Είχα γνωρίσει έναν συμπαθητικό άνθρωπο που ήταν μέλος
χορευτικού ομίλου και έτρεχε παντού όπου νόμιζε ότι η παρουσία του θα βοηθούσε
σε αυτό το θολό κατασκεύασμα που λέγεται ακόμη «ελληνική παράδοση κατά τη
σύγχρονη εποχή». Έπαιρνε άδεια από τη δουλειά του, έχανε μεροκάματα, κουβαλούσε
στολές, λαϊκά όργανα, χόρευε και αισθανόταν πως εκπληρώνει ένα εθνικό καθήκον.
Μου γνωστοποίησε λοιπόν την εμπειρία του μια φορά που
φορτώθηκαν σε αυτοκίνητα και μικρά λεωφορεία για να κάνουν ένα εξωτερικό
τηλεοπτικό γύρισμα, όπου θα χόρευαν χορούς του τόπου τους.
Αυτό θα γινόταν για λογαριασμό της Ε.Ρ.Τ. και τη λήψη θα
την πραγματοποιούσαν σκηνοθέτες, οι βοηθοί τους, τεχνικοί, φροντιστές του
κρατικού τηλεοπτικού σταθμού.
Μόλις λοιπόν έφθασαν σε ένα μέρος κοντά στο Σούνιο, σε
ένα ξέφωτο όπου θα γινόταν το γύρισμα οι άνθρωποι της Ε.Ρ.Τ. τους είπαν (μας
διέταξαν μου είπε εκείνος, επί λέξει), να κατεβούμε και να περιμένουμε.
Εκείνοι εξαφανίστηκαν, τους κατάπιε η γη, κυριολεκτικά.
Μετά από δυο-τριών τουλάχιστον ωρών αναμονή εμφανίστηκαν
πάλι.
Δεν ήταν μόνον το ότι είχαν πάει σε κάποια ταβέρνα και
καλόφαγαν αφήνοντας τους άλλους ντυμένους με τις παραδοσιακές στολές, να
περιφέρονται κάτω από τον ήλιο (σκεφθείτε τη σκηνή), αλλά όπως κατάλαβαν η όλη
αυτή συμπεριφορά είχε και μια ακόμη πιο απεχθή ουρά.
Διότι οι μάγκες(;) κατά πάγια τακτική το έκαναν αυτό για
να αργοπορεί αρκετά το γύρισμα και να γράφουν μέσα στην ημέρα αδρά αμειβόμενες
υπερωρίες.