Τέτοιες μέρες που η βοή του χρόνου,
εξασθενημένη, αλλά παντός κυρίαρχη εντός μου, με κάνει να επιστρέφω σε ωφέλιμα
φορτία, στην αιώνια πατρίδα της παιδικής ηλικίας, η εικόνα ενός ανθρώπου με
καταδιώκει.
Ο παππούς μου, πατριάρχης του παλιού καιρού,
δημιουργός μιας οικογένειας οκτώ παιδιών και ενός στρατού εγγονών και
δισέγγονων, χρησιμοποιούσε πάντα την προστακτική για να μιλήσει για το κέντρο
της επικράτειας του.
Το Πάσχα θα έρθετε όλοι πρόσταζε και τα μέσα
μαζικής μεταφοράς των ‘70ς, πρωτόγονα στα σημερινά μας μάτια, επιστρατεύονταν
για να μας μεταφέρουν.
Γενηθήτω το θέλημα του, Μεγάλη Παρασκευή άρχιζαν
οι αφίξεις στο χωριό. Χωρίς πολλά, πολλά σε κλίμα σιωπής.
Ούτε ραδιόφωνο δεν άνοιγε στα σπίτια.
Πορεία τον επιτάφιο και ύπνο νωρίς.
Μεγάλο Σάββατο οι ρόλοι ξεκάθαροι, άνδρες στα
δύσκολα, στα σφάγια, γυναίκες τρυφερές στα μετόπισθεν, παιδιά στις αυλές με
αυστηρές οδηγίες.
Μη ματώσουν, μη γδαρθούν, μη τσαλακώσουν την
εικόνα τους πριν τη Λαμπρή. Στους ολάνθιστους κάμπους ένα όργιο ζωής και
ανάτασης, μια προσμονή θαρρείς, για αυτό που ερχόταν, σε μια και μόνη νύχτα.
Νηστεία αυστηρή και νουθεσίες. Τώρα γίνεσαι
άνδρας.
Σε ένα μικρό χωριό χωρίς ηλεκτρικό, χρόνια μετά
τη μεταπολίτευση, ο καταναγκασμός του κρεβατιού από νωρίς, μόλις σουρούπωνε
Μεγάλο Σάββατο, έμοιαζε κάτι ανάμεσα σε τιμωρία και δοκιμασία. Πριν τη λύτρωση.
Δέκα μισή ακριβώς, στολισμένοι όλοι με τα ρούχα
της νονάς και το βλέμμα της προσμονής, περπατούσαμε σημειωτόν για την εκκλησία.
Τον Άγιο Δημήτριο του 16ου αιώνα, με τις ρωγμές
από σεισμούς στα σώματα των Χερουβίμ και τις φθαρμένες Παναγιές στους τοίχους,
να μας θωρούν στην ατέλειωτη νύχτα.
Δεξής ψάλτης ο Παππούς, δεν έπαιρνε στιγμή τα
μάτια του από πάνω μας.
Όλη τη νύχτα. Μην τυχόν κανείς ξεχαστεί και
χαλαρώσει.
Στο πρώτο Χριστός Ανέστη στην αυλή μαζί με τα
φιλιά της αγάπης, αληθινά φιλιά, όχι στον αέρα, μετά τον ασπασμό στην
εικόνα έπεφτε στα κεφάλια μας φουζέρ, κολόνια πράσινη με το κιλό που τη μυρωδιά
της ακόμα την κουβαλάω στα ρουθούνια μου.
Και μετά η επιστροφή στα ενδότερα του ναού και
στα στασίδια, ποιος να τολμήσει να φύγει αν η λειτουργία δεν έφτανε στο τέλος.
Λίγο πριν φέξει, ο παπούς έδινε το σύνθημα για
την επιστροφή στο σπίτι, ενώ οι γυναίκες που είχαν αποχωρήσει λίγο νωρίτερα
ετοίμαζαν τα πάντα.
Και στο ημίφως των κεριών το αναστάσιμο
δείπνο-πρωινό έμοιαζε νάναι συνέχεια μιας τελετουργίας μύησης σε ένα κόσμο
βουτηγμένο στο σεβασμό, το φόβο και την αγάπη.
Στις δώδεκα το μεσημέρι η ίδια ιερή πορεία στον
αυλόγυρο του Άη Δημήτρη για τη λειτουργία της Αγάπης και μετά η έξοδος στην
αυλή του πατρικού για το μεσημεριανό γεύμα, μιας φαμίλιας που αβίαστα
αποδείκνυε πως οι δεσμοί και τα συναισθήματα δεν ήταν καταναγκασμός.
Τριάντα πέντε χρόνια μετά, τέτοιες μέρες η φωνή
του πάππου εντός μου, με επαναφέρει στην τάξη κάθε φορά που η μύτη μου πιάνει
στο δρόμο τη μυρωδιά μιας Πασχαλιάς, κάθε φορά που το αστικό περνά έξω από μια
στολισμένη εκκλησία, που τα παιδιά μου δεν βρίσκουν νόημα στο να καθίσει κάνεις
στην εκκλησία ένα μισάωρο μετά το Χριστός Ανέστη.
Γιώργος Τούλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου