Πολλές φορές αναρωτιέμαι (αφελώς ― το
γνωρίζω...) πώς είναι ποτέ δυνατόν ένας άνθρωπος με επαρχιώτικη νοοτροπία και
τον ιδεολογικό αυτισμό της Μεταπολίτευσης να είναι σήμερα αρχηγός της
αντιπολίτευσης και μάλιστα από ορισμένους να θεωρείται και χαρισματικός.
Αναρωτιέμαι, με άλλα λόγια, πώς εξηγείται η
περίπτωση Τσίπρα.
Πώς ένας τόσο λίγος μπορεί να βρίσκεται στη
συγκεκριμένη θέση;
Όσο παρακολουθώ τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη να
ανοίγει τα φτερά του, καταλαβαίνω πολύ καλά τι κάνει τον Τσίπρα να ξεχωρίζει.
Ο Σακελλαρίδης είναι όλα αυτά που είναι ο
Τσίπρας, μαζί με την αφέλεια και την απειρία του πρωτοεμφανιζόμενου.
Με πόση άγνοια κινδύνου αναλαμβάνει μια
υποχρέωση που υπερβαίνει τις δυνάμεις του όταν δηλώνει, σε χθεσινή συνέντευξή
του, ότι «εάν ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει στον Δήμο Αθηναίων, θα είναι πιο κοντά η πτώση
του Μνημονίου».
Αλλά και πώς περιγράφει την υποχρέωση που
αναλαμβάνει!
Με την αθωότητα της Βουλής των Ελλήνων: γιατί «ο
Δήμος Αθηναίων έχει ιδιαίτερο συμβολισμό ως πρωτεύουσα της Ελλάδας»...
Ο debutant του ΣΥΡΙΖΑ (Τσιπριστές -
Λαφαζανιστές) είναι φορέας του ιδεώδους της «εφόδου στον ουρανό», της απόδρασης
από την πραγματικότητα με απλά λόγια: «Δεν πρέπει να έχουμε χαμηλές προσδοκίες
από τον Δήμο Αθηναίων ούτε να συμβιβαζόμαστε ούτε να αντιμετωπίζουμε με
παθητικότητα τις καταστάσεις». Είναι γι’ αυτόν φυσικό, επομένως, να θεωρεί τον
Καμίνη «πολύ λίγο» («μέτριο» τον είπε κάποιος άλλος) και να τον ψέγει για
«ελλιπές κοινωνικό έργο».
Είναι το χαλασμένο, κακομαθημένο παιδί, που
εξιδανικεύει το ελάττωμά του και περιφρονεί το πλεόνασμα, επειδή δεν
καταλαβαίνει ότι αυτό εγγυάται το μέλλον των όποιων κοινωνικών παροχών του
δήμου.
Η κλασική αντίληψη της ελληνικής Αριστεράς, όπως
την κακόμαθε η εποχή της Μεταπολίτευσης: η οικονομική διαχείριση περνά σε
δεύτερη ή τρίτη μοίρα· σκορπώ τώρα, σε όλους και παντού αδιακρίτως, όσα έχω,
επειδή είμαι καλός.
Διότι αριστερός σημαίνει ότι οι προθέσεις έχουν
μεγαλύτερη αξία από το αποτέλεσμα των πράξεων στις οποίες με οδηγούν.
Εύγε, Γαβριήλ!
Σχετικά με τη μάστιγα του παρεμπορίου (τα
σεντόνια με τις απλωμένες «μαϊμούδες»), ο Σακελλαρίδης ουσιαστικά πιστεύει στην
εφαρμογή των διπλών μέτρων και σταθμών ― της αντίληψης που διακρίνει τον ΣΥΡΙΖΑ
(Τ-Λ) και για το θέμα της βίας, την οποία χωρίζει σε καλή και κακή, ανάλογα με
την πολιτική προέλευσή της.
«Πρέπει να χτυπηθούν τα οργανωμένα κυκλώματα και
οι διασυνδέσεις που έχουν στις πύλες εισόδου», λέει, «όχι οι εξαθλιωμένοι
μετανάστες που προσπαθούν να βγάλουν το ψωμί τους».
Για τους τελευταίους, θα ήθελε να δημιουργήσει
μια αγορά, όπου θα κάνουν τη δουλειά τους ανεμπόδιστοι, «σε απόσταση τέτοια από
το οργανωμένο εμπόριο της πόλης που να μην του δημιουργεί πρόβλημα».
Ανάλογη και η θέση του για τις καταλήψεις
δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων.
«Οι νέοι έχουν ανάγκη για έκφραση και γι’ αυτό
καταλαμβάνουν κτίρια», λέει και διευκρινίζει ότι «υπάρχουν καταλήψεις με καλό
πρόσημο και άλλες με κακό πρόσημο, ανάλογα με το έργο που παράγεται σε αυτές».
Αλλωστε, δεν το κρύβει καθόλου ότι θα ήθελε να
δει εγκαταλελειμμένα κτίρια να δίνονται προς αξιοποίηση ως «χώροι πολιτιστικής
και άλλης δημιουργικής έκφρασης».
Μπαλέτο και μολότοφ, με άλλα λόγια, όπως στη
«villa Amalias» επί παραδείγματι.
Τίποτε καινούργιο δεν έχει η προσέγγιση του
Σακελλαρίδη.
Πρόκειται για στάση ανοχής έναντι της ανομίας,
την οποία επενδύει με ιδεολογικό χαρακτήρα ή «πρόσημο», όπως έχει επικρατήσει
να λέγεται.
Σε τίποτε δεν διαφέρει, επί της ουσίας, από τη
στάση ανοχής που εξέθρεψε επί τριακονταετία το φαινόμενο του κράτους των
Εξαρχείων.
Τους ανεχόμασταν, επειδή ήταν τα καθυστερημένα
της Αριστεράς και όχι της Δεξιάς.
Επειδή υποτίθεται ότι δεν ήταν φασίστες.
Τελικά
όμως, η εξουσία που τους παραχωρήθηκε και τους αναγνωρίσθηκε επί τόσα χρόνια
τούς έκανε, όπως βλέπουμε στις μέρες μας, εντελώς φασίστες.
Ο Σακελλαρίδης είναι ένας Minime του Τσίπρα.
Τριάντα τεσσάρων χρόνων, ζει σε μια φούσκα που
έχει σκάσει προ πολλού, αλλά ο ίδιος δεν το έχει πάρει χαμπάρι.
Τη φούσκα μέσα στην οποία μπορεί στα 34 του να
κάνει ακόμη το διδακτορικό του, να μην έχει δουλέψει ποτέ του (παρά μόνο στο
κόμμα ― αν αυτό λογίζεται ως δουλειά), να θεωρεί την ουτοπία ιδεώδες και να
πιστεύει ότι, αν δεν σου αρέσει η μορφή της πραγματικότητας, την αγνοείς και
ξεμπερδεύεις.
Ενας Σπηλιωτόπουλος είναι, εν ολίγοις,
φτιαγμένος με τα υλικά της άλλης πλευράς. Να τον χαίρεται, λοιπόν, ο πολιτικός
μπαμπάς του...
Βαρυσήμαντος δήλωσις…
«Μόνο με ψυχή και συναίσθημα μπορεί η Αθήνα να
κερδηθεί».
Εδώ κάνω μια παύση για να αναστενάξω και
συνεχίζω.
«Οι εκλογές της Κυριακής (σ.σ.: ποιας Κυριακής,
της επόμενης;) δεν είναι εκλογές για να βγάλουμε διαχειριστή πολυκατοικίας.
Είναι εκλογές για να μπορέσουμε να κάνουμε έργο την Αθηναίων Ποgliτεία, την
Εκκglησία του Δήμου».
Τα παραπάνω γραφικά, από το λεύκωμα των σκέψεων
του Αρη Σπηλιωτόπουλου, αποκτούν τον χαρακτήρα της βαρυσημάντου δηλώσεως, εκ
του χώρου εις τον οποίον εξεφωνήθησαν: σε ομιλία του υποψηφίου δημάρχου στην κοπή
της πίτας του πολιτικού γραφείου του περικλεούς «Υφανάν» (Υφυπουργού Ανάπτυξης
και Ανταγωνιστικότητας) Νότη Μηταράκη. Respect!
Στέφανος Κασιμάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου