντρο της Τρίπολης, τον Οκτώβριο του ίδιου
χρόνου.
Ήξεραν ποιος είμαι και με κάλεσαν αμέσως στο Β΄ Γραφείο,
το οποίο αφορούσε την εσωτερική ασφάλεια και την αντικατασκοπία.
Η δική μου στάση ήταν: «Ήμουν ισοβίτης, άρα μάταιη κάθε
προσπάθεια σωφρονισμού. Δεν σας πειράζω, μη με πειράζετε».
Το «ισοβίτης» ενέπνεε ένα κάποιο δέος, και στις φυλακές
οι ισοβίτες θεωρούνταν σεβάσμια πρόσωπα.
Σου έκαναν χώρο να περάσεις δηλαδή.
Στον στρατό αυτά βέβαια δεν περνάνε, δηλώνουν μόνο τη
στάση που θα κρατήσεις. Σημαίνει ότι δεν πας κόντρα, πειθαρχείς, έχεις όμως
κάποια όρια τα οποία τα δηλώνεις εξαρχής.
Ωστόσο και τα όρια αυτά θα παραβιάζονταν γρήγορα.
Αφορμή, τα τραγούδια της χούντας και τα συνθήματα στις
δοκιμές παρελάσεων.
Πώς να τραγουδήσεις για τον Παπαδόπουλο και την 21η Απριλίου
αυτά τα ηλίθια τραγουδάκια;
Πρόσβαλαν και τη νοημοσύνη και την πολιτική σου
αξιοπρέπεια.
Δεν γίνεται να είσαι πρώην ισοβίτης και να τραγουδάς.
Ζήτημα κύρους και αξιοπρέπειας.
Λέγαμε μεταξύ μας, με τους άλλους πρώην φυλακισμένους, ας
ανοιγοκλείνουμε τα χείλια να μη δίνουμε στόχο. Παραμύθια.
Είτε καταλάβαινες το μάταιο του πράγματος και απλώς
σφράγιζες πεισματικά τα χείλη, είτε ερχόταν ο φανατικός λοχίας δίπλα σου και
σου ’λεγε: «Δεν σ’ ακούω ρε, δεν έχεις φωνή; Μας δουλεύεις;».
Σ’ έβγαζε στην αναφορά, και επειδή δεν ήθελες να σε
τυλίξουν ότι κάνεις προπαγάνδα, δεν απαντούσες, απλώς έμενες υπερήφανα
σιωπηλός.
Κάπως έτσι βρέθηκα στο πειθαρχείο.
Στο πειθαρχείο κοιμόσουν πάνω σε σανίδες, με ανοιχτά τα
παραθυράκια της πόρτας, σε μια Τρίπολη που η θερμοκρασία έπεφτε πολύ χαμηλά τον
χειμώνα.
Έτρεμες από το κρύο.
Οι άλλοι κρατούμενοι ήταν κυρίως Ιεχωβάδες, αρνητές της
στράτευσης, που δεν ήθελαν καμιά σχέση μαζί σου.
Με έβαλαν εκεί χωρίς προσδιορισμένη ποινή, απ’ ό,τι
θυμάμαι.
«Όταν αποφασίσεις να τραγουδήσεις, μας λες να σε
βγάλουμε».
Εκείνες τις μέρες συνέβησαν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Οι αξιωματικοί αγρίεψαν.
«Τα κωλόπαιδα τα συντρόφια σας γέμισαν το Πολυτεχνείο
καπότες!… Θα σας γαμήσουμε εμείς τώρα…».
Μια βραδιά έρχεται ο επιλοχίας και μου λέει από το πορτάκι:
«Εκτελέσαμε τον Κανελλόπουλο και τους άλλους μαλάκες πολιτικούς. Αύριο
ετοιμάσου. Θα εκτελέσουμε και σένα».
Τον πιστεύεις ή όχι; Τι γίνεται έξω; Καμιά πληροφόρηση.
Δεν μπορείς να πάρεις καμιά κουβέντα.
Στον στρατώνα ήταν και άλλα παιδιά από τη φυλακή, θυμάμαι
τον Νικόλα τον Βουλέλη. Αλλά πού να τους βρεις;
Το πειθαρχείο δεν επικοινωνούσε με το υπόλοιπο
στρατόπεδο.
Τι να γίνονται οι άλλοι; Καλού κακού ζήτησα ένα-δυο
χαπάκια Βάλιουμ. Ηρεμιστικά. Είχα στον σάκο μου για τις ημικρανίες.
Μου έφεραν το μπουκαλάκι.
Νομίζω ότι ήπια κάτι παραπάνω από δύο.
Όχι όμως τόσα ώστε να με στείλουν.
Όταν την άλλη μέρα ξύπνησα, άκουγα κάτι ασυνάρτητα περί
Γκιζίκη και Ιωαννίδη. Προφανώς την είχα γλιτώσει.
Μου δόθηκε η ευκαιρία να βγω από το πειθαρχείο με την
αιμοδοσία.
Ταλαιπωρημένος όπως ήμουν, λιποθύμησα την ώρα που έδινα
αίμα.
Με πήγαν στο νοσοκομείο των φυλακών.
Εν τω μεταξύ η «σειρά» μου έφυγε. Με κράτησαν ακόμη
μερικές εβδομάδες και μου έδωσαν φύλλο πορείας για το Κιλκίς. Για το 504 Τάγμα
Πεζικού.
Το «504» ήταν λίγο πιο έξω από το Κιλκίς και θεωρούνταν
τάγμα ανεπιθύμητων, δηλαδή «κόκκινοι, μεμέτηδες, χασικλήδες και κίναιδοι, με
λίγα λόγια αποβράσματα», κατά την έκφραση του Δανιηλίδη, του λοχαγού επικεφαλής
του Β΄ Γραφείου, όπου με πήγαν με το που παρουσιάστηκα την πύλη.
Την πρώτη βραδιά στο πειθαρχείο, «μέχρι να δούμε τι θα σε
κάνουμε».
Τη δεύτερη στον θάλαμο, αλλά με την προειδοποίηση στους
θαλαμοφύλακες να προσέχουν γιατί πρόκειται για επικίνδυνο εγκληματία.
Καλά που δεν σηκωνόμουνα τη νύχτα για κατούρημα.
Θα μπορούσα για τα καλά να αισθανθώ καμιά ξιφολόγχη στα
πλευρά, αναλόγως της ψυχραιμίας ή της μαλακίας της νυχτερινής βάρδιας.
Στη συνέχεια με έντυσαν Αλφαμίτη, δηλαδή Αστυνομία
Μονάδος.
Άσπρο κράνος και ζώνη πιστολιού, όπου επειδή βέβαια δεν
μου έδωσαν πιστόλι, έβαζα χαρτομάντιλα και ένα μπλοκάκι όπου είχα γράψει τα
άπειρα ονόματα και τις χρονολογίες της ευρωπαϊκής ιστορίας, πιστεύοντας ότι
κάποτε θα έδινα εξετάσεις με καμιά άδεια, ώστε να πάρω το πτυχίο Ιστορίας από
το Α.Π.Θ.
Καθήκον μου ήταν να είμαι όλη μέρα φρουρός έξω από το
Διοικητήριο για να με επιτηρούν, και επειδή προφανώς αργία μήτηρ πάσης κακίας,
είχα την επιμέλεια του πράσινου.
Κούρευα το γρασίδι με το ψαλίδι που κόβεις χαρτί. Όλη
μέρα.
Πόντο πόντο.
Στο τάγμα δεν ήμουν ο μόνος που είχε βγει από τις
φυλακές.
Ο Γιάννης Καούνης είχε γίνει υποχρεωτικά κουρέας.
Τον θυμάμαι με πληγωμένα τα δάχτυλα από τη δουλειά μες
στο κρύο.
Τον κουβαλούσαν στις παρελάσεις για να γυαλίζει τις
αρβύλες των στρατιωτών μπρος στον κόσμο. Ήταν και άλλοι στο διπλανό τάγμα. Όταν
μια Κυριακή βρεθήκαμε όλοι μαζί στο Κ.Ψ.Μ. και βγάλαμε μια αναμνηστική
φωτογραφία, μας κατηγόρησαν ότι στήσαμε «σοβιέτ» μες στο στρατόπεδο και άρχισαν
πάλι ανακρίσεις και ιστορίες.
Δεν μας άφηναν να βρεθούμε μαζί με τους άλλους στρατιώτες
γιατί φοβούνταν την προπαγάνδα.
Ακόμη και αν συναντούσαμε κανέναν στην αγγαρεία, τον
ρωτούσαν τι του λέγαμε.
Για να κάνω παρέα με τους άλλους στρατιώτες, ξεκοκάλιζα
τις αθλητικές εφημερίδες. Για το ποδόσφαιρο, όπως και για τον καιρό, έχεις
πάντα κάτι ανώδυνο να πεις.
Μας παρακολουθούσαν ακόμη και στις κυριακάτικες εξόδους.
Ερχόταν η γυναίκα μου και νοικιάζαμε ένα δωμάτιο
ξενοδοχείου όπου περνούσαμε όλο το απόγευμα.
Αυτοί νοίκιαζαν το διπλανό, για να υποκλέψουν κουβέντες.
Ήταν όμως τόσο ηλίθια η παρακολούθηση που συνήθως τη
Δευτέρα ρωτούσαν πράγματα που είχαν ειπωθεί την προηγουμένη.
Κατά κάποιον τρόπο και αυτοί και εμείς ξέραμε όλοι για
όλους.
Αυτοί μεν γιατί παρακολουθούσαν, εμείς γιατί μας τα
έλεγαν οι κατάσκοποί τους ή τα παιδιά που δούλευαν στο Διοικητήριο και τα
οποία, επειδή τα θεωρούσαμε καρφιά, σε μια εποχή απονομιμοποίησης της χούντας
και άγνωστου μέλλοντος, μας μετέφεραν πληροφορίες για να ξεκαρφωθούν.
Με αυτά και με εκείνα, με μικρές και μεγάλες κρίσεις,
περνούσε ο καιρός.
Μας είχαν απαγορέψει να μιλάμε μεταξύ μας οι αριστεροί.
Κάναμε έναν στοιχειώδη κώδικα. Φτιάξιμο του καπέλου,
«κάτι συμβαίνει».
Πιάνουμε και αλλάζουμε καβάλο στ’ αρχίδια μας, «δεν
συμβαίνει τίποτε». Κουμπώνομαι-ξεκουμπώνομαι, «θέλω να μιλήσουμε, οπότε
μπορείς, στο συνηθισμένο μέρος».
Πίσω από την «Καλλιόπη» (δηλαδή τις βρομερές τουαλέτες).
Κάπως έτσι.
Η κατάσταση άλλαξε άρδην μετά το πραξικόπημα στην Κύπρο,
τον Ιούλιο του ’74, και την επιστράτευση που ακολούθησε.
Εκείνη τη βραδιά ο στρατός έφυγε από τα στρατόπεδα και
διασκορπίστηκε από τον φόβο ενδεχόμενου βομβαρδισμού (ή επειδή το λένε τα
εγχειρίδια σε ανάλογες περιπτώσεις).
Την άλλη μέρα άρχισε το φόρτωμα του τάγματος για το
μέτωπο.
Ο χουντικός στρατός έδειξε ότι μόνο στρατός δεν ήταν.
Ανετοιμότητα, διάλυση και πανικός παντού.
Οι έφεδροι, αγανακτισμένοι όπως ήρθαν, έδωσαν τη
χαριστική βολή στην πειθαρχία. Κατ’ αρχάς δεν έβρισκαν ρούχα για να ντυθούν και
φορούσαν παράταιρα χειμωνιάτικα και θερινά ή από διάφορες εποχές. Ούτε όπλα και
εξαρτύσεις.
Δεν λογάριαζαν τους αξιωματικούς και τους έβριζαν
ανοικτά.
Το 504 μεταφέρθηκε από το Κιλκίς στη Θεσσαλονίκη, και
αφού έμεινε εκεί δύο μέρες, μία στην παραλία (πραγματικός συνωστισμός στην
παραλία!) και μία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, φορτώθηκε τελικά στα τρένα
για την Αθήνα. Κυκλοφορούσαν σκοτεινές φήμες για εμφύλια σύρραξη, τις οποίες
επέτεινε το γεγονός ότι οι αξιωματικοί είχαν κλειστεί στα βαγόνια τους,
αποφεύγοντας τα πολλά πολλά με τους φαντάρους.
Όταν φτάσαμε στον Πειραιά, μας φόρτωσαν σε ένα επιβατικό
πλοίο για να πάμε στην Κύπρο.
Το προσωπικό ήταν πελιδνό και μας χάριζε ό,τι είχε και
δεν είχε. Ουίσκια, τσιγάρα, σοκολάτες κ.λπ. Μας είπαν να βγάλουμε το πάνω μέρος
της στολής μας ώστε τα τουρκικά αεροπλάνα που θα μας συναντούσαν να νομίζουν
πως είμαστε… τουρίστες! Ταυτόχρονα μας συνόδευαν δύο υποβρύχια!
Κάποια στιγμή, και σε πνεύμα γενικής κατήφειας, βλέπουμε
το καράβι που έπλεε περίπου νότια των Δωδεκανήσων να κάνει στροφή προς
βορειοανατολικά, πλώρη για Χίο ή Λέσβο.
Μεγάλη ανακούφιση, αλλά και κάτι πολύ παραπάνω.
Καθώς ο ήλιος στη δύση του χρύσιζε το Αιγαίο, έφτασε με
το τρανζιστοράκι η μεγάλη είδηση για το τέλος της δικτατορίας.
Ακούγοντας τα νέα από την Αθήνα, και αγναντεύοντας από
την κουπαστή του καραβιού τον πορφυρό ήλιο να βυθίζεται στον ορίζοντα, νομίζω
πως έζησα το καλύτερο ηλιοβασίλεμα της ζωής μου.
Τα επτά χρόνια από το 1967, δύο στην παρανομία, τέσσερα
στη φυλακή, ένα στο στράτευμα, έδυαν κι αυτά, σε μια πανδαισία χρωμάτων και
συναισθημάτων που θα ήταν η μεταπολίτευση.
Η στιγμή όμως έχει τη σημασία της.
Κι εκείνη η στιγμή κενού, ανάμεσα σε ένα καθεστώς που δεν
υπήρχε πλέον και σε ένα άλλο που δεν είχε γεννηθεί ακόμη, έχει να κάνει με μια
άλλη ιστορία που θα πρέπει κάποτε να διερευνήσουμε πιο συστηματικά.
Ποια ήταν η κατάσταση του στρατού στις μονάδες μετά την
επιστράτευση;
Ποια σχέση έχει αυτή η κατάσταση με την άτακτη
εγκατάλειψη της εξουσίας από τους στρατιωτικούς;
Τι συνέβη στις μονάδες, στο πέρασμα από τη μία εξουσία
στην άλλη;
Τι σήμαινε αυτή η μετάβαση τότε, όχι εκ των
υστέρων, στις νοοτροπίες και τις διαθέσεις;
Εκείνο που θυμάμαι πάντως ήταν ότι οι θυμωμένοι
επιστρατευμένοι είχαν κλείσει στο σαλόνι τους αξιωματικούς, που δεν τολμούσαν
άλλωστε να ξεμυτίσουν.
Οι έως τότε στιγματισμένοι γίναμε το επίκεντρο όλων, και
εμείς που έως τότε ονειρευόμασταν θωρηκτά Ποτέμκιν, παρακολουθούσαμε το καράβι
να γλιστρά αθόρυβα στο λιμάνι της Μυτιλήνης και το στράτευμα να σκορπίζεται για
σουβλάκια και μπίρες…
Πάντως η πειθαρχία θα αργούσε να επανέλθει και οι
αξιωματικοί να αναλάβουν πάλι τον ρόλο τους.
Αντώνης Λιάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου