Κάποιοι καλοί μου φίλοι επιμένουν από καιρό: «Ρε συ,
γιατί δεν ανοίγεις έναν-δυο τραπεζικούς λογαριασμούς; Ή καλύτερα έναν
λογαριασμό σε κάθε τράπεζα; Εμείς έτσι κάναμε και πολλαπλασιάσαμε τις
πιθανότητές μας».
«Ποιες πιθανότητές σας, ρε παιδιά; Τις
αγιοβασιλιάτικες;».
«Καλά, είσαι βαθιά νυχτωμένος. Δεν ξέρεις τίποτα για τους
Ζορμπέν των αστών;». «Τους ποιους;».
«Ζορμπέν. Ζορμπέν των αστών».
«Από πού κρατάει η σκούφια τους;». «Από πιλοποιείο... Ρε
άνθρωπε του Θεού, είναι κάτι τύποι, Ελληνες, ξένοι, δεν ξέρουμε, που δίνουν
λεφτά σε ζορισμένους. Οπως ο Ρομπέν των δασών. Αλλά κρατάνε κρυφή την ταυτότητά
τους. Οπως ο Ζορό».
«Ο Ζορό ο Πανίκας;». «Οχι ρε παιδί μου ο Πανίκας. Ο Ζορό
ο αυθεντίκας. Γι’ αυτό και τους λένε Ζορμπέν. Ζορό συν Ρομπέν διά δύο; Ζορμπέν.
Είναι κοντά και στον Ζορμπά. Γκέκε;».
Ο,τι κι αν μου έλεγαν, δεν με έπειθαν. Είχα απορίες.
«Και πώς διαλέγουν τους φτωχούς;».
«Με τους μηχανισμούς τους, μαθαίνουν ποιοι τραπεζικοί
λογαριασμοί άδειασαν σε λίγους μήνες. Υποθέτουν ότι ανήκουν σε ανθρώπους που
βρέθηκαν ξαφνικά πνιγμένοι και διά κληρώσεως ενισχύουν ανώνυμα τους
λογαριασμούς των αναξιοπαθούντων. Είκοσι χιλιάρικα εδώ, πενήντα παραπέρα».
«Και τι; Εχουμε δείγματα;».
«Ε, δεν βγήκαν και στο μπαλκόνι να φωνάξουν οι τυχεροί.
Ξέρουμε πάντως δύο περιπτώσεις. Και μάλιστα με πολλά λεφτά».
Αρχισα να σπάω.
«Θυμάσαι», μου λέει ο πιεστικότερος των συμβούλων μου,
«έναν Μαντέλη; Εναν Τάσο Μαντέλη; Επί ΠΑΣΟΚ;».
«Επί ΠΑΣΟΚ; Γιατί και τώρα επί ΠΑΣΟΚ δεν είναι; Και επί Ν.Δ.,
επί ΠΑΣΟΚ δεν ήταν; Το ΠΑΣΟΚ είναι τρόπος και νοοτροπία, αδερφέ, όχι σκέτο
κόμμα».
«Καλά, άσε μας με τις εμμονές σου. Τον Μαντέλη τον
θυμάσαι τελικά;».
«Ε, κάτι μου λέει τ’ όνομά του. Υπουργός, υφυπουργός,
κάτι τέτοιο».
«Ωραία. Θυμάσαι και τι έλεγε όταν στον τραπεζικό του
λογαριασμό βρέθηκαν 250.000 μάρκα ανεξήγητα;».
«Για βοήθησέ με».
«Οτι τα κατέθεσε υπέρ αυτού στην τράπεζα κάποιος άγνωστος
γαλαντόμος.
Ενας Ζορμπέν δηλαδή».
«Εντάξει. Ολοι έχουν κρυφούς θαυμαστές, γιατί όχι ένας
υπουργός που σφράγισε...».
«Τι σφράγισε ρε; Αφού ούτε που τον θυμόσουν».
«Ναι αλλά εις μάρτυς, ουδείς μάρτυς» είπα εξαντλώντας τα
πυρομαχικά μου.
«Εχουμε κι άλλον. Πιο γνωστόν και πιο μεγάλον. Και με πιο
παχύ ρεγάλον», μου απάντησε με ομοιοκατάληκτο σαρκασμό.
«Ποιον;»
«Τον Γιάννο. Τον Παπαντωνίου. Αυτός δεν ήξερε ότι ο
λογαριασμός του στην Ελβετία είχε αβγατίσει μυστηριωδώς κατά 1.300.000 ευρώ.
Και δεν ρώτησε, όπως κι ο Μαντέλης. Δεν έψαξε. Ηταν λέει υπεραπασχολημένος στο
υπουργείο Οικονομικών. Κι αφού τον άφηνε άυπνο η προστασία των οικονομικών όλων
μας, για τις δικές του τις δεκάρες θα νοιαζόταν; Γι’ αυτό και τον αποζημίωσε ο
Ζορμπέν. Από εκτίμηση».
Πείστηκα.
Και έτρεξα στην πιο κοντινή τράπεζα.
Οχι για ν’ ανοίξω λογαριασμό.
Αλλά για να εμβάσω κατιτίς υπέρ του κυρ-Τάσου και ένα
άλλο κατιτίς υπέρ του κυρ-Γιάννου.
Από εκτίμηση.
Παντελής Μπουκάλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου