Η πιθανότητα να γίνουν
πρόωρες εκλογές
το φθινόπωρο είναι πολύ ισχυρή.
Όχι τόσο επειδή είναι δύσκολη η εξασφάλιση των
180 εδρών που απαιτούνται για την εκλογή ΠτΔ λόγω της στάσης του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά
κυρίως γιατί το ελληνικό καράβι πηγαίνει ολοταχώς προς το παγόβουνο.
Από τη θεωρία του success story περάσαμε στη
μοιρασιά του κοινωνικού μερίσματος και στη φαντασίωση της εξόδου στις αγορές,
για να ακολουθήσει η κατεδάφιση του μνημονίου από τη Δικαιοσύνη που σπρώχνει
στην αποκατάσταση μισθών και συντάξεων, αναδρομικά, για συγκεκριμένους κλάδους
δημοσίων υπαλλήλων, που ασφαλώς και δεν είναι οι ασθενέστεροι της ελληνικής κοινωνίας.
Η κυβέρνηση βρίσκεται
σε απόλυτη αδυναμία διαχείρισης αυτής της κατάστασης, αφού έχει εξαγγείλει φορολογικές
ελαφρύνσεις και παρεμβάσεις στο πρόγραμμα προσαρμογής, ακόμη και την απεμπλοκή
από την Τρόικα, ενισχύοντας την αίσθηση / ψευδαίσθηση ότι έρχεται το τέλος των
μνημονίων και της λιτότητας και αυτό που τώρα παίζεται είναι πώς θα μοιραστούν
τα λεφτά.
Πρώτα θα πάρουν οι
δικαστές,
μετά οι ένστολοι, για να ακολουθήσουν πανεπιστημιακοί, διπλωμάτες και γιατροί
του ΕΣΥ.
Πρώτα θα μειωθεί ο φόρος στο πετρέλαιο
θέρμανσης, έπειτα ο ΦΠΑ, μετά θα καταργηθεί η έκτακτη εισφορά που παγιώθηκε και
ίσως λίγο αργότερα να κατέβουν και οι φορολογικοί συντελεστές.
Ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό;
Είναι η απάντηση που λείπει και δεν πρόκειται να
δοθεί γιατί πίσω από τις εξαγγελίες της χαράς υπάρχει εκλογικός σχεδιασμός.
Η κυβέρνηση γνωρίζει
πολύ καλά
ότι ακόμη και αν σε ευρωπαϊκό επίπεδο παρθούν οι ευνοϊκότερες δυνατές αποφάσεις
για το ελληνικό χρέος και για την άμβλυνση της λιτότητας, ακόμη και αν η κρίση
στην ευρωζώνη ελεγχθεί πλήρως, η ελληνική επιστροφή στην προ μνημονίου
κατάσταση είναι αδύνατη και η ανάγκη δομικών μεταρρυθμίσεων θα παραμείνει
επιτακτική.
Όσο περισσότερο αργούν
οι επείγουσες διαρθρωτικές αλλαγές, τόσο καθυστερεί η έξοδος από το τέλμα. Όσο πιο
έντονη είναι η βαβούρα και η απραξία, τόσο πιο δύσκολο γίνεται το λύσιμο του
ελληνικού κόμπου.
Όσο βρισκόμαστε σε διαρκή κατάσταση εκτάκτου
ανάγκης, τόσο απομακρύνεται η προοπτική εξομάλυνσης.
Στην ευρωζώνη
συντελούνται σοβαρές διεργασίες με την αγωνία να μην πέσει η Γαλλία και γι’ αυτό είναι τώρα
ρεαλιστική μια μεγαλύτερη ευελιξία στην εκπλήρωση των δημοσιονομικών στόχων.
Στην περίπτωσή μας, υπάρχει έδαφος για
διευκολύνσεις μετά από τέσσερα χρόνια στο μνημόνιο και έβδομη χρονιά στην
ύφεση, όμως για να ευδοκιμήσει μια τέτοια διεκδίκηση θα πρέπει να αποδειχθεί
στην πράξη ότι η διάθεση εδώ δεν είναι να γυρίσουμε στο status quo ante σαν να
μην υπήρξε ελληνική χρεοκοπία και διάσωση από τις χώρες της ευρωζώνης και το
ΔΝΤ.
Είναι, άλλωστε, με μαθηματική ακρίβεια βέβαιο ότι
αν αυτό συνέβαινε, θα ξαναβρισκόμασταν πολύ γρήγορα ξανά στην άκρη του γκρεμού.
Αλλά κανείς από την
πολιτική ελίτ
δεν έχει διάθεση να αναγνωρίσει οποιαδήποτε δυσάρεστη αλήθεια και όλοι
σπρώχνονται για να χωρέσουν στο άνετο δωμάτιο των επαγγελματιών φίλων του λαού.
Το πρόβλημα, στην
περίπτωσή μας,
ήταν και παραμένει περισσότερο πολιτικό, λιγότερο οικονομικό.
Αδυναμία εθνικής συνεννόησης για τα μεγάλα
διακυβεύματα, έλλειψη σχεδίου, άρνηση της πραγματικότητας, διακομματικός
λαϊκισμός, αντίσταση σε κάθε ουσιαστική αλλαγή, υποχωρητικότητα απέναντι σε
συντεχνίες και οργανωμένα συμφέροντα, διαπλοκή, διαφθορά, ιδιοκτησιακή αντίληψη
της εξουσίας και της χώρας, διαχειριστική ανεπάρκεια, φλυαρία και αδράνεια,
μικρομματική-παλαιοκομματική προσέγγιση, δημαγωγική υπερεπικοινωνία και
αντιπαραγωγικότητα.
Με άλλα λόγια, ένα πολιτικό σύστημα που στο
μεγαλύτερο μέρος του ούτε θέλει ούτε μπορεί να ξεκολλήσει το ελληνικό κάρο από
τη λάσπη.
Για να υπάρξει
διέξοδος
προέχει η αναγνώριση του προβλήματος, ότι η έξοδος στις αγορές μπορεί να γίνει
μόνο με την υποστήριξη της ΕΚΤ και των μεγάλων κεντρικών τραπεζών, συνεπώς σε
συνεννόηση και όχι σε σύγκρουση με τους πιστωτές.
Ότι το μείζον θέμα είναι η απασχόληση και για να
αντιμετωπιστεί επείγει η δημιουργία μιας νέας παραγωγικής βάσης και η άρση των
στρεβλώσεων στην υπάρχουσα.
Ότι η εμπέδωση κανόνων φορολογικής δικαιοσύνης
είναι το Α και το Ω για τη δημοσιονομική ισορροπία και τη συγκράτηση της
κοινωνικής συνοχής.
Ότι η ανάπτυξη και οι επενδύσεις δεν έρχονται με
δημόσιες σχέσεις κορυφής αλλά εφόσον εξορθολογιστεί η δημόσια διοίκηση,
αποκτήσουμε απλό και σταθερό φορολογικό σύστημα, επιταχυνθεί η απονομή της
δικαιοσύνης, καταπολεμηθεί η γραφειοκρατία, εξαφανιστεί το πολιτικό ρίσκο.
Το τι πρέπει να γίνει
το περιέγραψε με ενάργεια
ο Γιώργος Φλωρίδης σε συνέντευξή του στο «Εθνος της Κυριακής»: «Εχει
τεράστια πολιτική χρησιμότητα για τη χώρα η συγκρότηση ενός ισχυρού και
αυτόνομου μεταρρυθμιστικού πόλου. Ενός σχήματος με σαφές μέτωπο απέναντι στον
λαϊκισμό από όπου και αν προέρχεται –δεξιό, κεντρώο και αριστερό. Με
διαφοροποίηση από τα ενδιάμεσα κυβερνητικά συμπληρώματα που κλείνουν το μάτι
είτε στη ΝΔ είτε στον ΣΥΡΙΖΑ. Με στρατηγικό προσανατολισμό την ευρωπαϊκή,
δημοκρατική, παραγωγική και κοινωνική Ελλάδα».
Ο πρώην υπουργός, ο μόνος που παραιτήθηκε μετά
το ξέσπασμα της κρίσης από τη βουλευτική του έδρα καταγγέλλοντας
«μεταρρυθμιστική εξάντληση», πιστεύει ότι «οι συνθήκες έχουν πλέον ωριμάσει»: «Είμαστε
πολλοί και διατεθειμένοι με κάθε τρόπο να πάρουμε ή να στηρίξουμε πρωτοβουλίες
που θα βοηθήσουν την αναγέννηση της χώρας. Είμαι ένας από αυτούς που από καιρό
επιμένουν στην ανάγκη δημιουργίας ενός νέου πολιτικού φορέα προσανατολισμένου
στις προτεραιότητες της χώρας και όχι στη διάσωση του πολιτικού δυναμικού».
Πραγματικά. Η πολύ βαθιά αιτία της
ελληνικής ασθένειας είναι η μάχη του συστήματος εξουσίας που προκάλεσε τη
χρεοκοπία να επιβιώσει χωρίς να αλλάξει. Και ως σύστημα εξουσίας δεν νοείται
μόνο η κυβέρνηση αλλά όλες οι δυνάμεις που συνέτειναν στην καθήλωση: Κόμματα
της αντιπολίτευσης, συνδικαλιστικές ηγεσίες, επιχειρηματικοί παράγοντες,
μιντιάρχες, μικρά και μεγάλα συμφέροντα - η ολιγαρχία εκείνη δηλαδή, που λέει
ό,τι θέλει να ακούσει η πλειοψηφία μοιράζοντας τα κόκαλα του παχύδερμου που
κατασπαράζει.
Αγγελική Σπανού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου