29.11.16

Ανατομία μιας δικτατορίας…



Ήρθε λοιπόν το πλήρωμα του χρόνου και η στιγμή που πολλοί περίμεναν, με φόβο ή ελπίδα. Ο Κάστρο έφυγε (εμείς λέμε: επιτέλους!) αλλά κυρίως στη Λατινική Αμερική και την Ελλάδα η διαμάχη για την προσωπικότητα, την παρουσία και την πολιτική του ιδιότητα και κληρονομιά μαίνεται: Ήταν ο Φιντέλ στυγνός δικτάτορας ή δεν ήταν; Είναι η Κούβα μία δικτατορία, ναι ή όχι; (Στο δυτικό κόσμο αυτά τα θέματα είναι εν πολλοίς λυμένα, αλλά σε Λατινική Αμερική και Ελλάδα όχι ιδιατέρως).




Στη Λατινική Αμερική οι λόγοι της εκτίμησης προς τον Φιντέλ Κάστρο από αξιόλογες μερίδες του πληθυσμού δεν είναι ιδεολογικοί, όπως νομίζουν πολλοί αδαείς στην Ελλάδα, δηλαδή δεν οφείλονται στο ότι οι άνθρωποι που τον υποστήριξαν εμφορούνται από μαρξιστικές ιδέες, αλλά είναι λόγοι βασικά εθνικιστικοί. Εκτιμούν τον Κάστρο γιατί ύψωσε το ανάστημά του στις ΗΠΑ και, στα μάτια τους, αντιστάθηκε στα νεοαποικιακά τους σχέδια, ενσάρκωσε δηλαδή στο λατινοαμερικάνικο προαιώνιο φαντασιακό την έστω και συμβολική νίκη των «γηγενών» απέναντι στους «αποικιοκράτες»...


Σε μία περιοχή του κόσμου με ελάχιστες εμπειρίες δημοκρατικής διακυβέρνησης και ανοιχτής κοινωνίας, αλλά ισχυρά και χαίνοντα τραύματα από τη σχετικά πρόσφατη και εξαιρετικά βίαιη ιστορία τους (από την εποχή των κονκισταδόρων ως τις πρόσφατες δικτατορίες και τους εμφυλίους) το εθνικιστικό πρόταγμα (δηλαδή το αίτημα μιας πολιτικής και ιδεολογικής εντοπιοτητας, ταυτότητας και «ανεξαρτησίας», και ιδίως απέναντι στις ΗΠΑ) παραμένει επίκαιρο, συνδυάζεται συχνά με το λατινοαμερικάνικο λαϊκιστικό αριστερισμό, και σε κάποιες χώρες τείνει να επισκιάζει το ζητούμενο για καλύτερη δημοκρατία ή ποιοτικότερους θεσμούς. Με δύο λόγια, για αρκετούς Λατινοαμερικανούς το ότι ο Φιντέλ ήταν δικτάτορας απλώς δεν είναι και τόσο σημαντικό πρόβλημα, καθώς προέχει σε σημασία το ότι ενσάρκωσε ένα πολύ παλιότερο πρότυπο, του ήρωα-βασιλιά-πολεμιστή που αντιστρέφει την Ιστορία και νικάει τους Ισπανούς, καταφέρνοντας (έστω και σε επίπεδο συμβόλων) αυτό που δεν κατόρθωσαν οι τελευταίοι απελπισμένοι αντάρτες πρίγκιπες, ο γενναίος Κουαουτέμοκ στο Μεξικό και ο τραγικός Τούπακ Αμάρου στο Περού. Όλο αυτό είναι, δηλαδή, ένα «λατινοαμερικάνικο πράγμα», και πέραν της πολιτικής ανάλυσης εμάς δεν οφείλει να μας αφορά.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, η συζήτηση γίνεται εξ αρχής με όρους ιδεολογικοπολιτικούς (με τον εθνικισμό να παίζει πάντα ως μπαλαντέρ, αλλά σε ένα δεύτερο επίπεδο). Η δικαιολόγηση του Φιντέλ από ανθρώπους όλων των αποχρώσεων γίνεται, συνειδητά ή μη, από τηνσκοπιά της υπεράσπισης ενός φαντασιακού μοντέλου οργάνωσης της κοινωνίας, με αφετηρία την καχυποψία (έως και απόρριψη) απέναντι στη δυτική αντιπροσωπευτική δημοκρατία, και εν γένει το δυτικό αξιακό κόσμο και πολιτικό πολιτισμό. Εξού και η πρεμούρα πολλών Ελλήνων είτε να πείσουν ότι ο Φιντέλ ήταν ένας «καλός δικτάτορας» (άρα προτιμότερος π.χ. από ένα «διεφθαρμένο πρωθυπουργό»), υπερτονίζοντας τα «σπουδαία επιτεύγματα» του «παλικαρίσιου» καθεστώτος του (η εθνικολαϊκιστική προσέγγιση), είτε να αρνηθούν εξ ολοκλήρου ότι το καθεστώς του είναι μία δικτατορία (ή την ουσιαστική συζήτηση σχετικά με οποιοδήποτε ορισμό του), θεωρώντας ότι μία τόσο «μεγάλη ιστορική προσωπικότητα» δεν μπορεί να κριθεί όπως οι απλοί πολιτικοί και, εν πάση περιπτώσει, το είδος του καθεστώτος δεν έχει μεγάλη σημασία εφ’ όσον το αντιιμπεριαλιστικό, αντικαπιταλιστικό κ.λπ. προφίλ του ηγέτη και η άψογη ηθική διάσταση της ιδεολογίας του εγγυώνται αυτομάτως ένα «ανώτερο σύστημα» (η αριστερή θεώρηση).



Στη βάση αυτής της στάσης βρίσκονται α) η ανάγκη για επιβεβαίωση της γνωστής ανορθολογικής μεταπολιτευτικής φαντασίωσης ότι κάπου, κάπως, με κάποιο «αληθινό ηγέτη» μπορεί να υπάρξει ένα είδος περίκλειστου και στεγανού ελληνικού παραδείσου με ψευδοσοσιαλιστικά χαρακτηριστικά, β) η πλήρης και ολοκληρωτική άγνοια για την φύση του κουβανικού καθεστώτος, λόγω της απροθυμίας τόσο των ΜΜΕ να φωτίσουν το κοινό σχετικά με αυτή όσο και των Ελλήνων να μάθουν περισσότερα, καθώς για αμφότερους (αλλά για διαφορετικούς λόγους) κάτι τέτοιο θα χαλούσε ένα σημαντικό brand name.
Αντί να μπω, λοιπόν, στη συζήτηση με όρους αντιπαράθεσης ιδεολογιών, προτιμώ να προσεγγίσω το ζήτημα του είδους του καθεστώτος που έστησε και διαφέντεψε ο Φιντέλ Κάστρο επί μισό αιώνα, με ένα απλούστερο τρόπο: κοιτώντας το σύνταγμα και τους νόμους της Κούβας, καθώς και το νομικό και δικαιικό της περιβάλλον. Είναι, κατά τη γνώμη μου, ο ασφαλέστερος τρόπος για να συμπεράνει κανείς αν έχει να κάνει με μία δημοκρατία ή με κάτι πολύ, μα πολύ διαφορετικό. Και το αβίαστο συμπέρασμα, με βάση την ίδια την κουβανική νομοθεσία, είναι ότι όχι απλώς δεν υπάρχει καμία δημοκρατική χώρα στον πλανήτη που να έχει σε ισχύ έστω και έναν από αυτούς τους νόμους, αλλά ότι το σύστημα του Φιντέλ Κάστρο είναι ο ορισμός του ολοκληρωτικού καθεστώτος, του οποίου οι θεσμοί και οι νόμοι μεριμνούν για την κατασκευή ανθρώπων με αντιδημοκρατική συνείδηση από τη νηπιακή ηλικία ως την ενήλικη ζωή, και κατά βάση αντιμετωπίζει κάθε έκφανση δημοκρατίας και ατομικής ελευθερίας ως μέγιστη υπαρξιακή απειλή, την οποία οφείλει άμεσα να εξοντώσει.
Το σύνταγμα της Κούβας: Ένα είναι το Κόμμα και μία η Αλήθεια του
Εν αρχή ην το σύνταγμα. Το πρώτο «φιντελικό» σύνταγμα ψηφίστηκε το 1976. Πριν από αυτό, η Κούβα είχε πορευτεί για 17 ολόκληρα χρόνια χωρίς σύνταγμα, με μόνη αρχή το «επαναστατικό δίκαιο», και πριν από αυτό άλλα 7 χρόνια με το παλιό σύνταγμα του 1940 σε αναστολή, λόγω της δικτατορίας Μπατίστα. Ο Φιντέλ απλώς δεν μπήκε στον κόπο να ασχοληθεί με τέτοιες μπουρζουάδικες λεπτομέρειες, ώσπου τελικά το έκανε όταν θεώρησε πως το καθεστώς του πια είχε σταθεροποιηθεί αρκετά ώστε να μπορεί να λειτουργήσει υπό τους «περιορισμούς» ενός συντάγματος, που βεβαίως θα ήταν 101% στα μέτρα του. Η πιο πρόσφατη αναθεώρηση του κουβανικού συντάγματος έγινε το 2002 και είναι, υποτίθεται, η πιο «φιλελεύθερη». Από την αρχή του, είναι ήδη φανερό πως πρόκειται για ένα ακραία ιδεολογικό κείμενο, που έχει σκοπό να λειτουργήσει ως «γύψος» της κουβανικής κοινωνίας μέσω ενός απόλυτα στεγανού σχήματος που εκφράζει τη μία και μοναδική αλήθεια.
Στον πρόλογο, ορίζεται ευθύς ότι οι Κουβανοί πολίτες «οδηγούνται από τις πολιτικο-κοινωνικές ιδέες των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν» και είναι «αποφασισμένοι να προωθήσουν τη θριαμβευτική Επανάσταση της οποίας ηγήθηκε ο Φιντέλ Κάστρο, και που στηριγμένη στην ενότητα επαναστατικών δυνάμεων και λαού, κατέκτησε την απόλυτη εθνική ανεξαρτησία, εγκαθίδρυσε την επαναστατική εξουσία, πραγματοποίησε τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και, με το Κομμουνιστικό Κόμμα επικεφαλής, συνεχίζει με τελικό σκοπό το χτίσιμο της κομμουνιστικής κοινωνίας». Οπως βλέπετε, δεν αφήνεται το παραμικρό περιθώριο για παρεκκλίσεις και παρερμηνείες. Ένα το σύστημα, ένα το κόμμα, και όλοι υποχρεωτικά πρέπει να το στηρίζουν στην ιστορική πορεία του, τελεία.




Παρακάτω, διακηρύσσεται η «συνείδηση» των Κουβανών πως «μόνο με τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό επιτυγχάνεται η απόλυτη αξιοπρέπεια του ανθρώπου» και πως «η Επανάσταση εξύψωσε την αξιοπρέπεια της πατρίδας και των Κουβανών σε ένα ανώτερο επίπεδο».
Άρθρο 3: Οι Κουβανοί πολίτες έχουν δικαίωμα να αγωνιστούν «ακόμα και με τα όπλα» εναντίον όσων προσπαθήσουν «να αλλάξουν την πολιτική, κοινωνική και οικονομική τάξη που ορίζει αυτό το σύνταγμα». Μπορούν, δηλαδή, επικαλούμενοι το σύνταγμα ακόμα και να σκοτώσουν όσους συμπολίτες τους δραστηριοποιηθούν κατά του καθεστώτος και του σοσιαλισμού. Αμεσοδημοκρατία, που λέμε.
Στο ίδιο άρθρο ορίζεται ρητά και κατηγορηματικά πως «ο σοσιαλισμός και το επαναστατικό κοινωνικο-πολιτικό σύστημα που εγκαθίδρυσε η Επανάσταση είναι μη αναστρέψιμα, και η Κούβα δεν θα επιστρέψει ποτέ στον καπιταλισμό». Το πώς αυτό το απόσπασμα μπορεί ποτέ να είναι συμβατό με τη θέληση και τις αποφάσεις του λαού, έχει απαντηθεί από παλιά από τον φίλο Φιντέλ: απλώς δεν ρωτάς ποτέ τον λαό, δηλαδή δεν κάνεις εκλογές, οπότε δεν τίθεται και τέτοιο ζήτημα.
Άρθρο 5: Αν δεν το έχετε εμπεδώσει, «το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κούβας είναι η ανώτατη καθοδηγητική αρχή της κοινωνίας και του κράτους». Άλλο κόμμα, συγγνώμη αλλά δεν προβλέπεται.
Άρθρο 25: Το Κράτος έχει το δικαίωμα να κατάσχει την περιουσία των πολιτών όποτε συντρέχουν «λόγοι δημοσίου συμφέροντος».
Άρθρο 39: Ορίζεται ως ένας από τους σκοπούς της σχολικής παιδείας «η παροχή πατριωτικής και κομμουνιστικής εκπαίδευσης» στα παιδιά. Η κατήχηση, σημειωτέον, ξεκινάει από το νηπιαγωγείο.
Στο ίδιο άρθρο: «Η καλλιτεχνική έκφραση είναι ελεύθερη, εφ’ όσον το περιεχόμενό της δεν είναι αντίθετο στην Επανάσταση». Κατά τα άλλα είναι απόλυτα ελεύθερη όμως.
Άρθρο 45: Αναγνωρίζεται η «εθελοντική εργασία χωρίς ανταμοιβή» ως τρόπος ενίσχυσης της κομμουνιστικής συνείδησης του λαού.
Άρθρο 53: Το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης και η ελευθεροτυπία «πρέπει να συμμορφώνονται με τους σκοπούς της σοσιαλιστικής κοινωνίας».
Στο ίδιο άρθρο: «Ο Τύπος, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και ο κινηματογράφος αποτελούν αποκλειστική ιδιοκτησία του Κράτους και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να περάσουν στην κυριότητα ιδιωτών». Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται η αντικειμενικότητα και η βιωσιμότητα των μέσων, που θα έλεγε και ο Παππάς.
(Ακολουθούν άρθρα που, περιέργως, αναγνωρίζουν το δικαίωμα στη διαδήλωση και τη διαμαρτυρία, τα ανθρώπινα δικαιώματα κ.λπ. κ.λπ.).
Και μετά έρχεται το καταπληκτικό άρθρο 62: «Καμία από τις ελευθερίες που δίνονται στους πολίτες δεν μπορεί να εξασκηθεί εναντίον του Σοσιαλιστικού Κράτους και της απόφασης του κουβανικού λαού να χτίσει τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Οποιαδήποτε παραβίαση αυτής της αρχής τιμωρείται». Άντε μπράβο, γιατί πολλή λάσκα είχε πέσει με τα προηγούμενα άρθρα και χρειαζόταν ένα έτσι λίγο πιο μπρουτάλ για να μαζευτούν τα μπόσικα.



Οι νόμοι στην Κούβα: Το αρχιπέλαγος «Απαγορεύεται»
Το σύνταγμα, βέβαια, είναι ένα θεωρητικό κείμενο γενικών αρχών. Θέτει όμως τα πλαίσια άσκησης εξουσίας, που στην περίπτωση της Κούβας παραδίνεται ολοκληρωτικά στο Ένα Κόμμα, και αποκλείει εξ αρχής την οποιαδήποτε αμφισβήτηση του συστήματος που εκπορεύεται από αυτό, με οποιοδήποτε τρόπο. Αυτός, θα λέγαμε, είναι ο ορισμός της δικτατορίας. Αλλά πάμε παρακάτω.
Ο Ποινικός Κώδικας της Κούβας αποτελεί τη λογική προέκταση αυτού του συντάγματος και εξειδικεύει την «υπεράσπιση της σοσιαλιστικής κοινωνίας» με μία τεράστια γκάμα δρακόντειων απαγορεύσεων, απ’ όπου σταχυολογώ ορισμένους νόμους και άρθρα με ειδικό πολιτικό ενδιαφέρον, αφού χρησιμοποιούνται κατά κόρον από το καθεστώς για να ποινικοποιήσουν κάθε απόπειρα αμφισβήτησης, να καταστείλουν κάθε προσπάθεια διαμαρτυρίας και να καταπνίξουν κάθε αντίθετη φωνή:
Άρθρο 144 περί «έλλειψης σεβασμού και προσβολής της αρχής» («desacato»): Όποιος προσβάλλει ή συκοφαντεί, γραπτώς ή προφορικώς, την τιμή ενός κυβερνητικού στελέχους, υπαλλήλου ή οργάνου της τάξης, καταδικάζεται έως και σε ένα χρόνο φυλακή. Αν η προσβολή αφορά το πρόσωπο του προέδρου της χώρας ή άλλων υψηλά ιστάμενων, ο ένοχος πάει έως 3 χρόνια φυλακή.
Άρθρα 208 και 209 περί «συμμετοχής σε παράνομη συνεύρεση»: όποιος συμμετέχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε συγκεντρώσεις ομάδων μη εγκεκριμένων από το κράτος τιμωρείται με φυλάκιση έως 3 μήνες, και ο διοργανωτής έως ένα χρόνο. Πρακτικά, κάθε ομάδα ανθρώπων (πρέπει να είναι πάνω από τρεις) μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία, ακόμα κι αν έχει μαζευτεί για να συζητήσει για αθλητικά.
Άρθρο 207 περί «συνεύρεσης ατόμων με εγκληματικό σκοπό»: τιμωρεί με φυλάκιση μέχρι 3 χρόνια τη συνάντηση των ατόμων με «σκοπό την τέλεση αδικήματος» καθεαυτή, ακόμα κι αν δεν τελεστεί το αδίκημα. Κομμένο και ραμμένο για να καλύψει νομικά τις εφόδους και προσαγωγές σε σπίτια και συναντήσεις αντιφρονούντων, οι οποίοι καταδικάζονται μόνο γιατί συναντήθηκαν, χωρίς να κάνουν τίποτα άλλο. Η διαφορά από το προηγούμενο άρθρο είναι ότι οι ποινές εδώ είναι πολύ μεγαλύτερες.
Άρθρο 101 περί «προπαγάνδας του εχθρού»: χοντρικά, όποιος λέει ή γράφει πράγματα και διαδίδει ιδέες που μπορεί να θεωρηθεί ότι στρέφονται κατά «της κοινωνίας και του σοσιαλιστικού κράτους», άρα αυτομάτως εξυπηρετούν τα σχέδια του εχθρού (των ΗΠΑ) μπορεί να καταδικαστεί έως και σε 8 χρόνια φυλακή.
Στο ίδιο άρθρο, προβλέπεται καταδίκη έως 4 ετών για όποιον διαδίδει «ψεύτικες ειδήσεις» και «κακόβουλες προβλέψεις» (δηλαδή λέει πράγματα διαφορετικά από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης) και αν χρησιμοποιήσει για αυτό τον σκοπό κάποιο μαζικό μέσο (π.χ. ίντερνετ), η ποινή εκτοξεύεται στα 15 χρόνια.
Αρθρα 72-90 που ορίζουν την περίφημη “peligrosidad” (επικινδυνότητα): οι αρχές έχουν δικαίωμα να αποφανθούν ότι ένας πολίτης έχει «ειδική τάση» προς τέλεση αδικημάτων με βάση την εκτίμηση της γενικής συμπεριφοράς του, εάν αυτή χαρακτηρίζεται «αντικοινωνική» και δεν συμβαδίζει με τις «σοσιαλιστικές ηθικές αξίες». Δεν χρειάζεται η τέλεση κάποιου αδικήματος, απλώς η διαπίστωση ότι έχει τέτοια «ροπή», που ενεργοποιεί την προληπτική σύλληψη του. Η τιμωρία για την «ροπή» είναι έως 4 χρόνια φυλάκιση. Από τα πιο συνηθισμένα όπλα του καθεστώτος κατά των αντιφρονούντων, γιατί δεν χρειάζεται καν ειδική έρευνα ή αποδείξεις.
Άρθρο 91, το άκρως επίφοβο άρθρο περί «Αδικημάτων ενάντια στην ανεξαρτησία ή την εθνική ακεραιότητα της χώρας»: Οποιος θεωρηθεί πως θέτει σε κίνδυνο την εθνική ανεξαρτησία της Κούβας ενεργώντας για λογαριασμό τρίτης χώρας (ΗΠΑ), τιμωρείται με φυλάκιση έως 20 ετών ή θάνατο. Το άρθρο έχει ενεργοποιηθεί αποκλειστικά για περιπτώσεις αντιφρονούντων, μια και κάθε δράση ενάντια στο καθεστώς ερμηνεύεται κατά βούληση (και) ως αδίκημα ενάντια στη χώρα προς όφελος των ΗΠΑ, και έχει επιφέρει εξοντωτικές ποινές σε αρκετούς επώνυμους αντικαθεστωτικούς ακτιβιστές.
Νόμος 88, η περίφημη “mordaza” (το φίμωτρο): όποιος Κουβανός συνεργαστεί με μέσα ενημέρωσης ή ραδιοτηλεοπτικά μέσα από το εξωτερικό ή δώσει πληροφορίες στα ξένα μέσα «που να είναι χρήσιμες στην πολιτική κατά της Κούβας» καταδικάζεται σε φυλάκιση έως 20 ετών, δήμευση όλων των υπαρχόντων του και πρόστιμο 100.000 πέσος (ο μέσος μισθός είναι γύρω στα 200). Αν δηλαδή μιλήσεις δημόσια στο εξωτερικό κατά του καθεστώτος, οι συνέπειες είναι συντριπτικές.




Άλλες ενδιαφέρουσες απαγορεύσεις που καθιστούν ακόμα πιο ασφυκτικό τον έλεγχο του κράτους πάνω στην κοινωνία και τους πολίτες, και ώρες-ώρες μοιάζουν σχεδόν κωμικές (και τραγικές μαζί):
Στην Κούβα μέχρι το 2013 απαγορευόταν η έξοδος από τη χώρα χωρίς κρατική άδεια. Τώρα πια ένας Κουβανός δεν χρειάζεται άδεια για να ταξιδέψει, αλλά χρειάζεται άδεια για να κατοικήσει στο εξωτερικό. Ακολούθως, πρέπει εντός 2 ετών να επιστρέψει στην Κούβα. Αν δεν επιστρέψει μέσα σε αυτό το διάστημα και δεν του έχει δοθεί η ειδική άδεια από την κουβανική πρεσβεία της χώρας όπου ζει (την οποία η πρεσβεία μπορεί να αρνηθεί να παραχωρήσει, συχνά ανάλογα με το «πολιτικό προφίλ» του αιτούντος), ο Κουβανός πολίτης χάνει όλα του τα δικαιώματα στην Κούβα, μεταξύ αυτών το δικαίωμα στέγασης (αν είναι κάτοχος σπιτιού, χάνει το σπίτι του), περίθαλψης κ.λπ. Σε αυτή την περίπτωση, ο Κουβανός δεν μπορεί να επιστρέψει πια στη χώρα του, παρά μόνο όταν (και αν) το κουβανικό κράτος αποφασίσει να του χορηγήσει εκ νέου άδεια. Το ότι είναι Κουβανός πολίτης δεν σημαίνει απολύτως τίποτα.
• Απαγορεύεται η κατοχή διπλής υπηκοότητας. Αν ένας Κουβανός πάρει και δεύτερη υπηκοότητα (ζώντας σε άλλη χώρα), χάνει αυτομάτως την κουβανική.
• Απαγορεύεται η χρήση ίντερνετ από οικιακές συσκευές. Η πρόσβαση επιτρέπεται μόνο σε συγκεκριμένα σημεία (ξενοδοχεία, κάποιους πανεπιστημιακούς χώρους και κρατικά κτίρια) και, εκτός από τα ξενοδοχεία, η κυβέρνηση μπλοκάρει με «φίλτρα» τα sites με ειδησεογραφικό και πολιτικό περιεχόμενο. Τα κινητά δεν έχουν πρόσβαση στο ίντερνετ πουθενά.
• Απαγορεύεται η σύσταση κάθε είδους σωματείου ή συλλόγου χωρίς την έγκριση του κράτους, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών κομμάτων και των ανεξάρτητων συνδικάτων.
• Απαγορεύεται η σύσταση εταιριών και η πρόσληψη υπαλλήλων από Κουβανούς πολίτες, καθώς και το άνοιγμα καταστημάτων.
• Απαγορεύεται η διαμονή Κουβανών από την επαρχία στην Αβάνα χωρίς άδεια. Οι πολίτες αυτοί θεωρούνται «παράνομοι μετανάστες» και αν συλληφθούν σε έλεγχο, τους επιβάλλεται πρόστιμο και κυριολεκτικώς απελαύνονται από την πρωτεύουσα με αστυνομική συνοδεία.
• Απαγορεύεται να φιλοξενηθεί πολίτης ξένης χώρας σε σπίτι Κουβανού χωρίς άδεια.
• Απαγορεύεται η κατοχή κάθε είδους ραδιοασυρμάτων, δορυφορικών κεραιών και ασυρμάτων μικροφώνων, καθώς και η πρόσβαση σε δορυφορική τηλεόραση.
• Απαγορεύεται η κυκλοφορία και διάδοση πληροφοριών που δεν έχουν πρώτα ελεγχθεί από το κράτος.
• Απαγορεύεται να δοθεί σε παιδί εναλλακτικό πρόγραμμα εκπαίδευσης από αυτό που ορίζει το κράτος. Η κρατική εκπαίδευση είναι η μοναδική νόμιμη.
• Απαγορεύεται η διοργάνωση αθλητικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων χωρίς κρατική άδεια.



• Απαγορεύεται στους Κουβανούς να κατέχουν αγελάδες και να σκοτώσουν αγελάδα για να την φάνε. Απαγορεύεται επίσης να πουλάνε αστακούς και γαρίδες, καθώς και να μεταφέρουν τρόφιμα από τη μία επαρχία στην άλλη (μη γελάτε καθόλου, γίνονται συστηματικοί έλεγχοι σε τρένα, λεωφορεία και εθνικές οδούς).
• Απαγορεύεται στην πράξη κάθε μορφή διαμαρτυρίας ή διαδήλωσης. Το αστείο είναι ότι το σύνταγμα τις επιτρέπει, αλλά οι αρχές συλλαμβάνουν τους κατά καιρούς διαμαρτυρόμενους επειδή «δεν διαμαρτύρονται σύμφωνα με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος», παρότι δεν υπάρχει κανένας νόμος που να καθορίζει τη μορφή που πρέπει να έχει μία νόμιμη διαμαρτυρία.
Οι σημερινές απαγορεύσεις σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε στην Κούβα κατά τα πρώτα 20 χρόνια που έκανε κουμάντο ο Φιντέλ είναι βέβαια εντελώς light. Τις ένδοξες μέρες της ασίγαστης επαναστατικής ζέσης των 60s και των 70s, αυτές που δείχνουν οι ωραίες ασπρόμαυρες φωτογραφίες με τον Φιντέλ παλικαράκι και το όπλο στον ώμο, ο σύντροφος πρόεδρος είχε απαγορεύσει περίπου τα πάντα, από τη θρησκεία μέχρι την ακρόαση ξένων τραγουδιών και από την επιβίβαση σε πλεούμενο (απαγόρευση που καταργήθηκε μόλις το 2013!) μέχρι την ομοφυλοφιλία. Ειδικώς η ομοφυλοφυλία θεωρείτο κατ’ εξοχήν αντιεπαναστατική συμπεριφορά (και δείγμα «καπιταλιστικής παρακμής») και η τιμωρία ήταν η αποστολή του «ενόχου» στα ειδικά στρατόπεδα συγκέντρωσης UMAP, όπου δέσποζε η επιγραφή “el trabajo os hara hombres”, ήτοι «η δουλειά θα σας κάνει άντρες» (που λέγεται πως ήταν έμπνευσης του άλλου μεγάλου ανθρωπιστή, του Τσε Γκεβάρα), στα οποία μάλιστα για ένα διάστημα εφαρμοζόταν και πειραματική «ορμονική θεραπεία» στους κρατούμενους για να γίνουν άντρες πιο σίγουρα. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ομοφυλοφίλων καταργήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όμως οι διακρίσεις εναντίον τους συνεχίστηκαν για αρκετά χρόνια ακόμα, μία πραγματικότητα που απεικόνισε δραματικά η σπουδαία ταινία του Τομάς Γκουτιέρες Αλέα «Φράουλα και Σοκολάτα» του 1993. Σήμερα, πάντως, το κράτος δεν ασχολείται πια με τις σεξουαλικές προτιμήσεις των πολιτών του. 
Tο κράτος δικαίου: ένα κουβανέζικο ανέκδοτο
Η έντονα απαγορευτική και τιμωρητική πολιτική και νομική κουλτούρα παραμένει χαρακτηριστικό του καθεστώτος ως σήμερα, με αποτέλεσμα η Κούβα, μία χώρα με σχεδόν ανύπαρκτη εγκληματικότητα, να φιγουράρει στην έβδομη θέση στον κόσμο σε αριθμό φυλακισμένων ως προς τον πληθυσμό. Είναι τόσο δαιδαλώδες το σύστημα των απαγορεύσεων και τόσο δύσκολο να επιβιώσεις ως νομοταγής πολίτης (δεδομένου μάλιστα ότι η βασική οικονομία της χώρας είναι η αχανούς μεγέθους παράνομη οικονομία και η μαύρη αγορά, στην οποία μετέχουν όλοι, από τους απλούς πολίτες ως τους υπουργούς της κυβέρνησης) ώστε, σε συνδυασμό με μία πάγια στάση σκληρής απονομής δικαιοσύνης και μεγάλων ποινών, στην Κούβα των 11 εκατομμυρίων κατοίκων να λειτουργούν 400 σωφρονιστικά ιδρύματα κάθε είδους, από φυλακές υψίστης ασφαλείας έως φάρμες υποχρεωτικής εργασίας (για να έχετε ένα μέτρο σύγκρισης, στην Ελλάδα με περίπου ίδιο πληθυσμό λειτουργούν 30).
Έχουν γραφτεί χιλιόμετρα καταδικαστικών εκθέσεων για το τρίπτυχο νομοθεσία-δικαιοσύνη-φυλακές στην Κούβα από όλους τους σημαντικούς διεθνείς οργανισμούς που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα (από τη Διεθνή Αμνηστία ως το Human Rights Watch) αλλά το αυτί του Φιντέλ ουδέποτε ίδρωσε. Ως σήμερα, το κουβανικό κράτος απαγορεύει αυστηρά κάθε πρόσβαση διεθνών παρατηρητών ή δημοσιογράφων στις φυλακές του, όμως το πλήθος πληροφοριών από πρώην φυλακισμένους και τους συγγενείς μιλούν για συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης και βαρβαρότητας, με βασικά χαρακτηριστικά τους ξυλοδαρμούς κρατουμένων, τον μόνιμο υποσιτισμό και την εφιαλτική απομόνωση στα περίφημα “gavetas” (συστάρια), τσιμεντένια κελιά βάθους 2 μέτρων και πλάτους μόλις 1, χωρίς παράθυρα, κρεβάτι, τουαλέτα και φως, όπου οι κρατούμενοι, συχνά 2 ή 3 μαζί, αναγκάζονται να περάσουν εβδομάδες ή μήνες χωρίς να μπορούν να βγουν έξω για κανένα λόγο. Τα “gavetas” ήταν ο βασικός τρόπος «σωφρονισμού» των πολιτικών κρατούμενων κατά τα πρώτα 30 χρόνια του καστρικού καθεστώτος. Σήμερα η χρήση τους έχει περιοριστεί αρκετά, αλλά λειτουργούν ακόμα, ειδικά στις σκληρές φυλακές της ανατολικής Κούβας.




Στην Κούβα η έννοια της προφυλάκισης και των δικαιωμάτων του συλληφθέντα είναι πολύ σχετική. Στην πράξη, ο συλληφθείς μπορεί να μείνει έως και δύο εβδομάδες υπό κράτηση χωρίς να του απαγγελθούν κατηγορίες και ο νόμος επιτρέπει να περάσουν 10 ημέρες χωρίς να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο του. Αυτή η παρατεταμένη προφυλάκιση χωρίς ο συλληφθείς τελικά να κριθεί δικαστικά είναι ένα πολύ συνηθισμένο εργαλείο που οι κουβανικές αρχές χρησιμοποιούν για να παρενοχλούν τους αντιφρονούντες και όσους συμμετέχουν σε ολιγόλεπτες ειρηνικές διαμαρτυρίες στις γωνίες των δρόμων στις κουβανικές πόλεις. Απλώς τους συλλαμβάνουν, τους κρατούν μία εβδομάδα – δέκα ημέρες χωρίς να τους πούνε καν τον λόγο, και μετά τους αφήνουν. Τον άλλο μήνα, πάλι τα ίδια. Και πάει λέγοντας.
Ομοίως σχετική είναι και η έννοια της δικηγορίας στην Κούβα. Οι δικηγόροι δεν είναι μεν τυπικά κρατικοί υπάλληλοι, αλλά ανήκουν σε μία ένωση η οποία ελέγχεται από το κράτος και αυτή δίνει την άδεια άσκησης του επαγγέλματος. Οι δικηγόροι μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους ελεύθερα, αλλά «οφείλουν να εμφορούνται από τις ηθικές αξίες της σοσιαλιστικής κοινωνίας», αλλιώς η άδειά τους μπορεί να ανακληθεί. Αυτό έχει δημιουργήσει στο παρελθόν πολλά προβλήματα στους δικηγόρους που ανέλαβαν να υπερασπιστούν αντικαθεστωτικούς σε δίκες, καθώς κάποιοι από αυτούς που θεωρήθηκε ότι επέδειξαν «υπερβάλλοντα ζήλο» στην υπεράσπιση έχασαν τις άδειες τους και λίγοι διώχθηκαν στη συνέχεια ποινικά, ως αντικαθεστωτικοί οι ίδιοι.
Ένα μέτρο που το κουβανικό καθεστώς ακόμα και σήμερα χρησιμοποιεί κατά το δοκούν είναι η υποχρεωτική εξορία. Συνήθως αφορά πολιτικούς κρατουμένους που το καθεστώς θέλει να ξεφορτωθεί και στους οποίους, μία ωραία ημέρα, παρουσιάζει τις εξής επιλογές: ή να μείνουν στις φυλακές και να εκτίσουν την ποινή τους (που σε αυτές τις περιπτώσεις είναι βαριά, 20 ή 30 χρόνια χωρίς δυνατότητα αναστολής) ή να μπούνε σε ένα αεροπλάνο «σηκωτοί» και να εγκαταλείψουν για πάντα την χώρα, συνήθως με κατεύθυνση την Ισπανία και από εκεί, ενδεχομένως, το Μαϊάμι. Μάλιστα στη φάση της «Κρίσης του Μαριέλ» το 1980, όταν για λίγους μήνες ο Κάστρο επέτρεψε σε όποιους ήθελαν να εγκαταλείψουν την Κούβα να το κάνουν, με σημείο αναχώρησης το λιμάνι του Μαριέλ (έφυγαν 125.000 άτομα), πολλοί Κουβανοί «σταμπαρισμένοι» από τις κρατικές αρχές, ως γνωστοί αντικαθεστωτικοί, όχι μόνο κρατούμενοι αλλά και κανονικοί εργαζόμενοι, επαγγελματίες κ.λπ. (αλλά και πολλοί ψυχικά ασθενείς, ομοφυλόφιλοι, όπως και θεωρούμενοι ως «μη αναμορφώσιμοι» εγκληματίες) κυριολεκτικά απήχθησαν από την αστυνομία, φορτώθηκαν με το ζόρι στα πλοιάρια και τα καΐκια που έρχονταν από το Μαϊάμι να παραλάβουν τους αναχωρούντες, και εκδιώχτηκαν από τη χώρα για πάντα, αφήνοντας πίσω τις οικογένειές τους, τα παιδιά τους και όλα τους τα υπάρχοντα. Αυτή ήταν η μεγάλη κίνηση του Φιντέλ για «να καθαρίσει ο τόπος». Σε όσους εφαρμόζεται η υποχρεωτική εξορία δεν ξαναδίνεται η δυνατότητα επιστροφής στη χώρα.




Λαός εναντίον λαού και «οι ζωές των άλλων»
Στην Κούβα υφίσταται ένα πλήθος κρατικών υπηρεσιών που έχουν σχέση με την «ασφάλεια» και είναι γενικά γνωστό ότι τα σταθερά τηλέφωνα παρακολουθούνται και η αλληλογραφία (επιλεκτικά) ανοίγεται. Αρκετές από τις απαγορεύσεις (π.χ. στην κατοχή ασυρμάτων ή δορυφορικών μέσων επικοινωνίας, καθώς βέβαια και η ελεύθερη χρήση του ίντερνετ) οφείλονται στην «τρύπα ασφαλείας» που θα δημιουργούσαν, καθώς το κουβανικό κράτος δεν θα είχε τη δυνατότητα να ελέγξει αυτού του είδους τα επικοινωνιακά μέσα. Για αυτό δεν επέτρεπε και την κινητή τηλεφωνία, ως το 2008 (προφανώς τότε απέκτησε τον τρόπο ελέγχου του μέσου, τουλάχιστον για τα πρόσωπα τα οποία το ενδιαφέρουν). Ωστόσο το πιο αξιόπιστο σύστημα γενικής παρακολούθησης του πληθυσμού είναι οι θρυλικές Comités de Defensa de la Revolucion (Επιτροπές Υπεράσπισης της Επανάστασης, εν συντομία CDR) που επανδρώνονται από πολίτες πιστούς στο καθεστώς, και πέραν κάποιων κοινωνικών καθηκόντων (π.χ. εθελοντική αιμοδοσία, βοήθεια στις αρχές σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών κ.λπ.) η βασική τους ασχολία είναι η παρακολούθηση της καθημερινής ζωής των άλλων πολιτών (γιατί τα μέλη των CDR υπάρχουν και ζουν σε κάθε γειτονιά και γωνία οποιουδήποτε κατοικημένου σημείου της Κούβας) και ακολούθως, η άμεση ενημέρωση των αρχών για κάθε «περίεργη» δραστηριότητα. Αυτό θεωρείται από τα μέλη των CDR, που είναι πάντα μέλη του Κόμματος, «πατριωτικό καθήκον» και μετά από 56 χρόνια φιντελισμού, τούτη η θεσμοθετημένη ρουφιανιά γίνεται κατανοητή από όλους ως κάτι σχεδόν φυσιολογικό, που έχουν μάθει να ζουν με αυτό. Κανείς δεν μιλάει δυνατά για «ευαίσθητα» θέματα ακόμα και μέσα στο σπίτι του, αφού ο γείτονας πιθανότατα ακούει, οπότε ο συνηθισμένος τρόπος είναι να βάζουν πολύ δυνατά τηλεόραση ή μουσική, να ψιθυρίζουν ο ένας στο αυτί του άλλου (μέσα στο σπίτι τους!) ή να μιλάνε κρυπτικά και με νοήματα (για πολλά χρόνια μία κίνηση του χεριού κάτω από το πηγούνι, σα να τραβάς ένα μούσι, σήμαινε «ο Φιντέλ»).
Ένα άλλο πατριωτικό καθήκον που συνήθως καλούνται να φέρουν εις πέρας τα μέλη των CDR και άλλες συναφείς «δημοκρατικές δυνάμεις» (συνήθως μέλη του κόμματος, πράκτορες και αστυνομικοί με πολιτικά) είναι οι γνωστές “actos de repudio” («Δράσεις Αποκήρυξης»), που αποτελούν ένα από τα πιο θλιβερά εφευρήματα του καθεστώτος του Κάστρο. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα είδος αυστηρά κατευθυνόμενου και διατεταγμένου όχλου, εν είδει «αγανακτισμένων πολιτών», που μεταφέρεται σε χρόνο μηδέν (από κρατικά αυτοκίνητα με πολιτικές πινακίδες) όπου χρειαστεί και έχει αποστολή να καταστείλει «λαϊκά» οποιαδήποτε εκδήλωση ή ειρηνική διαμαρτυρία αντιφρονούντων. Τις πρώτες δεκαετίες της Επανάστασης οι «Δράσεις Αποκήρυξης» συνήθως αφορούσαν την περικύκλωση σπιτιών αντιφρονούντων, τον λιθοβολισμό και το γράψιμο υβριστικών και πατριωτικών συνθημάτων στους τοίχους τους (ώστε όλοι να ξέρουν ότι εκεί ζει ένα «αντικοινωνικό στοιχείο»), ενώ με τις (ανύπαρκτες) διαμαρτυρίες ασχολιόταν αποκλειστικά η αστυνομία και το επίσημο κράτος. Από τη δεκαετία του ’90, όμως, και το άνοιγμα των συνόρων στον τουρισμό, κρίθηκε αρμοδίως ότι μία εικόνα καταστολής από ένστολα όργανα του κράτους θα ήταν κακή για τις δημόσιες σχέσεις της Κούβας, οπότε αποφασίστηκε τα “actos de repudio” να πάρουν λίγο διαφορετική μορφή. Τα μεγάλα επεισόδια του καλοκαιριού του 1994, όταν πεινασμένοι νέοι άρχισαν να λεηλατούν τα καταστήματα της Αβάνας φωνάζοντας «κάτω ο Φιντέλ» αντιμετωπίστηκαν κυρίως με φορτηγά με ροπαλοφόρους αγρότες που έφτασαν εσπευσμένα από την επαρχία, και μόνο διακριτική παρουσία της αστυνομίας, που άφησε τους πρωτευουσιάνους νεαρούς να φάνε αρκετό σοσιαλιστικό ξύλο πριν επέμβει.
Ακολούθως, αυτό έγινε το κύριο μοτίβο αντιμετώπισης του κύματος μικρών ειρηνικών διαμαρτυριών (δεν μπορούν να χαρακτηριστούν διαδηλώσεις) σε δρόμους της Κούβας από παράνομες αντικαθεστωτικές οργανώσεις όπως οι περίφημες Damas de Blanco («Οι Γυναίκες στα Λευκά»), που καλά κρατούν ως σήμερα. Συνήθως μία μικρή ομάδα γυναικών στέκεται σε μία γωνία ή ένα πολυσύχναστο σταυροδρόμι κρατώντας πλακάτ και φωνάζοντας συνθήματα για την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων και τον εκδημοκρατισμό (σχεδόν ποτέ δεν αναφέρονται ευθέως κατά του Φιντέλ, του Ραούλ ή του σοσιαλισμού). Ενας-δύο αστυνομικοί ή κάποιο περιπολικό παρακολουθούν από απόσταση. Για λίγη ώρα δεν συμβαίνει τίποτα. Κόσμος μαζεύεται, συχνά για να δει το θέαμα γιατί όλοι ξέρουν τι θα ακολουθήσει. Ξαφνικά, από το πουθενά εμφανίζεται μία μάζα 50-100 ανθρώπων που κραδαίνουν κουβανικές σημαίες και καλογραμμένα φιλοκυβερνητικά πλακάτ, φωνάζουν τα αναμενόμενα φιλοκυβερνητικά συνθήματα και περικυκλώνουν ασφυκτικά τη μικρή αντικαθεστωτική ομάδα, πάντα κραυγάζοντας ώστε να σκεπάσουν τις φωνές των διαμαρτυρομένων, τις/τους βρίζουν, τις/τους φτύνουν, τις/τους τραβάνε από τα μαλλιά ή τα ρούχα, πέφτει και καμιά φάπα, καμία κλωτσιά ή κανένα χαστούκι, και ως διά μαγείας, σε εκείνο το σημείο εμφανίζεται μία κλούβα της αστυνομίας, οι αστυνομικοί ανοίγουν δρόμο ανάμεσα στους «αγανακτισμένους» και λένε στους αντιφρονούντες «μην ανησυχείτε, είμαστε εδώ για την ασφάλειά σας, ακολουθήστε μας». Η εικόνα δηλαδή που το κράτος θέλει να προβάλλει είναι ότι οι αντιφρονούντες προκαλούν «τον λαό» και η καλή αστυνομία επεμβαίνει για να τους σώσει από τη δίκαιη οργή του. Μία βόλτα από το τμήμα και μία ολιγοήμερη κράτηση, πάντα χωρίς κατηγορίες και χωρίς δικηγόρο, είναι η φυσιολογική συνέχεια, μέχρι την επόμενη διαμαρτυρία, οπότε όλα ξαναρχίζουν από την αρχή. (Στο Youtube υπάρχουν πάμπολλα βίντεο από actos de repudio, για όσους θέλουν να δουν με τι μοιάζει αυτή η άθλια κουβανική κρατική πατέντα).

Σοσιαλισμός ή/και θάνατος
Στην Κούβα ισχύει η θανατική ποινή. Ο κόσμος, και κυρίως οι ξένοι τουρίστες, βλέποντας το σημερινό πρόσωπο της Κούβας που αποπνέει μία μονολιθικότητα χαλαρή και νοσταλγική, δεν μπορούν ενδεχομένως να φανταστούν πως το καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο χτίστηκε πάνω σε ποταμούς αίματος «αντιπάλων» κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων πολλών πρώην συντρόφων και συμπολεμιστών του. Τα επίσημα κιτάπια της Επανάστασης μιλάνε για περίπου 7.000 εκτελεσμένους από το καθεστώς κατά την δεκαετία του ’60 (από αυτούς, περίπου 1.200 άτομα εκτελέστηκαν από «λαϊκά δικαστήρια», χωρίς καμία νομική διαδικασία), μία πρακτική που μάλιστα ο Τσε Γκεβάρα είχε υπερασπιστεί από το βήμα των Ηνωμένων Εθνών με την περίφημη δήλωση του «ναι, τουφεκίζουμε και θα συνεχίσουμε να τουφεκίζουμε για όσο εμείς κρίνουμε απαραίτητο». Για να έχετε ένα μέτρο σύγκρισης, η χούντα του «χασάπη» Πινοτσέτ δολοφόνησε (ανάλογα με τις διαθέσιμες πηγές) από 1.200 ως 3.200 άτομα. Στην Κούβα του Κάστρο ο τελικός αριθμός των νεκρών που έχει στο ενεργητικό του το καθεστώς είναι αδιευκρίνιστος, προσθέτοντας όμως στη σούμα τους (πολλούς) θανάτους αντιφρονούντων στις φυλακές «από φυσιολογικά αίτια» και τους άπειρους πνιγμούς ανθρώπων που επιχείρησαν να δραπετεύσουν από τη χώρα διά θαλάσσης (για πολλά χρόνια η κουβανική ακτοφυλακή απλώς εμβόλιζε τα αυτοσχέδια πλοιάρια των «αποστατών», θέλοντας να περάσει διά του παραδείγματος το μήνυμα ότι κάτι τέτοιο δεν είναι καλή ιδέα) κάποιοι ερευνητές ανεβάζουν το νούμερο στην περιοχή των 10.000 νεκρών. Εν τοιαύτη περιπτώσει, Πινοτσέτ επί τρία.
Η χρήση της θανατικής ποινής που ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη κατά την πρώτη δεκαετία της Επανάστασης σταδιακά ατόνησε, και μετά το 1970 επιλέχθηκε μόνο για πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ανάμεσά τους, η περίφημη «υπόθεση Οτσόα», όταν ο ήρωας πολέμου (στην κουβανική εκστρατεία στην Ανγκόλα) και δημοφιλέστατος στρατηγός Οτσόα, που οι κακές γλώσσες λένε πως άρχισε να κάνει τον γηράσκοντα Φιντέλ να αισθάνεται πολιτικώς άβολα, δικάστηκε «εξπρές» για εμπόριο ναρκωτικών σε απευθείας μετάδοση και σε εθνικό δίκτυο, βρέθηκε ένοχος και εκτελέστηκε το 1989. Επίσης, η θλιβερή υπόθεση των τριών νεαρών που το 2003 κατέλαβαν ένα επιβατικό πλοιάριο που κάνει τη διαδρομή από τη μία άκρη του κόλπου της Αβάνας ως την άλλη (το προάστιο της Regla) με σκοπό να αναγκάσουν τον καπετάνιο να βγει στα ανοιχτά και να τους πάει στο Μαϊάμι. Στη διάρκεια της πειρατείας οι νεαροί απείλησαν με μαχαίρια τον καπετάνιο και δύο Γαλλίδες τουρίστριες, αν και δεν πείραξαν κανένα και τελικά παραδόθηκαν. Δικάστηκαν τις επόμενες ημέρες, η δίκη κράτησε λίγες ώρες και ήταν κεκλεισμένων των θυρών, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν το επόμενο πρωί. Η υπόθεση των τριών νεαρών ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών κατά της Κούβας από οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κυβερνήσεις. Ως αποτέλεσμα, δεν έχει πραγματοποιηθεί άλλη εκτέλεση από τότε, και σε κάποιους ήδη καταδικασμένους σε θάνατο οι ποινές μετατράπηκαν στην πορεία σε ισόβια.

Βασίλης Σταματίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου