Ένα μεσημέρι του καλοκαιριού του 2004, έφευγα από το
Γενικό Νοσοκομείο Γεώργιος Γεννηματάς για να επιστρέψω στο σπίτι μου.
Την ημέρα εκείνη τα μέσα μαζικής μεταφοράς είχαν απεργία,
οπότε πέρασα απέναντι και περίμενα για ταξί. Για καλή μου τύχη, ένα ταξί με
έναν επιβάτη σταμάτησε και κάθισα στο πίσω κάθισμα.
Πριν το ταξί ξεκινήσει, δυο ακόμα άνθρωποι –ένας
αξιωματικός και μια υπαξιωματικός του Στρατού που περίμεναν έξω από το
Πεντάγωνο- παρακάλεσαν να μπουν στο ταξί.
Φυσικά, κανείς μας δεν είχε αντίρρηση, αφού είναι γνωστό
πως, τις ημέρες που απεργούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τον ρόλο αυτό τον
παίζουν τα ταξί. Έκατσα πίσω από τον οδηγό και επιβιβάστηκαν και αυτοί.
Ο οδηγός του ταξί είχε μια διαβολεμένη διάθεση για
κουβέντα, η οποία φούντωσε από την παρουσία των δυο στρατιωτικών.
Από τις πρώτες φράσεις του έγινε φανερό πως ήταν οπαδός
της Νέας Δημοκρατίας. Ήταν μια εποχή που, όταν έμπαινες σε ταξί, ήταν να σαν να
έμπαινες στα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας.
Βέβαια, μετά την χρεοκοπία και τις ατελείωτες ώρες
αναμονής για επιβάτη στις πιάτσες, οι οδηγοί ταξί έχουν μια πιο επαναστατική
διάθεση.
Ο οδηγός του ταξί αποθέωνε την νεοεκλεγμένη κυβέρνηση της
Νέας Δημοκρατίας και έβριζε το ΠΑΣΟΚ.
Πολύ θα ήθελα να ήξερα τι έχει να πει σήμερα. Μάλλον θα
ψηφίζει Χρυσή Αυγή…
Μιλούσε ακατάπαυστα και εκθείαζε τον Σπήλιο
Σπηλιωτόπουλο, τον τότε υπουργό Εθνικής Άμυνας.
Υποστήριζε πως τον γνώριζε προσωπικά και πως ήταν
σπουδαίος άνθρωπος και πατριώτης.
Δεν του απαντούσε κανείς μας. Εγώ προσωπικά δεν είχα
καμία διάθεση για συζήτηση. Με απασχολούσαν τα δικά μου προβλήματα.
Ο οδηγός του ταξί, απτόητος, άρχισε να ρίχνει
εθνικοπατριωτικές κορώνες, με την ελπίδα να συγκινήσει τουλάχιστον τους δυο
στρατιωτικούς. Τζίφος.
Και τότε άρχισε να μιλάει για τα Ίμια.
Για την «προδοσία» του Κώστα Σημίτη, για το ΠΑΣΟΚ που
πρόδωσε την πατρίδα, για τον πατριώτη Καραμανλή που θα βούλιαζε τα τουρκικά
πλοία και για «τα παλικάρια μας που χάθηκαν».
Επειδή κανείς μας δεν του απαντούσε, είχε αποφασίσει πως
είμαστε όλοι πασόκοι του κερατά. Δεν του περνούσε καν από το μυαλό πως μπορεί
να ήμασταν κουρασμένοι άνθρωποι που θέλουν μόνο να πάνε στα σπίτια τους.
Η βελόνα είχε κολλήσει στα Ίμια, την προδοσία, τις
σημαίες και τα ηρωικά παλικάρια μας που σκοτώθηκαν. Είχε πάθει ντελίριο.
Έκανε και ζέστη εκείνη την ημέρα…
Αφού βεβαιώθηκα πως ήμουν κοντά στον προορισμό μου,
αποφάσισα να μιλήσω:
«Κοιτάξτε, επειδή εγώ είμαι ΠΑΣΟΚ και δεν γουστάρω τα
έθνη και τις πατρίδες, μήπως θα μπορούσατε να μου θυμίσετε τα ονόματα των τριών
αξιωματικών που σκοτώθηκαν στα Ίμια;».
Σιωπή. Έβλεπα το πρόσωπό του στον καθρέφτη. Ήταν
κατακόκκινος. Ήταν έτοιμος να κάνει μπαμ.
«Τι σημασία έχει αυτό;»
«Ε, πώς δεν έχει; Αφού είστε πατριώτης και λέτε πόσο σας
πείραξαν τα Ίμια, θα πρέπει τουλάχιστον να θυμάστε τα ονόματα των αξιωματικών
που σκοτώθηκαν κάνοντας το καθήκον τους».
«Δεν τα θυμάμαι τώρα».
«Θα σας τα θυμίσω εγώ: Γιαλοψός, Καραθανάσης, Βλαχάκος»…
Είχε γίνει μπαρούτι. Αν είχε όπλο, θα με πυροβολούσε.
Δεν είχε. Πάντως, έβγαλε τον σκασμό. Επιτέλους.
Λίγο μετά, κατέβηκα στο ύψος της Πύλης του Αδριανού.
Οι δυο στρατιωτικοί κατέβηκαν για να μπορέσω να βγω από
το ταξί.
Ο αξιωματικός –με τον οποίο δεν είχα ανταλλάξει ούτε μια
κουβέντα- μου έσφιξε δυνατά το χέρι και μου χαμογέλασε.
Υπάρχει κάτι
που δεν κατάλαβα ποτέ με τους Έλληνες αξιωματικούς που σκοτώθηκαν από την πτώση
του ελικοπτέρου στα Ίμια.
Αυτό που δεν
κατάλαβα ποτέ είναι πώς και γιατί τους «χαρίσαμε» στους ακροδεξιούς.
Είναι πραγματικά ακατανόητη η στάση μεγάλου μέρους του
κόσμου της Αριστεράς απέναντι στους νεκρούς των Ιμίων.
Λες και οι τρεις Έλληνες αξιωματικοί ήταν φασίστες. Δεν
ήταν.
Ήταν τρεις Έλληνες στρατιωτικοί που σκοτώθηκαν ενώ
τηρούσαν τον όρκο τους. Όχι σε ξένο έδαφος.
Δεν βρίσκονταν σε κάποια επιθετική αποστολή σε ξένη χώρα.
Ήταν εντός της ελληνικής επικράτειας.
Εκτελούσαν διαταγές και υπερασπίζονταν τη χώρα τους.
Μπορώ να καταλάβω την απέχθεια για τους αστυνομικούς αφού
στην πλειοψηφία τους είναι σκυλιά του συστήματος, στρέφονται εναντίον των
πολιτών και καθημερινά πληροφορούμαστε πως υπάρχουν βασανιστές και επίορκοι
αστυνομικοί.
Αλλά για τους στρατιωτικούς γιατί;
Ακόμα κι αν πιστεύεις στην παγκόσμια ειρήνη και διαφωνείς
με την ύπαρξη στρατών, αν έχεις έστω και ελάχιστη γνώση της πρόσφατης ιστορίας,
ξέρεις πως, ρεαλιστικά, δεν μπορεί σήμερα μια χώρα σαν την Ελλάδα να μην έχει
στρατό.
Άλλωστε, οι τρεις Έλληνες που σκοτώθηκαν στα Ίμια, ήταν
αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού. Δεν ήταν καν καραβανάδες. Το Πολεμικό Ναυτικό
είναι παραδοσιακά δημοκρατικό.
Το επιχείρημα πως οι ακροδεξιοί έκαναν σημαία τους τα
Ίμια δεν μπορεί να σε κάνει να αδιαφορήσεις ή να απαρνηθείς τους νεκρούς
αξιωματικούς.
Οι τρεις αξιωματικοί δεν είχαν καμία σχέση με τα πολιτικά
παιχνίδια της ελληνικής κυβέρνησης εκείνη την εποχή.
Σε επίπεδο προσώπων, πολλοί ακροδεξιοί –μέσα στη θολούρα
τους- θαυμάζουν και τον Τσε Γκεβάρα.
Είναι αυτός λόγος για να τον απαρνηθούμε;
Αν αύριο οι ακροδεξιοί ανακαλύψουν πως ο Άρης Βελουχιώτης
ήταν πατριώτης –γιατί ήταν- και τον κάνουν λάβαρο, θα πρέπει οι αριστεροί να
τον αποκηρύξουν;
Αντιλαμβάνομαι πως υπάρχει μια τεράστια σύγχυση που δεν
επιτρέπει σε κάποιους να αντιληφθούν τη διαφορά του εθνικιστή από τον πατριώτη.
Είναι σαν να μην μπορείς να ξεχωρίσεις τον Γεώργιο Παπαδόπουλο
από τον Γεώργιο Καραϊσκάκη.
Όσο υπάρχει αυτή η σύγχυση, οι Έλληνες θα είναι μονίμως
μέσα στη διχόνοια.
Οι άνθρωποι αγαπούν την πατρίδα τους.
Πάντα θα την αγαπούν. Σε όλο τον κόσμο.
Άλλο πατρίδα, άλλο έθνος. Άλλο πατρίδα, άλλο
έθνος-κράτος.
Αν σε ενοχλεί η σημαία στα χέρια του φασίστα, μην την
σκίζεις.
Να πας να του την πάρεις. Και να την κρατήσεις εσύ.
Γιατί η δική σου πατρίδα δεν μισεί τις πατρίδες των
άλλων.
Μην του τη χαρίζεις.
Δεν έχω καμία διάθεση να κάνω αναλύσεις για πατρίδες και
έθνη.
Θα θυμίσω μόνο πως οι αντάρτες του ΕΛΑΣ τραγουδούσαν
«θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά».
Και σκοτώνονταν γι’ αυτό. Μόνο γι’ αυτό.
Ούτε για μισθό, ούτε για διορισμό στο δημόσιο, ούτε
επειδή περίμεναν κάποια άλλη υλική ανταμοιβή.
Όποιος δεν αναγνωρίζει την αξία αυτών που χάνονται την
ώρα του καθήκοντος στην πατρίδα, ας σεβαστεί τουλάχιστον το γεγονός πως οι ζωές
των δικών τους ανθρώπων –σε αντίθεση με τις δικές μας- θα έχουν πάντα μια
μεγάλη ανοιχτή πληγή.
Νομίζω πως αυτό μπορούμε όλοι να το καταλάβουμε.
Χριστόδουλος Καραθανάσης, Παναγιώτης Βλαχάκος, Έκτορας
Γιαλοψός.
Άξιοι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου