Απόσπασμα από άρθρο του Σ. Κασιμάτη στη
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.
Το «Στάλινγκραντ» ―να το πούμε έτσι― και για τις
δύο πλευρές που αναμετρούνται σήμερα στην πολιτική σκηνή είναι η μάχη για την
απόλυση των απατεώνων που προσελήφθησαν στο Δημόσιο με πλαστά πιστοποιητικά.
Αυτό που διακυβεύεται στη συγκεκριμένη περίπτωση
είναι ό,τι πιο συμβολικό θα μπορούσε να υπάρξει ―και για τις δύο πλευρές, το
ξαναλέω για να είμαι σαφής. Τόσο για την κυβέρνηση που αγωνίζεται (όπως
αγωνίζεται ―δεν κρίνω τώρα) για να γίνει η Ελλάδα «κανονική» χώρα όσο και για
την αντιπολίτευση που υπόσχεται επιστροφή στον παράδεισο της πασοκαρίας (ως
πολιτισμική έννοια εδώ...), με τα λεφτά κάποιων άλλων, βεβαίως.
Η αναμέτρηση αφορά την καρδιά του ζητήματος σε
ποια χώρα θέλουμε να ζούμε. Σε μια Ελλάδα όπου αυτός που εξαπατά το κοινωνικό
σύνολο συγχωρείται, επειδή είναι φουκαράς, επειδή πέρασε ο καιρός, επειδή «δεν
πειράζει, βρε αδερφέ»;
Ή σε μια άλλη όπου ο πλαστογράφος υφίσταται τις
συνέπειες της πράξης του όταν αυτή αποκαλυφθεί;
Θέλουμε κράτος δικαίου (rule of law, που λένε οι
Αγγλοι) ή μια χαλαρή και πάντα ρευστή συνομοσπονδία μεταξύ φυλών, φατριών,
ειδικών ομάδων, συνδικαλιστικών ενώσεων και συναφών καταστάσεων;
Θέλουμε να ζούμε σε μια βαλκανική Ελλάδα, εν
ολίγοις, ή σε μια ευρωπαϊκή Ελλάδα;
Αν θέλουμε
το πρώτο, ιδού ο ΣΥΡΙΖΑ.
Το κόμμα
των Τσιπριστών-Λαφαζανιστών, με αστεία επιχειρήματα, έχει βγει καθαρά υπέρ των
απατεώνων.
Σαφέστερη στάση, προκειμένου να δώσει στο πιο
νοσηρό και χυδαίο κομμάτι του νοσηρού κρατικού μηχανισμού το σήμα «απατεώνες μη
φοβάστε τον ΣΥΡΙΖΑ», δεν υπάρχει.
Πολιτικά, η αναμέτρηση για την τύχη των
πλαστογράφων υπαλλήλων είναι φορτωμένη με όλες τις αποσκευές που μας άφησε η
«συζήτηση» που διεξάγεται στην κοινωνία (όπως διεξάγεται τέλος πάντων) γύρω από
την κρίση.
Ολη η ρητορική και τα επιχειρήματα των πολιτών
που απεχθάνονται την ανομία και βαρέθηκαν πια να υποστηρίζουν τις
μεταρρυθμίσεις και να μη βλέπουν πρόοδο συμπυκνώνονται σε ένα μικρό βήμα, το
οποίο για την Ελλάδα θα μπορούσε να ήταν το βήμα του Αρμστρονγκ στη Σελήνη: να
απολυθούν, επιτέλους, όσοι πλαστογράφησαν πτυχία για να χωθούν στο Δημόσιο,
εξόδοις όλων των άλλων κορόιδων.
Από την έκβαση αυτού του απλού ζητήματος θα
εξαρτηθεί πόσο θα μετρήσουν τα επιχειρήματα και οι υποσχέσεις που δίνει ο
πρωθυπουργός στο εξωτερικό.
Απορώ πώς είναι δυνατόν, όλοι αυτοί των οποίων η
προσωπική (επαγγελματική, αν θέλετε...) τύχη θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα της
αναμέτρησης, δηλαδή όλοι οι βουλευτές της συμπολίτευσης, οι υπουργοί κ.ά., να
αφήνουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη να δίνει αυτή τη μάχη μόνος του ―πλην ελαχίστων
εξαιρέσεων.
Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο;
Τι ηγεσία έχουμε, βρε παιδάκι μου, εμείς οι
δεξιοί επιτέλους;
Τόσο καταλαβαίνουμε;
Αν κάποιος, πάντως, από την άλλη πλευρά του
λόφου έχει αντιληφθεί πλήρως τη στρατηγική σημασία της αναμέτρησης, είναι η
Ρένα Δούρου.
Δεν ήταν διόλου τυχαίο ότι, ύστερα από εβδομάδες
σιωπής επί του θέματος, η Πασιονάρια του αριστερού λαϊκισμού έσπευσε να
αναλάβει την ηγεσία του «κινήματος για την προστασία των πλαστογράφων».
Το έκανε επειδή καταλαβαίνει την κρισιμότητα του
ζητήματος και επειδή είναι τρελά φιλόδοξη και κοιτάζει μακριά. (Αν το νόημα του
τελευταίου ισχυρισμού μου είναι σκοτεινό, να το φωτίσω λίγο: η Δούρου είναι
μακράν εξυπνότερη του Τσίπρα. Τον πουλάει και τον αγοράζει...).
Στέφανος Κασιμάτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου