Φτάσαμε λοιπόν στο φθινόπωρο το 2014, ακόμα με
κυβέρνηση Σαμαρά – παρά τις επαναλαμβανόμενες προφητείες του θανάτου της, τη
συνεχή, νοσηρή φιλολογία περί πρόωρων εκλογών που τρέχει εδώ και τουλάχιστον
δύο χρόνια.
Η χώρα βρίσκεται μετέωρη, ακροβατώντας μεταξύ
ύφεσης και ανάπτυξης, μεταξύ μνημονιακών εξαρτήσεων και πρόσβασης στις αγορές,
μεταξύ δημοσιονομικής πειθαρχίας και του δυσβάσταχτου δημόσιου χρέους.
Η ελληνική οικονομία πρέπει να ανεβάσει στροφές
ώστε να αρχίσει να αποκλιμακώνεται η εφιαλτικά υψηλή ανεργία (ακόμα στο 27%,
σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία).
Η ανάκαμψη όμως απειλείται, τόσο από τη Σκύλλα
μιας κυβέρνησης της οποίας η μεταρρυθμιστική δυναμική έχει εμφανώς εξαντληθεί,
και που καταφεύγει πλέον σε χυδαία μέσα επιβολής επί του αντιπάλου (βλέπε ΝΕΡΙΤ
και ομιλία Τσίπρα), όσο και από τη Χάρυβδη μιας αξιωματικής αντιπολίτευσης που
δεν έχει υιοθετήσει βασικές μεταρρυθμίσεις ούτε καν σε ρητορικό επίπεδο.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι διεθνείς
εξελίξεις σίγουρα δεν βοηθούν: η Ευρωζώνη, παρά τις προσπάθειες του Μάριο
Ντράγκι, παραμένει εγκλωβισμένη στη λογική της λιτότητας και βρίσκεται ξανά στο
χείλος της ύφεσης.
Η ουκρανική κρίση αποτελεί πηγή σημαντικής
αβεβαιότητας, πάνω από όλα για την ενεργειακή μας ασφάλεια, καθώς εισάγουμε το
60% των αναγκών μας σε φυσικό αέριο από τη Ρωσία.
Αν οι Σκωτσέζοι ψηφίσουν υπέρ της ανεξαρτησίας
στο δημοψήφισμα της επόμενης Πέμπτης, ενδεχομένως να ανοίξει το κουτί της
Πανδώρας, με ανάφλεξη των αποσχιστικών κινημάτων ανά την Ευρώπη και με ενίσχυση
της πιθανότητας εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε. στα επόμενα τρία χρόνια.
Εν τω μεταξύ, η διαρκής τραγωδία στη Συρία
διασφαλίζει τη συνεχιζόμενη ροή προσφύγων προς τις ελληνικές ακτές και έχει
φέρει ακραίους τζιχαντιστές στα παράλια της Μεσογείου.
Πόσο ανθεκτική θα αποδειχθεί η Ελλάδα απέναντι
στους κλυδωνισμούς που έρχονται;
Η απάντηση, πιστεύω, πρέπει να δοθεί σε τρία
μέρη. Στο δημοσιονομικό μέτωπο, έχουν γίνει κρίσιμα βήματα για να δημιουργηθούν
δομές διαχείρισης και ελέγχου των δαπανών.
Ορισμένες είναι τόσο αυτονόητα επιβεβλημένες
που, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη επιτήρηση των δανειστών μας, μάλλον
θα επιβιώσουν και θα ριζώσουν.
Αν υπάρξει και μία νέα διευθέτηση του χρέους,
έστω με τη μορφή της γενναίας επιμήκυνσης και μείωσης των επιτοκίων, θα
παραμείνουμε στο σωστό δρόμο.
Η απομείωση του χρέους σε βιώσιμα επίπεδα είναι
ζωτικής σημασίας για δύο λόγους: πρώτον, θα αποτελέσει το έναυσμα για
επαναπατρισμό καταθέσεων· δεύτερον, θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να χαλαρώσει
κάπως τα δημοσιονομικά γκέμια, διορθώνοντας αδικίες και δίνοντας μία απαραίτητη
ώθηση στην εσωτερική ζήτηση.
Στο διοικητικό μέρος, τα πράγματα δείχνουν
λιγότερο αισιόδοξα. Κι εδώ, κάποια αυτονόητα θα επιβιώσουν – σχετικά με τα
κριτήρια ανέλιξης στην ιεραρχία, τη δυνατότητα απόλυσης για τους εμφανώς
ακατάλληλους, τη διάδοση της χρήσης της τεχνολογίας για τον εξορθολογισμό
διαδικασιών.
Η ελπίδα εδώ είναι ότι μια νέα γενιά δημοσίων
υπαλλήλων, αν δουν ότι το σύστημα αποκτά επιτέλους στοιχεία αξιοκρατίας, κι αν
οι μισθοί ξεφύγουν από τα Τάρταρα στα οποία τους έριξε η κρίση, θα δράσει ως
καταλύτης της αλλαγής που έχει ξεκινήσει.
Εκεί που η διοικητική μεταρρύθμιση φτάνει στα
όρια της είναι όταν προσκρούει στο τείχος του βαθέως πελατειακού κράτους.
Κορυφαίο παράδειγμα είναι η υπόθεση Θεοχάρη,
όπου το πολιτικό σύστημα ύψωσε το ανάστημά του περήφανα απέναντι στην τρόικα
και είπε ότι δεν θα επιτρέψει σε έναν μη εκλεγμένο τεχνοκράτη να ασκήσει
φορολογική διοίκηση. Παράλληλα, παρά τις αμέτρητες νομοθετικές ρυθμίσεις,
ειδικές διατάξεις και αγέρωχες κραυγές των πολιτικών για απλοποίηση των
διαδικασιών, η γραφειοκρατία των επενδύσεων και των δημόσιων διαγωνισμών
παραμένει ένας Γόρδιος Δεσμός, τον οποίο γνωρίζουν να κόβουν λίγοι και
εκλεκτοί, και ο οποίος κρατά τους περισσότερους σοβαρούς ξένους επενδυτές σε
ασφαλή απόσταση.
Εδώ φτάνουμε στην ουσία του πράγματος.
Το παλαιό πολιτικό προσωπικό, υπερβαίνοντας
εαυτούς σε φάσεις, κατάφερε να κρατήσει τη χώρα εντός της Ευρωζώνης και να
προωθήσει κάποια απολύτως απαραίτητα μέτρα εξυγίανσης της λειτουργίας του
κράτους.
Είναι φανερό ότι δεν μπορούν άλλο.
Η αδιαφορία που επέδειξαν για την υπεράσπιση του
ανοίγματος των καταστημάτων τις Κυριακές ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας
είναι ενδεικτική.
Για να ριζώσουν, να ενισχυθούν και να επεκταθούν
οι δομές που χρειάζεται η Ελλάδα για να γίνει μία σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα με
«συμμετοχικούς οικονομικούς θεσμούς» (για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο των
Acemoglu & Robinson), είναι επιβεβλημένη η ανανέωση του πολιτικού συστήματος.
Κι αυτό, φυσικά, είναι θέμα ζήτησης, αλλά και
προσφοράς.
Γιάννης Παλαιολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου