24.11.13

Αλέξη, που θα τα βρεις τα λεφτά;



 «Διότι τις τελευταίες μέρες έγινε μεγάλη σπέκουλα γύρω από ένα λάθος ερώτημα. Για το που θα βρούμε τα λεφτά.»
Αλέξης Τσίπρας στην συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα Αυγή της 17 Νοέμβρη.



Ο κ. Γλέζος το επισήμανε τελευταία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πείθει τον ελληνικό λαό ότι έχει ένα αποτελεσματικό εναλλακτικό πρόγραμμα για να βγάλει το έθνος από την κρίση.
Και σε μία απλή πρόταση, που παρέθεσα παραπάνω, ο Αλέξης Τσίπρας αναίρεσε όλα τα σπουδαία σχέδια που διθυραμβικά προσέφερε στην εφημερίδα Αυγή προς δημοσίευση σε μορφή συνέντευξης.

 
Οι πολλοί φίλοι μου και γνωστοί, που δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από την ανοχή και υποστήριξη που συνεχίζουν να προσφέρουν στο μεταπολιτευτικό δίδυμο ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, μου το κοπανάνε εδώ και μήνες.
Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαφέρει σε τίποτα από τα αιώνια αυτοκαταστροφικά πολιτικά χούγια του ελληνικού πολιτικού συστήματος, και ότι αντιθέτως υπόσχεται και αυτός λαγούς με πετραχήλια, για να αναιρέσει όλες του τις υποσχέσεις μόλις ανέβει στην εξουσία. Και δεν ήθελα να το πιστέψω.
Αλλά διαβάζοντας αυτήν την συνέντευξη του Αλέξη, (γιατί ακόμα τον συμπαθώ), έχω πια και εγώ βυθιστεί σε ένα βάλτο ανησυχίας αμφιβολίας, και απογοήτευσης.
Διότι εάν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προσφέρει σοβαρή εναλλακτική λύση στην καταστροφική πορείας της χώρας, τότε ποιος;
Η Χρυσή Αυγή;  
Αυτά είναι τα θετικά που ακούω από τον ΣΥΡΙΖΑ.  
1) Το κόμμα δεν συμμετείχε στην προώθηση και συντήρηση της διαφθοράς στο ελληνικό κρατισμό και στο γενικότερο πολιτικό σύστημα.
Και εάν αποτελείται και ψηφίζεται από ανθρώπους που παλιά υποστήριζαν ΠΑΣΟΚ, τα παλιά καλά χρόνια που και τα πρόβατα ψήφιζαν Ανδρέα, θέλω να πιστεύω, ίσως αγαθώς πως, ότι αυτοί που μετακόμισαν στον ΣΥΡΙΖΑ, σε σύγκριση με αυτούς που έμειναν στο ΠΑΣΟΚ και στην ΝΔ, ρέπουν περισσότερο στην αλήθεια, στην διαφάνεια και στην πραγματική κοινωνική δικαιοσύνη, από αυτούς που αποφάσισαν να παραμείνουν στα δύο αξιωματικά κόμματα της Αντιπολίτευσης.
 
2) Ο ΣΥΡΙΖΑ τουλάχιστον λέει ότι θέλει να καθαρίσει τον ελληνικό κρατισμό από την διαφθορά και την αναποτελεσματικότητα. Οι φίλοι μου δεν τον πιστεύουν διότι αντιτίθεται σε κάθε μέτρο περί του Δημοσίου που έχουν λάβει οι τρείς μνημονιακές κυβερνήσεις.
Το πρόβλημα το να ζυγίσεις ποιος έχει δίκιο έχει να κάνει ότι σχεδόν όλα τα μέτρα που έχουν αναγγελθεί και ψηφισθεί με νομοθετικές και άλλες πράξεις είναι τόσο ηλίθια σχεδιασμένα και τόσο άδικα και αναποτελεσματικά, που, εμένα τουλάχιστον, μου αφήνει την ελπίδα, ελπίζω όχι φρούδα, ότι ένα νέο πολιτικό κόμμα, ίσως να τα καταφέρει καλύτερα, και οπωσδήποτε δεν μπορεί να τα καταφέρει χειρότερα από τις παρούσες και πρόσφατες μεταπολιτευτικές ηγεσίες.
 
3) Ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι θέλει να φορολογήσει την ελληνική κεφαλαιοκρατία.
Σε αυτό τουλάχιστον τον πιστεύω ακράδαντα, επίσης διότι η παρούσα και οι πρόσφατες κυβερνήσεις, βασικά όλες οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, συντήρησαν την κεφαλαιοκρατική, και λίαν καταστροφική, ταυτότητα του ελληνικού κράτους σε απόλυτο βαθμό, και κανένα ελληνικό κόμμα, μεγάλο ή μικρό, πιστεύω, δεν μπορεί να πλησιάσει την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ σε αυτό το ιστορικό επίτευγμα.
 
4) Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πιστευτός στην επιθυμία του να εξασφαλίσει τα απαραίτητα αγαθά για την βιωσιμότητα της ελληνικής οικογένειας.
Και εδώ, η αντιπαράθεση με την πραγματικότητα των μνημονιακών κυβερνήσεων είναι συντριπτική, και σπρώχνει κάποιον να στραφεί προς τον ΣΥΡΙΖΑ, θέλοντας και μη.
 
5) Ο ΣΥΡΙΖΑ φωνάζει ή φωνασκεί, αυτό θα το αποφασίσει η ιστορία, όλα τα σωστά ιδεολογικά συνθήματα εναντίον της Μερκελικής πολιτικής «διάσωσης» που, σύμφωνα με την γνώμη του γράφοντος, καταστρέφει την πραγματικότητα, αλλά και το μέλλον της Ευρωζώνης.
Για τον γράφοντα, αυτό αποτελεί και η βασικότερη έλξη προς το κόμμα του.
Η Ευρώπη πρέπει να ενωθεί, και η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στην Ευρώπη, αλλά η παρούσα αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης, σε συνδυασμό με την παρούσα και επικρατούσα Μερκελική πολιτική για την λύση της κρίσης, οδηγεί το ευρώ σε κοινωνικοπολιτική διάλυση, και το όνειρο της ενωμένης Ευρώπης στο ντουλάπι της Ιστορίας.
 
Αυτά είναι τα ανησυχητικά και αρνητικά που ακούω από τον ΣΥΡΙΖΑ: 
1) Το πρώτο ανησυχητικό είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναδειχθεί σε ένα ακόμα αντίγραφο κομματικό σύστημα της μεταπολιτευτικής αναισθησίας και αναποτελεσματικότητας. Και ότι το βασικό σχέδιο του Αλέξη Τσίπρα είναι να περιμένει και να εξακολουθεί την προσπάθεια για την πτώση της παρούσας κυβέρνησης, για να έρθει στην εξουσία, και βασικά να ακολουθήσει την ίδια πολιτική, κάνοντας μία κωλοτούμπα παρομοίου μεγέθους με τον Σαμαρά τον Δεκέμβριο το 2011 και τον Ιούνιο του 2012.
 
2) Εάν και όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έρθει στην εξουσία, δύο είναι τα φλέγοντα θέματα.
Α) Τσίπρας στην Αυγή. «Κυρίως όμως, οι ευρωπαϊκές συμμαχίες και η στήριξη από ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων της πρότασής μας εναντίον στην λιτότητα είναι η στρατηγική που οφείλουμε να ακολουθήσουμε.»
Η επιλογή αυτής της στρατηγικής δεν βεβαιώνει τίποτα για την αποτελεσματικότητα της.
Για τον γράφοντα αυτή η στρατηγική, για το άμεσο μέλλον, δεν είναι καθόλου εφικτή. Οι μεγάλες ευρωζωνικές δυνάμεις δεν είναι καθόλου στα όρια επανάστασης εναντίον της Μέρκελ.
Ο Ολάντ έχει εξαφανισθεί σαν πολιτικός, και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας του, και θα εξακολουθήσει να κρατάει αυτή την στάση του «εξαφανισμένου» ηγέτη, όσο καιρό ακόμα η Γαλλία μπορεί και δανείζεται με τζάμπα χρήμα, ελπίζοντας, γιατί δεν μπορεί να κάνει και αλλιώς, ότι η τύχη, η παγκόσμια οικονομία, ή και η Παρθένα της Ορλεάνης, τελικά θα συνδράμουν να ανυψώσουν την οικονομία και να σώσουν την πατρίδα.
Προς το παρόν και για το άμεσο μέλλον θα παραμείνει εξαφανισμένος από το διεθνές σκηνικό, με εξαίρεση τα σημεία της υφηλίου, σαν την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, που η ανούσια συμμετοχή του στις διάφορες διεθνείς διαπραγματεύσεις του προσφέρουν ένα εφήμερο, παροδικό άρωμα της «ένδοξης» αποικιοκρατικής ιστορίας της χώρας του.
 
Ο Λέτα, μετά την ήττα του Μπερλουσκόνι, έχει ένα χρόνο στην διάθεσή του να προσπαθήσει να σώσει την οικονομία της χώρας του, όπως καλύτερα μπορεί, πάντα μέσα στα πλαίσια της Μερκελικής πολιτικής. Στη Ισπανία, ο Ραχόι, όχι μόνο έχει επιβιώσει τα προσωπικά του σκάνδαλα, και αυτά του κυβερνώντος κόμματός του, παρά έχει κρατήσει την οικονομία της χώρας από το βάραθρο, και απολαμβάνει, τουλάχιστον παροδικά, τα φρούτα της οικονομικής πολιτικής του. Η Ιρλανδία, όπως έχει διατυμπανιστεί, βγαίνει, έστω και ευάλωτη από το Μνημόνιο, και η κατάσταση της Πορτογαλίας είναι πολύ καλύτερη από αυτή της Ελλάδας.
Ακόμα και η Κύπρος, που προς στιγμή φάνηκε μήπως καταστραφεί πλήρως οικονομικά, ή και χαθεί από τον χάρτη, φαίνεται όχι μόνο να επιζεί μέσα στο μνημόνιο, αλλά και να δείχνει πρόοδο.
 
Β) Εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί σαν ελληνική κυβέρνηση να διαπραγματευτεί μόνος του, χωρίς την βοήθεια άλλων κρατών της Ευρωζώνης, θα χρειαστεί να διαπραγματευτεί σκληρά.
Η περίπτωση της διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης της Κύπρου, έδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι Γερμανοί είναι και θα είναι αδίσταχτα σκληροί εναντίον οιασδήποτε αμφισβήτησης ή και αντίστασης στην ηγεμονική πολιτική τους. Αυτό σημαίνει ότι τα ιδεολογικά και θεολογικά συνθήματα ταξικής, οικονομικής και εθνικής δικαιοσύνης δεν πρόκειται να αποφέρουν κανένα αποτέλεσμα σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με την Γερμανία.
Η μόνη διαπραγμάτευση με την Γερμανία, η οποία θα μπορούσε να είχε ένα κάποιο θετικό αποτέλεσμα σε αλλαγή της Μερκελικής πολιτικής, θα ήταν μία διαπραγμάτευση απόλυτα εκβιαστική, στο επίπεδο, παραδείγματος χάριν, του εκβιασμού που η Γερμανία, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έθεσε εναντίον του Κυπριακού ηγέτη πριν μερικούς μήνες.
 
Ο εκβιασμός εμπεριείχε την απειλή της απόλυτης διάλυσης της κυπριακής οικονομίας, λόγω παντελούς έλλειψης ρευστότητας, αφού η Κυπριακή ηγεσία είχε αφήσει την ρευστότητα της κυπριακής οικονομίας στην καλή θέληση της τράπεζας του Ντράγκι.
Ο Σόιμπλε και ο Ντράγκι απείλησαν το Κύπριο Πρόεδρο να αποκλείσουν την Κύπρο από νομισματική ρευστότητα.
Και η τράπεζα Κύπρου δεν διέθετε εκείνη την στιγμή ούτε ένα ευρώ.
Έτσι αναγκάστηκε να υποχωρήσει μέσα σε λίγα λεπτά η Κυπριακή ηγεσία, και βασικά να αναιρέσει και να καταπνίξει την θέληση του Κυπριακού λαού, ο οποίος είχε εναντιωθεί μόλις την προηγούμενη εβδομάδα στις γερμανικές μνημονιακές συνταγές.
 
Αυτό σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να ξεκαθαρίσει στον ελληνικό λαό ότι διαπραγμάτευση με και εναντίον της Γερμανίας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τεράστιους κινδύνους και περαιτέρω μεγάλες θυσίες από την ελληνική κοινωνία.
Κατά την γνώμη μου μία σκληρή, απόλυτα εκβιαστική διαπραγμάτευση της Ελλάδας εναντίον της Μερκελικής πολιτικής σημαίνει μία αποτελεσματική απειλή εναντίον της οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας της Ευρωζώνης.
Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί ίσως, μόνο μέσω μίας οδού, στην οποία να παραμένει η Ελλάδα εντός του κοινού νομίσματος.
Το πρώτο βήμα είναι η κρατικοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, έτσι ώστε η ελληνική κυβέρνηση να έχει απόλυτο έλεγχο της εσωτερικής ρευστότητας.
Το δεύτερο βήμα είναι να εξασφαλίσει η Κυβέρνηση ρευστότητα για να εξυπηρετήσει όλες τις ανάγκες του κράτους για έξι τουλάχιστον μήνες, εάν όχι δώδεκα.
Τρίτο βήμα, θα ήταν, ίσως και εν ανάγκη, η υιοθέτηση ενός τολμηρού νομισματικού σχεδίου, που έχει προταθεί κατά καιρούς για την Ελλάδα, και από γερμανούς οικονομολόγους, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα θα δημιουργούσε, συμπληρωματικά με το ευρωζωνικό ευρώ, ένα άλλο «ελληνικό ευρώ», το οποίο η χώρα θα μπορούσε να παράγει κατά ανάγκη, και να το χρησιμοποιήσει, σε υποτιμημένη αξία, για την εσωτερική κατανάλωση της ελληνικής οικονομίας.
Το τέταρτο βήμα θα ήταν φυσικά αυτό που ήδη χρησιμοποιήθηκε αποτελεσματικά και θετικά στην Κύπρο, ο άμεσος, αλλά προσωρινός, έλεγχος της νομισματικής ρευστότητας, μέσα και έξω από τα σύνορα.  
Είναι ξεκάθαρο ότι αυτά τα τελείως δραματικά μέτρα θα έθεταν την ελληνική κοινωνία σε μεγάλα προβλήματα, κακουχίες και γεωπολιτικούς κινδύνους.
Αλλά το θέμα, και ο αντικειμενικός σκοπός θα ήταν ότι θα απειλούσαν και την ευστάθεια της Ευρωζώνης, με ένα σκληρό εκβιαστικό τρόπο, γιατί η Ελλάδα θα αρνιόταν να φύγει από το ευρώ, θα αρνιόταν να συνεχίσει την συντήρηση των εξωτερικών δανείων χωρίς αναπτυξιακή βοήθεια και επιτυχία, και θα αρνιόταν την γενικότερη μνημονιακή πολιτική, επιχειρώντας να επιζήσει μέσα στην Ευρωζώνη, με τους δικούς της νόμους, αφού δεν θα είχε μπορέσει να αλλάξει την Μερκελική πολιτική μέσω όλων των προηγούμενων προσπαθειών.  
Το παραπάνω σχέδιο για μία σκληρή και άκρως εκβιαστική στρατηγική διαπραγμάτευσης εναντίον της ηγεμονικής πολιτικής της Γερμανίας φαντάζει θεότρελο, όταν το παραθέσει κανείς στις συνηθισμένες «ευγενείς» «διαπραγματεύσεις» που επιχειρούνται ενίοτε όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης, και οι οποίες, σχεδόν όλες, καταλήγουν στην εύκολη και γρήγορη επικράτηση του οικονομικά ισχυρού.
Αυτές οι προηγούμενες «διαπραγματεύσεις» περιορίζονται από το γεγονός ότι ο μόνος εκβιασμός που λαμβάνει χώρα είναι ο μονόδρομος της πτώχευσης και διάλυσης της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτές οι διαπραγματεύσεις είχαν, είτε θέλουμε να το παραδεχθούμε είτε όχι, μία σοβαρή δόση πολεμικής εχθροπραξίας, μία πολεμικής μάχης, που εκδηλωνόταν στον τομέα του οικονομικού πολέμου.  
Αντιστοίχως, εάν θέλεις να επιχειρήσεις μία διαπραγμάτευση που να έχει την ελπίδα να είναι ισοβαρής, χρειάζεσαι να την σχεδιάσεις σαν μία εχθροπραξία μέσα σε ένα ευρύτερο οικονομικό πόλεμο.
Μία τέτοια διαπραγμάτευση στο επίπεδο οικονομικής εχθροπραξίας, από ένα οικονομικό Δαβίδ εναντίον ενός οικονομικού Γολιάθ, πρέπει να αντισταθμίζει τον κίνδυνο στην ελληνική οικονομία και κοινωνία με ένα σημαντικό, για να είναι εκβιαστικά ισχυρός, κίνδυνο στην τραπεζική ευστάθεια της Ευρωζώνης.
Σε αυτό τον τομέα, η πολύ μικρή και πολύ ανίσχυρη Ελλάδα, μπορεί να δημιουργηθεί σε σοβαρή και απειλητική εστία ευρωζωνικής αστάθειας, μόνο εάν θελήσει και μπορέσει να κρατηθεί νομικά και οικονομικά μέσα στην κοινότητα του ευρώ για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα (6-12 μήνες), αψηφώντας μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα όλες τις διαταγές της Μερκελικής πολιτικής λιτότητας, ζητώντας επιτακτικά άμεση και σημαντική επενδυτική βοήθεια, και αρνούμενη να εξέλθει εθελοντικά της ευρωζωνικής κοινότητας, αλλά απαιτώντας από την κοινότητα να αλλάξει την πολιτική διάσωσης.

Ντίνος Κουτσολιούτσος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου