Ο Σόιμπλε είχε ξενυχτήσει το βράδυ Κυριακής προς Δευτέρα.
Ένα ακόμη ζήτημα του Ελληνισμού τον ανάγκαζε να
παραμείνει ξάγρυπνος.
Οι εκδικητικές του διαθέσεις εναντίων αυτού του μικρού
αλλά σημαντικού λαού, του – κατά Κίσινγκερ [sic και γέλια]
– δυσκολοκυβέρνητου λαού των Ελλήνων,
είχαν αναζωπυρωθεί επικίνδυνα.
Ο ανάπηρος πολιτικός ζήταγε να εκτονωθεί – κάπου έπρεπε
να ξεσπάσει.
Ήταν απόγευμα 25ης
Μαρτίου, ημέρα της εθνικής εορτής του προαιώνιου εχθρού – του φόβου και τρόμου
κάθε σκοτεινής δυνάμεως.
Ο Σόιμπλε απευθύνθηκε στον γραμματικό του.
«Θέλω απόψε τον Τράγκα. Να είναι εδώ όσο πιο γρήγορα
γίνεται», είπε, στους γνωστούς αυταρχικούς τόνους.
«Μας πώς να τον φέρουμε εδώ απόψε; Δεν γίνεται. Το βράδυ
ξενύχτησε μέχρι πρωίας στην τηλεόραση του Σκάι ενημερώνοντας το κοινό.
Τα ξημερώματα κίνησε κατά τον Real fm, για
ραδιοφωνική αυτή τη φορά ενημέρωση. Το μεσημέρι παραβρέθηκε στην κηδεία του Μανώλη
Γλέζου. Και αμέσως μετά αναχώρησε φουριόζος για το σπίτι του στη Γαλλία. Είχε
ανάγκη κάποιας ανάπαυσης…», απάντησε ο πιστός γραμματικός.
«Δεν ξέρω τι θα κάνετε, αλλά εγώ τον θέλω αυτόν τον
Έλληνα! Είναι ηλικιωμένος και άσχημος, αλλά έχει ηδυπάθεια σε συνδυασμό με
ανδροπρέπεια. Και αυτό μου αρέσει. Είπα και ελάλησα!», έκλεισε τη συζήτηση ο
γερμανός πολιτικός, με ναζιστικό αυταρχισμό και τον γνωστό θυμό που του είχε
ενσταλάξει η αναπηρία.
Για να προσθέσει: «Προκειμένου να τον δελεάσετε, πείτε
του ότι η Γερμανία αποφάσισε να τον χρηματοδοτήσει.
Να τον χρηματοδοτήσει για να… επανεκδώσει τη Χώρα»,
είπε γελώντας και κλείνοντας το μάτι με νόημα.