24.7.13

Οι σαραντάρηδες στις καφετέριες…



Στη γειτονιά μου και φαντάζομαι σε πολλές γειτονιές είναι τις μόδας κάτι απλοϊκού τύπου καφετέριες. Όχι οι παλιές υπερπαραγωγές με τους πολυελαίους και τους καναπέδες. Απλά πράγματα.
Τραπεζάκια, καρέκλες, ο καφές προσφορά ένα ευρώ με νερό, άντε και καμιά μπουγάτσα.
Κάθε τόσο ξεπετάγεται και μια καινούργια.
Εκεί που υπήρχαν υφασματάδικα, ρουχαλάδικα, στούντιο που έκαναν μανικιούρ. Κάθε που κλείνει κάτι σχεδόν στοιχηματίζω ότι θα ανοίξει καφέ.




Τα μαγαζιά αυτά γεμίζουν από το πρωί.
Αν περάσεις από έξω κατά τις δέκα θα δεις στα τραπέζια τους να κάθονται κυρίως μεσήλικες άνθρωποι.
Σαράντα, πενήντα, εξήντα με τη βία, χρόνων.
Που δεν τους χωράνε τα σπίτια τους και κατεβαίνουν στα καφενεία.
Το πρώτο καιρό που έμειναν άνεργοι το πάλεψαν.
Πήραν τις αγγελίες, πήγαν και ξαναπήγαν στον ΟΑΕΔ να δουν κανένα πρόγραμμα, μπήκαν σε site που υπόσχονταν καριέρες.
Μετά δεν δίστασαν να τηλεφωνήσουν σε γνωστούς και φίλους, ακόμα και πόρτα πόρτα να περάσουν να αφήσουν βιογραφικά. Μήπως και...



Ο πρώτος χρόνος παλεύεται.
Είναι και το ταμείο ανεργίας, πέντε φράγκα που υπήρχαν στην άκρη, κάπως ψιλοβολεύονται τα πράγματα. Μετά αρχίζει και ζορίζει.
Εκεί αρχίζουν οι συνοικιακές καφετέριες.
Το σπίτι δεν σε χωρά, να κοιμηθείς, πόσο να κοιμηθείς;
Ντύνονται και κατεβαίνουν. Τους βλέπεις σε κάθε γειτονιά.
Στην πιο παραγωγική τους ηλικία.
Τις πιο παραγωγικές ώρες τις μέρας.
Κάθονται, δυο δυο, τρεις τρεις, πολλές φορές και μόνοι, αμίλητοι, αγέλαστοι.
Αν υπάρχει εφημερίδα στο μαγαζί θα την κοιτάξουν στα γρήγορα, τι καινούργιο να τους πει;
Τα κινητά πάνω στα τραπέζια βουβά.
Ξέρεις, το συναίσθημα να σε ξεχνάει το σύμπαν.
Οι μέρες περνάνε, το καλοκαίρι περνάει, κοντεύει Αύγουστος, στις συνοικιακές καφετέριες τα πρωινά είναι λιγότερο αβάσταχτα.
Τον καφέ προσπαθούν να τον κάνουν να διαρκέσει ώρες ατέλειωτες.
Την τελευταία γουλιά την πίνουν όταν πια μεσημεριάσει.
Να γυρίσουν που και γιατί; 
Με τον καιρό έκαναν νέες παρέες.
Ανθρώπους που τους καταλαβαίνουν γιατί περνάνε τα ίδια.
Με τους παλιούς φίλους μιλάνε λίγο πιο σπάνια.
Ούτε να τους φορτώνουν θέλουν, ούτε και να τους καταλάβουν μπορούν απόλυτα.
Στις συνοικιακές καφετέριες, την ώρα που η μέρα θεριεύει καμιά φορά όταν φτάνει η ώρα του λογαριασμού, να πληρώσουν το ευρώ να πάνε πίσω σπίτι, ζορίζονται.
Πως γίναμε έτσι ρε γαμώτο;
Πως μας κατάντησαν;
Ίδιες κουβέντες κάθε μέρα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου