Ο καυτός απογευματινός ήλιος που επί μία
ολόκληρη ημέρα έκαιγε και τσουρούφλιζε τα πάντα στο πέρασμά του, φάνηκε
επιτέλους αργά αργά να υποχωρεί στο μέχρι πρότινος καταγάλανο στερέωμα.
Ένα απαλό αεράκι που φύσηξε ξαφνικά από τους
απέναντι μακρινούς λόφους είχε σαν ευεργετικό αποτέλεσμα μια ανεπαίσθητη δροσιά
να κυριαρχήσει ευχάριστα στον χώρο.
Η σταδιακή κάθοδος του ήλιου στο βάθος του
ορίζοντα έδινε με τη σειρά της ένα απόκοσμο κοκκινωπό χρώμα τόσο στον
ουρανό όσο και στις μέχρι πριν από λίγη ώρα ξασπρισμένες από το έντονο φως του
επιφάνειες. Επιφάνειες μιας κατάξερης φύσης που συνέθετε το γύρω τοπίο.
Ένα άνυδρο και γυμνό τοπίο στο οποίο
κυριαρχούσαν αραιά και που διάσπαρτοι… στεγνοί θάμνοι, κοφτερές πέτρες
και ημιθανή πουρνάρια.
Ένα τοπίο που διψούσε για νερό.
Και να σκεφτεί κανείς ότι ήταν άνοιξη…