Είσαι κοινωνικός επιστήμονας.
Και λες, δεν περνάω από μια από τις μεγάλες,
γνωστές εταιρείες δημοσκοπήσεων να δω αν θέλουν κανέναν ερευνητή, τώρα που
βρισκόμαστε και σε προεκλογική περίοδο;
Ο κύριος στο τηλέφωνο ευγενέστατος.
Σου λέει πέρνα, μέχρι το βράδυ εδώ θα είμαστε.
Και πας…
Βρίσκεσαι σε μια από τις λεγόμενες υποβαθμισμένες
συνοικίες του κέντρου των Αθηνών.
Ψάχνεις την οδό, τη βρίσκεις σχετικά γρήγορα,
κεντρικότατος ο δρόμος.
Αλλά πουθενά, παρότι βρίσκεσαι έξω ακριβώς από
τη διεύθυνση που σου έδωσαν, η εταιρεία.
Πουθενά τα διακριτικά της, μια έστω ταμπελίτσα
να προδίδει την ύπαρξή της. Αφού έχεις φάει αρκετά λεπτά ψάχνοντας με τα μάτια
ένας γέροντας από λίγο πιο πέρα, βλέποντάς σε να περπατάς πάνω κάτω κοιτώντας,
σε ρωτά αν ψάχνεις κάτι. Ναι, του λες, την τάδε εταιρεία. «Α», λέει, «βλέπεις
αυτό το υπόγειο;» «Κατεβαίνεις, στο τέρμα του διαδρόμου αριστερά η τάδε πόρτα».
Και κάνεις ό, τι σου είπε, εξακολουθώντας να μη
βλέπεις πουθενά τα διακριτικά της εταιρείας – το παραμικρό.
Ακολουθώντας τις οδηγίες του γέροντα,
διασχίζοντας έναν διάδρομο με χλωμό κιτρινωπό φωτισμό φτάνεις μπροστά σε μια
μεγάλη, παλιά ξύλινη πόρτα. Απόλυτη ησυχία.
Τίποτα δεν προδίδει το θέαμα που περιμένει
ανοίγοντας: ένας μεγάλος χώρος με νέους, γέρους και παιδιά – άντρες και
γυναίκες όλων των ηλικιών, από νεαρούς μέχρι ώριμες γυναίκες – που μιλάνε όλοι
μαζί μπροστά σε λάπτοπ, καθισμένοι σε μεγάλα τραπέζια, ρωτώντας τους ανθρώπους
στην άλλη άκρη της γραμμής, τι θα ψηφίσουν στις επερχόμενες εκλογές.
Ρωτώντας έναν εξ αυτών, που σε είδε να μπαίνεις,
κατευθύνεσαι στον άνθρωπο που είχατε μιλήσει από το τηλέφωνο.
Ένας τύπος χαρούμενος, φιλικός, με διάθεση
χαλαρή, παρόλη τη φασαρία γύρω του.
Σου λέει ότι αυτή τη στιγμή δεν έχουν ανάγκη από
κάτι περισσότερο, μόνο «ερευνητές».
Δηλαδή ανθρώπους να παίρνουν τηλέφωνα ψηφοφόρους
ρωτώντας πώς θα ψηφίσουν στις εκλογές που ζυγώνουν.
Η αμοιβή, γύρω στα τρία ευρώ την ώρα με αμφίβολο
ΙΚΑ και καθυστέρηση, στο ξεκαθαρίζει (εδώ σοβαρεύει), δυο με τρεις μήνες στις
πληρωμές.
«Και τώρα είναι καλά», σου λέει, «πριν ήταν χειρότερα».
Άσε που «όλη η αγορά έτσι είναι».
Για πρόσληψη ούτε λόγος, η δουλειά πάει ανάλογα
με τη ζήτηση.
«Κάνεις τίποτα το απόγευμα;» ρωτά με το χαλαρό
του ύφος, μπας και περάσεις να πάρεις μερικές δεκάδες τηλέφωνα, όπως θα
πήγαινες για καφέ με έναν παλιόφιλο.
Βλέποντάς σε σκεφτικό, σου λέει «άμα θες, πάρε
με εσύ ή μπορεί να σε πάρω κι εγώ».
«Αλλά με απόκρυψη, να το θυμάσαι, να το σηκώσεις
άμα δεις απόκρυψη».
Στην επιστροφή, παρατηρείς στα μέσα μεταφοράς
τους ανθρώπους γύρω σου. Κοπέλες δακτυλογραφούν σε κινητά με προσήλωση, νεαροί
αστειεύονται, κάποιοι χασμουριούνται.
Ίσως να σκέφτονται τι θα ψηφίσουν στις εκλογές.
Ίσως πάλι και όχι.
Κι εσύ, αναρωτιέσαι τι διαφορά θα κάνει, σε όλα
αυτά που είδες η ψήφος στο ένα ή το άλλο κόμμα, από τα παλιά ή τα πολλά καινούργια.
Το μόνο που ξέρεις, ότι την επόμενη φορά που θα
σου τηλεφωνήσει μια ευγενική φωνή από κάποια εταιρεία δημοσκοπήσεων για να σε
ρωτήσει τι θα ψηφίσεις, θα νιώσεις ένα σφίξιμο στο στομάχι.
Σαν αυτό που αισθάνθηκες ανεβαίνοντας, με αργά
βήματα, τα σκαλιά του υπογείου.
Γεράσιμος Χαριτόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου