Μέχρι πρόσφατα η λέξη «τσόντα» δεν μου έφερνε στο μυαλό
«βρώμικα» πράγματα. Αντίθετα με γύριζε πίσω, σε πολύ τρυφερά χρόνια.
Μου θύμιζε τους συμμαθητές μου από το γυμνάσιο, κάτι
αγόρια αναστατωμένα από τις ορμόνες και με σπυράκια στο πρόσωπο που έκαναν
κοπάνες για να πάνε στο ΣΙΝΕΕΠ.
Αν και το σχέδιο τους ήταν πάντα μυστικό, ολόκληρο το
σχολείο το είχε βούκινο, γι' αυτό και την άλλη μέρα τους κοιτούσαμε καλά-καλά
στο πρόσωπο, ώστε να διαπιστώσουμε τα ίχνη που άφησαν πάνω τους οι «ταινίες
σεξ».
Τα κορίτσια δεν είχαμε καμιά δουλειά με αυτά τα πράγματα
και δε θυμάμαι ούτε μία που σε κείνη την ηλικία να είχε δει πορνό.
Ήταν μια αποκλειστικά αγορίστικη υπόθεση, ωστόσο οι
«δονήσεις» του έφταναν ως εμάς.
Ξέραμε για την κατάσταση που επικρατούσε μέσα στο σινεμά,
τις «ομαδικές μαλακίες», τους περίεργους τύπους που κοιτούσαν ξελιγωμένοι τους
μαθητές, ξέραμε πως μπορούσαν να τους αντιμετωπίσουν χωρίς κλάψες και τραύματα,
με όπλο τους το χιούμορ και τη γενναιότητα που προκύπτει από την άγνοια
κινδύνου.
Ήμασταν επίσης ενήμερες για την κακοτεχνία τους, τους
«προικισμένους» πρωταγωνιστές, τα διαβόητα «κοντινά πλάνα», είχαμε αντιληφθεί
την παρακμιακή τους ενοχή.
Δεν ξέρω από ποιο σημείο και μετά η τσόντα έπαψε να είναι
ένοχη και μυστική.
Στη «soft» εκδοχή της έφτασε στα σπίτια μας μέσω της
δορυφορικής TV και στην πιο «άγρια» μέσω των ειδικών τμημάτων των Video Club
που πριν καμιά εικοσαριά χρόνια ξεφύτρωσαν στις γειτονιές σα μανιτάρια.
Ούτε όμως και τότε πείραζε.
Εξακολουθούσε να είναι υπόθεση επιλογής.
Μπορούσες να τη δεις ή όχι ανάλογα με τις διαθέσεις σου,
την ηθική σου, την αισθητική σου.
Και μετά ήρθαν τα περιοδικά με τις «επώνυμες» που
φωτογραφίζονταν σε sexy πόζες με τέτοια συχνότητα που με μεγαλύτερη ευκολία
αναγνώριζες τα οπίσθιά τους από το πρόσωπό τους.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90 η παραγωγή sex symbol
είχε γίνει σωστή βιομηχανία και δυσκολευόσουν να μετρήσεις το πόσες γυναίκες
έγιναν διάσημες χωρίς ποτέ να είσαι βέβαιος για το ποιο ήταν στα αλήθεια το
επάγγελμα τους.
Την ίδια ώρα η τηλεόραση είχε γεμίσει με παρουσιάστριες
με μίνι και βαθιά ντεκολτέ που έλεγαν βλακείες, νανούριζαν με χάρη, ξεχείλιζαν
από σεξουαλικότητα διαμορφώνοντας το νέο γυναίκειο πρότυπο, δηλαδή της χαζής,
ξανθιάς και ποθητής, που όλες ήθελαν να αντιγράψουν.
Ο δρόμος σταδιακά άνοιγε μέχρι οι συνθήκες να ωριμάσουν
ώστε να εμφανιστεί μια κορυφαία περίπτωση, όπως αυτή της Τζούλιας, που έστειλε
με σαφήνεια το μήνυμα: Το να γυρίσεις τελικά μια τσόντα παρουσιάζει τεράστιο
ενδιαφέρον γι' αυτό και αξίζει να το συζητήσει η τηλεόραση, να το σχολιάσει το
ραδιόφωνο, να γράψουν γι' αυτό εφημερίδες και portal ενημέρωσης.
Η τσόντα μπορεί να παρέμενε κακότεχνη αλλά σερβιριζόταν
πλέον σε ιλουστρασιόν περιτύλιγμα.
Από τα παρακμιακά σινεμά είχε γίνει πλέον υπόθεση του
life style.
Δεν ήταν όμως μόνο η Τζούλια.
Ήταν και η Πετρούλα που έλεγε τον καιρό χωρίς να ξέρεις
αν σε ενοχλεί περισσότερο η σαχλαμάρα ή το πορνό του θεάματος, ήταν και τα
«κορίτσια του Θέμου» που εκτιμούσαν ως «σταθμό στην καριέρα τους» το να
εμφανιστούν μισόγυμνα στην εκπομπή του.
Πολλές σειρές της τηλεόρασης, που καμώνονται τις
οικογενειακές, στο σενάριό τους έβαζαν τις πρωταγωνίστριες να γυρίσουν
τουλάχιστον ένα πορνό (θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα επεισόδιο της άθλιας
«Πολυκατοικίας») για να εξασφαλίσουν τη δόση του στεγαστικού ή για να βρουν τη
πόρτα της εισόδου στο μαγικό κόσμο του θεάματος.
Τότε ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα πως πράγματι η τσόντα
είναι αηδιαστική, βρώμικη και αναξιοπρεπής, πως έχει εισβάλει στη ζωή μας
ακάλεστη, πως μας είχε κάνει χρήστες όλους, ενήλικους και ανήλικα είτε το
θέλαμε είτε όχι.
Την προηγούμενη εβδομάδα, οδηγώντας έξω από την πόλη,
έπεσα πάνω σε διαφημιστικές αφίσες ελληνικής εταιρείας παραγωγής πορνό.
Σ' αυτές απεικονίζονταν οι πρωταγωνίστριες Ηλέκτρα,
έτοιμη να κατεβάσει το μπλουζάκι για να δείξει το στήθος της σίγουρη πως
απευθύνεται σε ανθρώπους που λιμοκτονούν για λίγο σεξ, Βούλα, με τσιγάρο στο
χέρι και ύφος γεμάτο υποσχέσεις και το «βαρύ πυροβολικό» της εταιρείας, η
Τζούλια που κοίταζε τον φακό με ένα εντυπωσιακά κενό βλέμμα σαν να μην μπορεί
να την αγγίξει καμιά σκέψη, κανένα συναίσθημα.
Η πορνοαισθητική, ωστόσο, ήταν παρούσα και σε άλλα
σημεία.
Στην αφίσα διάσημης τραγουδίστριας, η οποία κοίταζε με
τόση λαγνεία το φακό ώστε κάποιος άσχετος με την ελληνική show biz θα
δυσκολευόταν να πιστέψει πως είναι πράγματι τραγουδίστρια και μάλιστα
εξαιρετικά επιτυχημένη.
Το βράδυ σε ψευτοδελτίο ειδήσεων της τηλεόρασης η
παρουσιάστρια εμφανίστηκε με τόσο βαθύ και ασφυκτικό ντεκολτέ που μου
δημιούργησε άγχος πως το στήθος της θα μπορούσε από λεπτό σε λεπτό να εκραγεί
μπροστά στην κάμερα.
Την επόμενη μέρα έμαθα πως πρωταγωνίστρια πορνοταινίας
έδωσε διάλεξη στο πανεπιστήμιο πάνω σε ζητήματα της «ειδικότητάς» της.
Οι παλιές φεμινίστριες με όλα αυτά θα είχαν φρίξει.
Το στερεότυπο μπορεί να τις ήθελε ως θυμωμένες αντρογυναίκες
με αξύριστες μασχάλες και γάμπες αλλά η αλήθεια είναι πως εκτός από τις
τσαντισμένες, που έβλεπαν ως πηγή κάθε κακού τη φαλλοκρατική κοινωνία, υπήρχαν
και κάποιες που είχαν συνειδητοποιήσει από παλιά ότι το ζήτημα της γυναίκειας
αξιοπρέπειας δεν πρέπει ποτέ να φύγει από το δημόσιο διάλογο.
Σήμερα πια κανείς δεν κουβεντιάζει γι' αυτό.
Ως θέμα φαντάζει παλιό, ξεπερασμένο, γραφικό, ενώ οι
Τζούλιες, οι Βούλες, οι τραγουδίστριες και οι τηλεπαρουσιάστριες εισχωρούν στη
ζωή μας με εντυπωσιακή ευκολία που το γυναικείο κίνημα, ευχαριστημένο από τις
νίκες του, ήταν αδύνατο να προβλέψει.
Συγχωρήστε με, αλλά νομίζω πως ήρθε η στιγμή να
ενδιαφερθούμε για τη φτήνια των προτύπων που επιβάλλονται στις ίδιες μας τις
κόρες μας, ήρθε η ώρα να ξαναφέρουμε στην επικαιρότητα το απαξιωμένο θέμα της
γυναικείας αξιοπρέπειας και ίσως μαζί του και έναν νέου τύπου φεμινισμό που να
λειτουργήσει ως εστία αντίστασης στην πορνοαισθητική που μας έχει κατακλύσει.
Με βρίσκετε συντηρητική, εκτός τόπου, εκτός χρόνου ή
μήπως συμφωνείτε μαζί μου;
Εύη Καρκίτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου