Ντριιν, ντριιν το κινητό.
- Έλα ρε, τί έγινε; Καλά;
- Άσε ρε Ηρακλή, σκοτωθήκαμε με την Ελένη.
- Γιατί;
- Της πέταξα έναν κουβά νερό στο κεφάλι από το μπαλκόνι.
Χωρίς τον κουβά, ε;
- Γιατί ρε βλαμμένε;
- Ε, να, αυτά που λέγαμε χτες...
- ...Είσαι ηλίθιος...
Πίσω στο χτες λοιπόν, ο Γιώργος ήταν με το φίλο του τον
Ηρακλή και κάτι άλλους, στο Μοναστηράκι για καφέ και φιλοσοφίες (μπανίζοντας
διερχόμενα θηλυκά).
Ανοιξιάτικη μέρα εξάλλου, το σήκωνε το έξω.
Φυσούσε ελαφρό αεράκι, όχι πολύ ζεστό, αρκετό όμως να
κάνει τα διερχόμενα θηλυκά να ντυθούν και αυτά «ελαφρά» και τα μπανίζοντα
αρσενικά να ρουφάνε τους καφέδες σχολιάζοντας:
«Κοίτα το, κοίτα το! Δες ρε μαλάκα! Πώώώ!! Θάνατος!!»,
ενώ ταυτόχρονα χαμήλωναν τα γυαλιά ηλίου.
Αναπόφευκτα κάποια στιγμή, τα σχόλια έφεραν μπελάδες…
- «Κοίτα την αυτή! Πώωω! Τί κωλαράκι είναι αυτό;».
- «Σου αρέσει, ε;» αποκρίθηκε το διερχόμενο κωλαράκι και
πρόσθεσε «...να σου γνωρίσω αυτόν που το περιποιείται. Βασίληηη!».
Δύο μέτρα ο Βασίληηηης, μπρατσωμένος, πλησίασε
αγριεμένος:
- Συμβαίνει τίποτα ρε μάγκες;
- Όχι ρε φίλε, παρεξήγηση, μπλα, μπλα, μπλα.
Ηρέμησαν τα πνεύματα και έπεσε η αδρεναλίνη, σε κανονικά
για την εποχή επίπεδα.
Εκείνη τη στιγμή, λέει ο Γιώργος στην παρέα:
- Μας ψεκάζουν.
- Τι;
- Μας ψεκάζουν ρε,
δεν βλέπετε; Κοιτάξτε πάνω και θα δείτε. Και μετά θα καταλάβετε, γιατί
παραλίγο να μας πλακώσει ο άλλος.
Ο Γιώργος ασπαζόταν αυτή τη θεωρία. Πίστευε στους ψεκασμούς.
Πίστευε πως μια αμερικανοεβραϊκογερμανική συνωμοσία,
δούλευε υπερωρίες για να αφανίσει ή τουλάχιστον να ελέγξει την ατίθαση Ελληνική φυλή.
Ίσως να συμμετείχαν και οι Άγγλοι σε αυτό, δεν είχε
καταλήξει όμως ακόμα.
Κοιτάξανε λοιπόν οι υπόλοιποι της παρέας, ψηλά. Καθαρός,
καταγάλανος ουρανός.
«Τις βλέπετε τις άσπρες γραμμές; Μόλις μας ψέκασαν», είπε
ο Γιώργος.
Πραγματικά, αυτές οι "γραμμές" υπήρχαν.
Έβγαιναν πίσω από ένα αεροπλάνο.
Το αεροπλάνο βρισκόταν όμως, ψηλά. Πολύ ψηλά. Μα πάρα
πολύ ψηλά.
Ίσα που διέκρινες πως υπήρχε κάτι.
Ο φίλος του ο Ηρακλής, τον κοίταξε, έκανε έναν ειρωνικό
μορφασμό με το στόμα και κούνησε το κεφάλι.
Ένας απο την παρέα, αναφώνησε:
«Α! Τα βλέπετε ρε; Τα λένε κι άλλοι!».
«Σταμάτα ρε καραγκιόζη! Πάλι σκορπάς αρβύλες;» είπε ο
Ηρακλής στο Γιώργο.
Καλό παιδί ο φίλος του, αλλά είχε βαρεθεί αυτές τις
θεωρίες του.
«...Ακούστε ρε ζώα», πρόσθεσε ο φιλόζωος Ηρακλής, μη θέλοντας
να συνεχιστεί αυτή η συζήτηση.
«...Σταματήστε να πιστεύετε τις μπαρούφες περί ψεκάσματος
των Αθηνών και πάσης Ελλάδος, άμα λάχει να ‘ούμε. Θα σας πω το εξής. Τα πυροσβεστικά αεροπλάνα τα ξέρετε; Αυτά
κουβαλάνε 5 τόνους νερό.
Ξέρετε πόσο είναι 5 τόνοι σε βάρος; Περίπου 5 Μερσεντές.
Αυτές λοιπόν τις 5 Μερσεντές για να είναι αποτελεσματικές, πρέπει να τις ρίξουν
από τα 30 μέτρα
ύψος. Αν τις ρίξουν από τα 100
μέτρα, στο έδαφος θα πέσει ψιχάλα.
Αν πάνε στα 10 χιλιάδες μέτρα, εκεί δηλαδή που πετάνε τα
πολιτικά αεροσκάφη, στο έδαφος δεν θα φτάσει τίποτα.
Άσε που, αν το ρίξουν πάνω απο την Αθήνα στα 10 χιλιάδες
μέτρα, ό,τι είναι να φτάσει στο έδαφος, θα πέσει μάλλον στην Καλαμάτα. Οι
άνεμοι που πνέουν εκεί ψηλά είναι ισχυροί. Και μιλάμε τώρα να ρίχνουνε νερό, όχι
αέριο για να μας ψεκάζουν.
Οι βόμβες που έριχναν τα συμμαχικά αεροπλάνα στον Β’ ΠΠ
από χαμηλότερο ύψος, έπεφταν 5 και 8 χιλιόμετρα εκτός στόχου, λόγω των ανέμων. Και
ήταν βόμβες που ζύγιζαν από 500
κιλά μέχρι 2 τόνους! Όχι αέριο. Φερστέχεν;».
Φυσικά υπήρχε πάντα αντίλογος:
«Και τότε τί είναι αυτό που βλέπουμε ρε πανέξυπνε; Εσύ
δεν βλέπεις κάποιες μέρες πολλές γραμμές να διασταυρώνονται πάνω απο την Αθήνα;
Το κάνουνε με σχέδιο!».
Σχόλιο, για το οποίο φυσικά, υπήρχε απάντηση:
«Αυτό που βλέπουμε είναι ίχνη συμπύκνωσης. Contrails.
Concentration trails δηλαδή. Το καύσιμο που καίνε τα αεροπλάνα έχει μέσα και
γάργαρο νεράκι. Αυτό βγαίνει άκαυτο σε αέρια μορφή.
Και επειδή εκεί πάνω έχει -50 βαθμούς, συμπυκνώνεται και δημιουργείται αυτό το ίχνος. Στην
ουσία είναι σύννεφο. Με
τον ίδιο τρόπο δημιουργούνται και τα σύννεφα.
Τώρα όταν φυσάει, το ίχνος αυτό διασκορπίζεται γρήγορα.
Τις "καλές μέρες", με βαρομετρικά υψηλά, οι άνεμοι δεν είναι ισχυροί.
Είναι ασθενείς και καθυστερούνε να διαλύσουνε τα ίχνη συμπύκνωσης. Και πάνω από
την Αθήνα βλέπετε πολλές "γραμμές" γιατί είναι σταυροδρόμι βασικών αεροδιαδρόμων.
Κάτι σαν "κόμβος εθνικών οδών"».
Μικρή ανάσα και συνεχίζει ο Ηρακλής:
«...Να σας πω και το άλλο, να δοκιμάσετε. Πάρτε έναν
κουβά νερό και ανεβείτε στην ταράτσα της πολυκατοικίας σας. Εγώ θα καθίσω απο
κάτω. Σημαδέψτε με και αδειάστε τον κουβά.
Πόσο νερό θα πέσει πάνω μου;
Αν φυσάει κιόλας, δεν θα με πετύχει τίποτα. Έλεος πια,
ό,τι σαχλαμάρα ακούτε την πιστεύετε!».
Μετά από αυτή την κουβέντα που είχανε, ο Γιώργος πήγε
σπίτι του προβληματισμένος από την ερμηνεία του Ηρακλή.
«Ρε, λες;», σκεφτότανε.
Σήμερα το πρωί λοιπόν, η Ελένη πήγε τα παιδιά στο
σχολείο.
Όταν επέστρεψε, ο Γιώργος την περίμενε στο μπαλκόνι. Με
τον κουβά γεμάτο.
Και μόλις αυτή βγήκε από το αυτοκίνητο...
«Σπλατς»!
Ο Γιώργος όμως, έμενε στον πρώτο...
Γιώργος Στρατάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου