Ηταν ίσως η πιο εκρηκτική τουριστική σεζόν για
την χώρα.
Ο τουρισμός, μία μηχανή που αυτοφορτίζεται
σχεδόν αυτόματα, με μόνη και ελάχιστη προϋπόθεση την έστω και εύθραυστη
πολιτική σταθερότητα.
Μία σταγόνα ελπίδας μέσα στον ωκεανό της εθνικής
αμηχανίας για ανάπτυξη.
Φέτος λοιπόν πρωτόγνωρη και πρώιμη έναρξη από
τον Απρίλιο, ασφυκτική πληρότητα Ιούλιο, Αύγουστο και μέγιστη δυνατή επιμήκυνση
ακόμη και μέχρι Νοέμβριο.
Τα ελληνικά νησιά κουβάλησαν στην πλάτη
τους το μεγαλύτερο φορτίο, σχοινοβατώντας όμως κυριολεκτικά στα όρια των
περιορισμένων φυσικών αντοχών και των ισχνών δημόσιων υποδομών τους.
Η Σαντορίνη, για παράδειγμα, πέρυσι κατέρρευσε
υπό το βάρος του μπλακάουτ της ΔΕΗ και φέτος οι πεζόδρομοι της εμβληματικής
Οίας δεν χωρούσαν τη ταυτόχρονη δίψα τόσων πολλών για
ρομαντικό ηλιοβασίλεμα .
Και σε άλλα νησιά όμως τα αεροδρόμια και λιμάνια
δούλεψαν στο «κόκκινο», ικανοποιώντας μετά βίας και πάντως εις βάρος της
ποιότητας τους επιβάτες.
Το νερό επαρκεί χάριν της συμπληρωματικής
συνεισφοράς των υδροπωλητων, το οδικό δίκτυο χωρίς σήμανση και
πληροφόρηση, ταλαιπωρεί αντί να εξυπηρετεί και τα τροχαία ατυχήματα κινούνται
ανησυχητικά πολύ πάνω από τους λογικούς μέσους όρους.
Με άλλα λόγια οι ελλειμματικές και στάσιμες
δημόσιες εξυπηρετήσεις και υποδομές, εξουδετερώνουν πλήρως τη φυσική
ελκυστικότητα και γοητεία των νησιών, υποβαθμίζουν την προσλαμβάνουσα
εξυπηρέτηση του επισκέπτη, και άρα κινδυνεύουν να αντιστρέψουν αρνητικά τη
μελλοντική διαμόρφωση της τουριστικής ζήτησης.
Κακά τα ψέματα η μόνη βελτίωση του τουριστικού
προϊόντος, τα τελευταία χρόνια, εδράζεται στην ποιοτική αναβάθμιση ξενοδοχείων
και καταλυμάτων καθώς και την θεματική εξέλιξη της εστίασης και της
γαστρονομίας, με πρωτοβουλία του ιδιωτικού τομέα.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΣΕΤΕ ( που
παρεμπιπτόντως κάνει εξαιρετική δουλειά, τελευταία ), η Ελλάδα θα μπορούσε το
2021 να φιγουράρει στους 10 καλύτερους προορισμούς παγκοσμίως προσελκύοντας 24
εκατ. διεθνείς αεροπορικές αφίξεις, 48 δις εκατ. ΑΕΠ και 300,000 νέες θέσεις
εργασίας.
Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός θα πρέπει να
επενδύονται 3,3 δις ευρώ ετησίως στην ανάπτυξη υποδομών, προϊόντων και
υπηρεσιών.
Απαιτείται επομένως μια πολύ στοχευμένη
προσπάθεια επενδύσεων, που μπορεί να προκύψει μόνο ως ένας συνδυασμός των
περιοριορισμένων δημοσίων επενδύσεων απο τα ευρωπαϊκά κονδύλια και την
ενθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων.
Η αλήθεια είναι οτι δρομολογούμε εντός του 2015
την παραχώρηση των περιφερειακών αεροδρομίων, έργο κομβικής σημασίας, αφού τα
αεροδρόμια είναι το πρώτο «μποτλ – νεκ», της χωρητικότητας του τουρισμού.
Υπάρχει μία σημαντική καθυστέρηση και ίσως
δυσκαμψία στα ζητήματα των λιμενικών εγκαταστάσεων, στασιμότητα στην υδροδοτική
και ηλεκτρική αυτονομία των νησιών, και καχεκτική διαχείριση της ανάδειξης του
πολιτιστικού και αρχαιολογικού πλούτου.
Στα θέματα οδικών δικτύων και
κυκλοφοριακών ρυθμίσεων, σχεδόν ένα πλήρες αδιέξοδο, εξαιτίας των ανορθολογικών
αρμοδιοτήτων μεταξύ Περιφερειών και Δήμων και σχετική έλλειψη
χρηματοδοτήσεων.
Από την άλλη βέβαια οι δημόσιες υποδομές έχουν
από τη φύση τους σαφή όρια στα νησιά, υπόκεινται στις δεσμεύσεις του
περιορισμένου φυσικού χώρου και στην ανάγκη προστασίας της διατηρητέας
φυσιογνωμίας και της περιβαλλοντικής αειφορίας.
Επομένως δεν είναι άπειρη η δυνατότητα επέκτασης,
πράγμα που σημαίνει πως το πρόβλημα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί με όρους
ποιότητας και όχι όγκου.
Συμπεραίνει κανείς απ´ όλα αυτά πως η πολιτική
διαχείριση των τουριστικών υποδομών, είναι θέμα εξαιρετικά πολύπλοκο, ειδικά
μέσα απο την καθετοποιημένη οπτική Υπουργείων, Περιφερειών και Δήμων όπως
αντιμετωπίζεται παραδοσιακά. Φαίνεται να απαιτείται μία ad hoc αντιμετώπιση,
ένας υπερκείμενος δηλαδή καθολικός σχεδιασμός, που θα ενοποιήσει και θα συντονίσει
στο όνομα του δόγματος : « υψηλές υποδομές, στην κλίμακα της φυσιογνωμίας, στην
υπηρεσία του ποιοτικού τουρισμού».
Σταύρος
Κωνσταντινίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου