Πριν
από μερικά χρόνια η Ελλάδα κινδύνεψε με χρεοκοπία και ταυτόχρονη έξοδο από την
ευρωζώνη.
Σήμερα,
χάρη στο μεγαλύτερο πρόγραμμα διάσωσης όλων των εποχών, η ελληνική οικονομία
δείχνει τάσεις ανάτασης.
Με
αντάλλαγμα τη δέσμευση της Αθήνας για επιθετικά μέτρα λιτότητας, η τρόικα (ΔΝΤ,
ΕΚΤ, και η Κομισιόν) χορήγησαν δισεκατομμύρια δολάρια στη χώρα.
Από
πλευράς πολλών διεθνών επενδυτών, και Ευρωπαίων αξιωματούχων, αυτές οι
πολιτικές είχαν κάποιο αντίκρισμα.
Αν
εξαιρέσουμε τη διάσωση (ανακεφαλαίωση) των τραπεζών της, η χώρα πέτυχε έλλειμμα
μόλις 2%, όταν το αντίστοιχο του 2009 ήταν 16%. Πέρσι,
σημειώθηκε
για
πρώτη
φορά
σε 30 χρόνια,
πρωτογενές
πλεόνασμα!
Τον
περασμένο Απρίλιο η χώρα ξαναβγήκε στις διεθνείς χρηματαγορές, από τις οποίες
ήταν αποκλεισμένη τα τελευταία τέσσερα χρόνια, εκδίδοντας πενταετή κρατικά
ομόλογα αξίας $4 δις, με σχετικά χαμηλό επιτόκιο (4.95%).
Η
ζήτηση ξεπέρασε τα $26 δις.
Τον
Αύγουστο που μας πέρασε, η Moody’s
αναβάθμισε τη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας κατά δυο κλικ…
Παρόλα
αυτά, η εν λόγω ανάκαμψη απλά καλύπτει κάποια θεσμικά προβλήματα.
Για
να ισοσκελίσει τα βιβλία της, η Αθήνα επέβαλλε εξοντωτικούς φόρους στη μεσαία
τάξη και δραστικές μειώσεις στους μισθούς του δημοσίου, τις συντάξεις, και την
υγειονομική ασφάλιση.
Αν
και ο μέσος πολίτης υπέφερε από τα μέτρα, η κυβέρνηση καθυστέρησε στο να
προχωρήσει σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Η ελληνική οικονομία παραμένει μια
από τις ελάχιστες κλειστές στην Ευρώπη, και συνεπώς από τις λιγότερο
ανταγωνιστικές. Παράλληλα είναι ίσως και από τις πιο άνισες.
Αυτό συνέβη επειδή στην
Ελλάδα οι ελίτ βολεύονται με το να αφήσουν τα πράγματα να συνεχίζουν ως έχουν.
Απ΄την
αρχή της δεκαετίας του 1990, ελάχιστες πλούσιες οικογένειες (μια πραγματική
ολιγαρχία) κυριαρχούν στη πολιτική σκηνή της χώρας.
Οι
ελίτ αυτές διατηρούν τη προνομιακή τους θέση ελέγχοντας τα ΜΜΕ, και μέσα από την ρουσφετολογία, μοιράζοντας τα
προϊόντα της λεηλασίας της εξουσίας με τους πολιτικούς.
Οι
βουλευτές από τη πλευρά τους κρατάνε την εξουσία ανταμείβοντας έναν μικρό
αριθμό επαγγελματικών και (κρατικών) συνδικαλιστικών συντεχνιών, που στηρίζουν
το στάτους κβο. Ακόμη και κάτω από το μικροσκόπιο της τρόικας, αυτή η
«συμφωνία» παραμένει αναλλοίωτη.
Το
βασικό πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι η οικονομική ανάπτυξη αλλά η πολιτική
ανισότητα.
Για
χάρη κάποιων προνομιούχων, παραμένουν αναλλοίωτοι οι δυσλειτουργικοί θεσμοί,
και η κουραστική πολυνομία, την ίδια ώρα που η υποδομή της χώρας καταρρέει, η
φτώχια αυξάνεται, και η διαφθορά παραμένει.
Η
ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει και κάποιους νέους κινδύνους: Η γενική ανεργία
είναι στο 27%, ενώ αυτή των νέων ξεπερνά το 50%, κάτι που βοηθά στη
στρατολόγηση από πλευράς εξτρεμιστικών ομάδων τόσο από δεξιά όσο και από
αριστερά.
Εν τω μεταξύ οι
ολιγάρχες συνεχίζουν να κερδίζουν εις βάρος της χώρας, αλλά και της Ευρώπης.
Η
κρίση της Ελλάδας ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες που έπληξαν την ευρωζώνη.
Δεν
έγινε επειδή οι τράπεζες ανοίχτηκαν υπερβολικά, όπως αλλού, αλλά επειδή η
κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή (2004-2009) έχασε τον δημοσιονομικό έλεγχο.
Το
2003, πριν αναλάβει ο Καραμανλής, η αναλογία του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ
ήταν περίπου 97%. Στο τέλος της θητείας του ήταν 130%.
Η
ειρωνεία είναι ότι προεκλογικά ο Καραμανλής πλασάρονταν ως μεταρρυθμιστής,
υποσχόμενος να ανοίξει την οικονομία, να μειώσει τον δημόσιο τομέα, και να
καθαρίσει την πολιτική σκηνή.
Μόλις
όμως ανέλαβε, υπέκυψε κι αυτός στα κεκτημένα συμφέροντα.
Στα
πέντε χρόνια που ήταν πρωθυπουργός διορίστηκαν 150.000 νέοι δημόσιοι υπάλληλοι,
ανεβάζοντας τον συνολικό τους αριθμό πάνω από ένα εκατομμύριο, ή αλλιώς στο 21%
των συνολικών εργαζομένων της Ελλάδας.
Το
ίδιο διάστημα οι δαπάνες για τη δημόσια υγεία πήγαν από το 5% του ΑΕΠ στο 7%.
Οι δαπάνες για τις
συντάξεις
από
το 11.8% στο 13%.
Η
οικονομική άνθιση που ακολούθησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 βοήθησε τον
Καραμανλή να ξαναπάρει (μετά βίας) την εξουσία το 2007. Τα δυο τελευταία χρόνια
του όμως, παλεύοντας με μια ισχνή πλειοψηφία δυο εδρών, παραποίησε την
οικονομική απόδοση της χώρας, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κερδίσει τις
έκτακτες εκλογές.
Τελικά
το κόμμα του έχασε, και μάλιστα με τεράστια διαφορά.
Ο Καραμανλής δεν ήταν
απρόσεκτος, αλλά αδύναμος.
Τρεις
θεσμικές δυνάμεις, όλες τους αποτέλεσμα μακροχρόνιων τάσεων στην ελληνική
πολιτική, περιόρισαν τη δυνατότητά του για ελιγμούς.
Η
πρώτη είναι ο δημόσιος τομέας που δεν ήταν σε θέση να προχωρήσει σε καμιά
μεταρρύθμιση.
Η
φθορά του δημοσίου ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80, όταν τα κόμματα το πλημμύρισαν
με προσωπικό. Θεωρητικά αυτό έγινε ώστε να αντισταθμιστεί η συντηρητική τάση
του δημοσίου που ήταν προϊόν του εμφυλίου πολέμου (1946-49). Οι πολιτικές όμως
παρεμβάσεις κατάντησαν μόνιμη κατάσταση της κρατικής διοίκησης, με υπουργούς να
διορίζουν όποιον θέλουν κατά το δοκούν. Μέσα σε μια μόλις δεκαετία το προσωπικό
του δημοσίου διπλασιάστηκε.
Το
1994, ένας μεταρρυθμιστής υπουργός, ο Αναστάσιος Πεπονής, κατάφερε να περάσει
νομοθεσία για την εισαγωγή στο δημόσιο βάσει εξετάσεων, όμως αυτή αγνοήθηκε.
Τα
επόμενα δέκα χρόνια η βουλή τροποποίησε τον εν λόγω νόμο 43 φορές.
Τα συνδικάτα όμως του
δημοσίου συνέχισαν να καθορίζουν τις προαγωγές και τις μεταθέσεις, ενώ σχεδόν
πάντα μπλόκαραν τις πειθαρχικές διαδικασίες εναντίον των μελών τους, ακόμη και
όταν επρόκειτο για σοβαρά αδικήματα.
Οι υπουργοί που δεν
είχαν κανένα άλλο κίνητρο πέραν της επανεκλογής τους έγιναν και οι πιο ισχυροί.
Οι πιο καταρτισμένοι
δημόσιοι υπάλληλοι σπάνια αναλάμβαναν θέσεις ευθύνης, με το ηθικό στο δημόσιο
να έχει καταρρεύσει.
Στη
δε βουλή ο Καραμανλής ασκούσε ελάχιστο έλεγχο πάνω στο κόμμα του. Χάρη στη δομή
του ελληνικού εκλογικού συστήματος, οι υποψήφιοι ενός κόμματος έχουν να
ανταγωνιστούν άλλους υποψήφιους του ιδίου κόμματος σε πολυεδρικές περιφέρειες.
Την
εποχή που ανέλαβε ο Καραμανλής, ο εν λόγω ανταγωνισμός είχε γίνει ιδιαίτερα
σκληρός στις τρεις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, που αντιστοιχούν στη
πλειοψηφία των 300 εδρών της βουλής.
Σε
αυτό το ανταγωνιστικό περιβάλλον, το χρήμα και η τηλεοπτική δημοσιότητα έγιναν
το κλειδί για την εκλογική επιτυχία. Όσοι υποψήφιοι είχαν πρόσβαση σε πλούσιους
χορηγούς και στα ΜΜΕ γίνονταν εθνικοί «παίκτες», χωρίς να εξαρτώνται από τους
κομματικούς μηχανισμούς.
Πολλοί
μάλιστα εξ αυτών όφειλαν την εκλογή τους σε ολιγάρχες με επιρροή, ενώ άλλοι σε
επαγγελματικές ενώσεις και σε συνδικάτα. Συνεπώς, ο Καραμανλής γνώριζε ότι οι
σύμμαχοί του στο κοινοβούλιο δεν είχαν κανένα κίνητρο να εφαρμόσουν τη πολιτική
του ατζέντα.
Το
μεγαλύτερο όμως εμπόδιο στις μεταρρυθμίσεις του Καραμανλή ήταν η αντιπολίτευση
από τα ΜΜΕ.
Οι
περισσότεροι Έλληνες ενημερώνονται από τη τηλεόραση, και τα 8 ιδιωτικά κανάλια
ελέγχονται από γνωστούς επιχειρηματίες, που όλοι μαζί ελέγχουν το 90% της εν
λόγω αγοράς.
Κάποιοι
όπως ο Γ. Αλαφούζος που έχει τον όμιλο ΣΚΑΙ, είναι εφοπλιστές οι επιχειρήσεις
των οποίων δεν εξαρτώνται πολύ από τις συμβάσεις με το κράτος. Οι περισσότεροι
όμως έχουν πληθώρα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που εξαρτώνται άμεσα από την
κυβερνητική προστασία.
Ο
Β. Βαρδινογιάννης, κύριος μέτοχος στο μεγαλύτερο κανάλι (ΜΕΓΚΑ) ελέγχει δυο
πετρελαϊκές εταιρίες, την Motor Oil
Hellas και την Vegas
Oil & Gas, συν ένα σημαντικό
αριθμό μετοχών στην Τράπεζα Πειραιώς.
Άλλοι
μέτοχοι του ΜΕΓΚΑ είναι ο Γ. Μπόμπολας τα χρυσορυχεία του οποίου εξαρτώνται από
το κράτος, ενώ η κατασκευαστική του εταιρία είναι αυτή που έκτισε τις
ολυμπιακές εγκαταστάσεις το 2004, και ο Σταύρος Ψυχάρης τα επιχειρηματικά
συμφέροντα του οποίου καλύπτουν από τα ακίνητα ως τον τουρισμό.
Το ΜΕΓΚΑ, όπως σχεδόν
και όλα τα ελληνικά ΜΜΕ, χρόνια τώρα λειτουργούν με χασούρα.
Αλλά όπως έγραφε και ένα
απόρρητο αμερικανικό διπλωματικό τηλεγράφημα του 2006, αυτό δεν τους νοιάζει
καθόλου!
Τα
κανάλια λειτουργούν απλά και μόνο για να επηρεάζουν πολιτικά και οικονομικά,
και για να διασφαλίζουν τη συνέχιση της κερδοφορίας τους από το κράτος.
Για
αυτό οι Έλληνες έχουν τόσα πολλά κανάλια για να επιλέξουν, ενώ οι Ψυχάρης και
Μπόμπολας διαθέτουν επίσης και εφημερίδες, με αποτέλεσμα οι ανεξάρτητοι
δημοσιογράφοι να μην έχουν πολλές επιλογές.
Αυτή
η κατάσταση είναι σχετικά πρόσφατη.
Μέχρι
τα τέλη των ‘80ς το κράτος είχε το μονοπώλιο της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου,
αλλά μετά οι ολιγάρχες δεν χρειάστηκε να αγοράσουν άδειες, απλά τις πήραν. Το
1987 η πολιτική αντιπολίτευση ξεκίνησε από μόνη της να λειτουργεί σταθμούς με
σκοπό να αντικρούσει το κρατικό μονοπώλιο.
Οι
πλούσιες οικογένειες αντέδρασαν στήνοντας δικά τους τηλεοπτικά στούντιο, και
έτσι η κυβέρνηση αναγκάστηκε στο τέλος να μοιράσει προσωρινές άδειες.
20
χρόνια μετά, δεν άλλαξε τίποτα.
Η
Αθήνα ουδέποτε επέτρεψε τα κανάλια να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις για τις
συχνότητες, και ούτε έθεσε κάποιους βασικούς κανόνες. Αντ’ αυτού, η βουλή
ανανεώνει συνεχώς τις προσωρινές άδειες κάθε τόσο, όπως π.χ. τον περασμένο
Αύγουστο.
Τα
τηλεοπτικά κανάλια κερδίζουν κάποια έσοδα από διαφημίσεις, αλλά αυτό συχνά
είναι το κάλυμμα των πληρωμών κάτω από το τραπέζι για θετική δημοσιότητα.
Για παράδειγμα οι
τράπεζες ξοδεύουν μεγάλα ποσά για διαφημίσεις και παράλληλα χορηγούν τεράστια
δάνεια στους μεγιστάνες των ΜΜΕ.
Ως αντάλλαγμα τα ΜΜΕ δεν
τις πειράζουν.
Όταν
το 2012 το Reuters δημοσιοποίησε κάποιες κατηγορίες εναντίον του
Μ. Σάλλα της Τράπεζας Πειραιώς και παλιού σοσιαλιστή πολιτικού, για μαϊμού
δάνεια στις οικογενειακές του επιχειρήσεις, τα ΜΜΕ απλά δημοσίευσαν την
απάντησή του, χωρίς καν να αναφέρουν τις κατηγορίες.
Τον
περασμένο Αύγουστο τα περισσότερα ΜΜΕ αγνόησαν αναφορές ότι οι ελληνικές
εισαγγελικές αρχές ερευνούσαν τον πρώην επικεφαλής της κεντρικής Τράπεζας και
πρώην στελέχους της τράπεζας Πειραιώς Γ. Προβόπουλο.
Οι ολιγάρχες και οι
πολιτικοί τους σύμμαχοι χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ για να αποφύγουν τους κρατικούς
ελέγχους, και βασίζονται στη νομοθεσία για να ελέγχουν το κράτος.
Τα
τελευταία τριάντα χρόνια δυο είναι οι πιο οργανωμένες συντεχνίες που ωφελήθηκαν
τα μέγιστα από τους ελληνικούς νόμους: Οι ελεύθεροι επαγγελματίες γιατροί,
δικηγόροι, και μηχανικοί, και οι συνδικαλιζόμενοι εργαζόμενοι των ΔΕΚΟ, που
ελέγχονται εν μέρει ή ολικά από το κράτος, όπως ο ΟΣΕ και η ΔΕΗ.
Τα
μέλη αυτών των συντεχνιών δεν είναι πολλά. Η χώρα διαθέτει μόλις 40.000
δικηγόρους, 60.000 γιατρούς, και 87.000 μηχανικούς. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι
περίπου 600.000.
Και
μπορεί αυτοί όλοι να είναι αριθμητικά λίγοι, όμως διαθέτουν άριστη οργάνωση.
Επηρεάζοντας τη ψηφοφορία σε περιφέρειες κλειδιά, τα συνδικάτα και οι
επαγγελματικοί σύλλογοι κατάφεραν να πετύχουν τεράστια προνόμια.
Για
παράδειγμα, πολλοί τέτοιοι σύλλογοι καθορίζουν το αντίτιμο για βασικές
υπηρεσίες, κάτι που σε πολλές οικονομίες είναι παράνομο, αλλά για την Ελλάδα
όχι.
Παράλληλα
τους επιτρέπεται να είναι αυτορυθμιζόμενοι. Και όταν προκύπτουν κατηγορίες
κατάχρησης κλπ τότε οι ίδιοι οι σύλλογοι είναι αυτοί που έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα
πειθαρχικού ελέγχου των μελών τους.
Επιπλέον,
υπάρχουν ειδικοί φόροι που χρηματοδοτούν τα συνταξιοδοτικά και υγειονομικά τους
προγράμματα.
Από
το 1960, το ταμείο των δικηγόρων και των δικαστικών εισπράττει από ειδικό
χαρτόσημο σε όλες τις ιδιοκτησιακές συναλλαγές, σε ποσοστό 1.3% του κάθε
αντίτιμου.
Για
δεκαετίες ολόκληρες το ασφαλιστικό ταμείο των γιατρών κερδίζει από ένα τέλος
6.5% σε όλα τα συνταγογραφούμενα φάρμακα. Πέρσι αυτό καταργήθηκε μετά από
εντολή της τρόικας. Δεν καταργήθηκαν όμως ακόμη κάποιοι άλλοι φόροι που
συνεχίζουν να αναδιανέμουν εκατομμύρια δολάρια από τους φτωχούς στους πλούσιους.
Οι αυτοαπασχολούμενοι
επαγγελματίες είναι και οι κορυφαίοι φοροφυγάδες.
Σε
μια πρωτοποριακή μελέτη του 2012, οι οικονομολόγοι Ν. Αρταβάνης, Μ. Τσούτσουρα,
και Adair Morse, χρησιμοποίησαν στοιχεία από μεγάλη ιδιωτική
τράπεζα για να υπολογίσουν πόσα χρήματα κρύβουν οι αυτοαπασχολούμενοι. Το πιο
κραυγαλέο εύρημά τους ήταν ότι οι
δικηγόροι, κατά μέσο όρο, χρησιμοποιούν περισσότερο από το 100% του δηλωμένου
εισοδήματός τους για αποπληρωμή στεγαστικών δανείων και μόνο.
Οι
συνέπειες των παραπάνω υπήρξαν ελάχιστες. Το 2010 οι βουλευτές πρότειναν
νομοσχέδιο που θα ανάγκαζε το κράτος να ελέγχει τους επαγγελματίες που δήλωναν
ετήσιο εισόδημα κάτω από τα περίπου $30.000.
Το
μέτρο αυτό δεν πέρασε, και ούτε είχε καμιά ελπίδα να περάσει. Σύμφωνα με τους παραπάνω
οικονομολόγους, αν περνούσε τότε πολλοί βουλευτές θα ελέγχονταν και οι ίδιοι!
Εκείνο
το διάστημα βουλευτές ήταν 40 γιατροί, 28 εκπαιδευτικοί, 43 μηχανικοί, 40
επαγγελματίες της χρηματαγοράς, και 70 δικηγόροι, σύνολο δηλαδή 221 από τους συνολικά
300 βουλευτές.
Οι
εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ έχουν κι αυτοί εξασφαλίσει μια σειρά από προνόμια, κυρίως
χάρη στην πιστή αφοσίωσή τους στο ΠΑΣΟΚ.
Ως
αντάλλαγμα, το κόμμα αυτό συντέλεσε στη κατάργηση των διαγωνισμών και εξετάσεων
για τις προσλήψεις στη δεκαετία του 1980, και δημιούργησε χιλιάδες νέες θέσεις
στο δημόσιο.
Παράλληλα,
το ΠΑΣΟΚ έδωσε μεγαλύτερες συντάξεις στους ασφαλισμένους των ΔΕΚΟ, μεγαλύτερες
από οπουδήποτε αλλού στο δημόσιο τομέα, κάτι που συνεχίζει να ισχύει, παρά τις πρόσφατες
περικοπές των κρατικών δαπανών.
Το
1999 για παράδειγμα, η τότε κυβέρνηση δεσμεύτηκε να μην επιτρέψει περικοπές στο
ασφαλιστικό ταμείο των εργαζομένων της ΔΕΗ. Το 2012, στο αποκορύφωμα της κρίσης,
αυτή δέσμευση αναλογούσε σε $800
εκατομμύρια και άνω.
Σε
κάθε ανοικτή κοινωνία, είθισται οι καλά οργανωμένοι και οι εύποροι, να
διαθέτουν δυσανάλογη ισχύ.
Δεν
υπάρχει κάτι το εγγενώς κακό όταν οι μεγάλες επιχειρήσεις επηρεάζουν, αν
σκεφτούμε το ρόλο τους στην οικονομία. Ούτε είναι κακό οι επαγγελματίες να
κερδίζουν υψηλά εισοδήματα, ανάλογα με τη ζήτηση των υπηρεσιών τους. Το πρόβλημα όμως είναι η αδυναμία των
θεσμών στην Ελλάδα να ελέγξουν αυτά τα συμφέροντα, ή ακόμη και να τηρήσουν κάποιους
βασικούς κανόνες.
Η
ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ το 1981 είχε σκοπό να βελτιώσει τη κατάσταση.
Αυτό
όμως δεν αποδυνάμωσε καθόλου τις παραδοσιακές ελληνικές ιεραρχίες. Αντίθετα, τις
ενίσχυσε.
Και
όταν η χώρα άρχισε να προσεγγίζει οικονομικά την υπόλοιπη Ευρώπη, προσφέροντας στους
ολιγάρχες νέες πηγές ρευστού και πίστωσης, τότε είναι που θεσμοί του κράτους
ξεκίνησαν να καταρρέουν.
Σήμερα
η Ελλάδα κατατάσσεται στον πάτο των ευρωπαϊκών χωρών όσον αφορά στη κοινωνική
κινητικότητα, και στη κορυφή όσον αφορά στην ανισότητα, ένα πρόβλημα που οι
πολιτικοί και τα ΜΜΕ της χώρας συνεχίζουν να αγνοούν.
Ακόμη
και στο απόγειο των ασύστολων δαπανών πριν από τη κρίση, η Ελλάδα ελάχιστα
πρόσφερε στους φτωχούς της.
Σήμερα,
πάνω από το 90% των ανέργων δεν εισπράττουν καμιά κρατική βοήθεια, ενώ το 20%
των παιδιών υπολογίζεται ότι ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχιας, με εκατομμύρια Ελλήνων
να μη διαθέτουν υγειονομική ασφάλιση.
Μετά
από επτά χρόνια ύφεσης, κανένα από τα μεγάλα κόμματα δεν έχει προτείνει σοβαρές
μεταρρυθμίσεις στο κράτος πρόνοιας ή στο σύστημα υγείας, έτσι ώστε να
καλύπτεται ολόκληρος ο πληθυσμός. Δεν επέκτειναν μάλιστα ούτε ένα πιλοτικό
πρόγραμμα βάσει του οποίου θα προσφέρονταν δωρεάν γεύματα στα δημόσια σχολεία.
Έτσι,
οι πολίτες που δεν έχουν πια που να στραφούν, άρχισαν να ελκύονται από
εξτρεμιστικά πολιτικά κινήματα.
Η
νεοφασιστική Χρυσή Αυγή, που έχει μια αντιμεταναστευτική και αντιευρωπαϊκή πολιτική
ατζέντα, εκμεταλλεύτηκε τη λαϊκή δυσφορία και πήρε 12 έδρες στις εκλογές του
2012.
Τον
Σεπτέμβριο του 2013 οι αρχές συνέλαβαν τον ιδρυτή της Ν. Μιχαλολιάκο, με τη
κατηγορία της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης. Εν τω μεταξύ, ο ανερχόμενος
ακροαριστερός ΣΥΡΙΖΑ θέλει να σκίσει το μνημόνιο, να κρατικοποιήσει τις τράπεζες,
και να απομακρύνει τη χώρα από το ΝΑΤΟ!
Διασώζοντας
την Ελλάδα χωρίς να απαιτήσει θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις, η τρόικα απλά
ενδυνάμωσε το υπάρχον στάτους κβο.
Και
το χειρότερο είναι ότι η τρόικα ενίσχυσε τις τσέπες όλων εκείνων των δυνάμεων
που είναι υπεύθυνες για την οικονομική
κρίση.
Και
αυτό δεν συνέβη μόνο στην Ελλάδα. Τα ευρωπαϊκά προγράμματα διάσωσης είχαν το
ίδιο αποτέλεσμα σε όλες τις μικρές οικονομίες της ευρωζώνης, όπως η Ιρλανδία, η
Ισπανία, και η Πορτογαλία.
Και
σε αυτά τα κράτη, οι πολιτικοί τους ηγέτες εκμεταλλεύτηκαν τα ευρωπαϊκά
κονδύλια για να κερδίσουν βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη. Εν τω μεταξύ, οι
Βρυξέλλες αποδεικνύονται ανίκανες στο να ελέγξουν την ευνοιοκρατία και την εγκληματικότητα.
Τώρα
που η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει φέρει τις οικονομίες της Ευρώπης πιο κοντά από
ποτέ, κανένα κράτος μέλος δεν θα πρέπει να είναι αδιάφορο για το τι συμβαίνει
στα άλλα μέλη.
Και
αν η ΕΕ δεν αντιμετωπίσει τις βαθιές ανισότητες της Ελλάδας, τότε δύσκολα θα
βγει και η ίδια από τη κρίση…
Απόδοση:
S.A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου