Την εποχή που ο Κοσκωτάς βρίσκονταν στις δόξες του, και λατρεύονταν
σαν ημίθεος από εκατομμύρια συμπατριωτών μας, κυρίως στον Πειραιά, λέγεται ότι
μοίραζε μέχρι και 100.000 δρχ σε φιλοδωρήματα, κάθε φορά που πήγαινε στο γήπεδο.
Χιλιάρικο σ’ αυτόν που του άνοιγε τη πόρτα της λιμουζίνας,
πεντοχίλιαρο στον παρκαδόρο, χιλιάρικο στον ταξιθέτη, κ.ο.κ.
Μέχρι να φτάσει να καθίσει στη θέση του, είχαν κάνει φτερά
100.000 δρχ.
Το να είσαι παρατρεχάμενος,
ή βαστάζος του Κοσκωτά, ήταν από μόνο του ένα κερδοφόρο επάγγελμα.
Να θυμίσω, ότι ένας
αξιοπρεπής μηνιαίος μισθός τότε ήταν τα 70 και τα 80 χιλιάρικα!
Ότι και να ήταν ο χοντρός, τσίπης πάντως δεν ήταν…
Θα μου πείτε δικά του ήταν;
Και γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά;
Διότι με την περίπτωση του Λαυρέντη Λαυρεντιάδη, είναι
σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα από εκείνη την «χρυσή» εποχή των `80ς, όπου
κυριαρχούσαν ο Κοσκωτάς, η Μιμή, ο Μένιος, η Τουρλουμούση, και η … Βαγγέλω (ο
αεροσυνοδός).