Τι
εννοούσε ο Ντέιβιντ Χιουμ όταν έγραφε στον Άνταμ Σμιθ: «Τίποτε πράγματι δεν θα
μπορούσε να αποτελέσει ισχυρότερη προϋπόθεση σφάλματος από την επιδοκιμασία του
πλήθους»;
Προφανώς
μιλούσε για τις ψευδαισθήσεις και την άγνοια –κάτι που μονίμως ταλανίζει το
πλήθος.
Στην
Ελλάδα το πλήθος του 1974, του 1981, του 1999, του 2004 που ένοιωθε την
περηφάνεια των Ολυμπιακών «στη γενέτειρά τους», επιδοκίμαζε με ωσαννά και
σπολλάτη τους επί γης πολιτικούς, σωτήρες και λαμόγια.
Ήταν
τελείως διαφορετικά χρόνια.
Ήταν
διαφορετικά για την Ελλάδα.
Ήταν
διαφορετικά χρόνια για την Ευρώπη…
Αλλά
στον 21ο αιώνα, δεν καταδικάζεις εις θάνατον τους λιγότερο υπεύθυνους, όπως τον
ναύτη του Άμστερνταμ του 17ου αιώνα επειδή πέρασε για κρεμμύδι τον βολβό της
πανάκριβης τουλίπας και τον έφαγε.
Σήμερα
οι ίδιοι, οι ίδιοι χειροκροτητές, περισσότερο ώριμοι, ποιο ψαγμένοι, όχι αδίκως
φιλύποπτοι, στέκουν αμφίθυμοι στο ακαθόριστο μέλλον. Τα σκίσαμε τα μνημόνια;
Πετύχαμε
τους στόχους μας, και μάλιστα δύο χρόνια νωρίτερα από τις εκτιμήσεις;
Συνετιστήκαμε;
Και
ποια είναι η «κανονικότητα» στην οποία θα επιστρέψουμε;
Δυστυχώς,
ο οικονομικός χρόνος δεν συμπίπτει με τον πολιτικό χρόνο που θέλει εναγωνίως η
συγκυβέρνηση.
Και
όσο η καθημερινότητα θα είναι ζοφερή, ο πολιτικός χρόνος δεν μπορεί να
παρατείνεται με επικοινωνιακά τρυκ.
Η
Ελλάδα, επιλέγει την εξυπηρέτηση του χρέους, και παγιδεύεται στο χρέος.
Χωρίς
παραγωγική βάση, χωρίς μικρομεσαίους, δίχως πολιτισμό δημοκρατίας, είναι
παγιδευμένη σε ένα σπιράλ διαρκούς ή μόνιμης στασιμότητας.
Σε
χαμηλή πτήση, που θερίζει ό,τι εξέχει.
Η
Ευρώπη φαίνεται σα να επιλέγει την ύφεση. Με την καθοδήγηση της Γερμανίας, η
Ευρώπη μοιάζει σα να βρίσκεται στην περιδίνηση μιας εξωφρενικής υποχρέωσης να
καταστρέφει τις οικονομίες της με πρόσχημα τη διάσωσή τους. Στις Βρυξέλλες τα
πράγματα κινούνται αργά.
Οι
ευρωπαϊκοί θεσμοί τίθενται στην υπηρεσία των δανειστών, με την πολιτική και
οικονομική ελίτ της Γερμανίας να κάνει ότι μπορεί για να ανακόψει τις
«αντισυμβατικές πολιτικές του Ντράγκι» και την άτυπη συμμαχία Γαλλίας-Ιταλίας
κατά της λιτότητας — στην οποία όφειλε να μετέχει πρώτη η Ελλάδα.
Οι
Βρυξέλλες λειτουργούν ωσάν η Ευρώπη να είναι κάτι άλλο, σα να μην
προβληματίζεται κανείς για την κόπωση των λαών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά, με
πιο πολιτικό κόστος;
Μάλλον
θυσιάζοντας την ορμή και την αναγκαιότητα της σύστασής της Ε.Ε. Το «ποτέ ξανά»
της τραγωδίας του ναζισμού και του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ήταν, βέβαια, κάτι
περισσότερο από τη διαχείριση της αγοράς του άνθρακα και του χάλυβα.
Με
το ενδεχόμενο του αποπληθωρισμού ante portas, ακόμα και οι φιλελεύθεροι
οικονομολόγοι τονίζουν τον κίνδυνο επανεμφάνισης της φρίκης.
Ο
νομπελίστας του 2013, καθηγητής οικονομικής του Γέηλ, Robert J. Shiller,
μιλώντας για την ευρωπαϊκή οικονομία κρούει τον κώδωνα της «secular stagnation»
και του «underconsumptionism», της μόνιμης στασιμότητας και της υποκατανάλωσης.
Σε κατάσταση μόνιμης στασιμότητας (SecStag) η ανεργία είναι υψηλή και η πλήρης
απασχόληση είναι σχεδόν άπιαστο όνειρο σε καθεστώς χαμηλού πληθωρισμού και
μηδενικών επιτοκίων. Και είναι αδύνατον σε μια οικονομία να επιτύχει ταυτόχρονα
πλήρη απασχόληση, ικανοποιητική μεγέθυνση και χρηματοπιστωτική σταθερότητα,
χωρίς απασχόληση, με ταυτόχρονη μείωση εισοδημάτων.
Η
υπόσχεση των φοροελαφρύνσεων — μια επιπλέον παραδοχή της αποτυχίας σε οικονομία
με πάνω από 27% ανεργία, με πάνω από 60% ανεργία στους νέους, με το εν τέταρτο
του πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας και με σωρευτική απώλεια πάνω του
25% του ΑΕΠ — είναι κυνισμός και ύβρις, γιατί ο άνεργος δεν έχει πλέον εισόδημα
για οποιονδήποτε φόρο, ακόμα και για τον χαμηλότερο.
Η
διαρκής στασιμότητα, η υποκατανάλωση και ο αποπληθωρισμός, συνεχίζει ο
Shiller, είναι όροι που ενισχύουν μια υποκείμενη απαισιοδοξία, η οποία, μαζί με
τη λιτότητα και την απότομη μείωση των δαπανών δεν εξασθενούν απλώς την
οικονομία, αλλά δημιουργούν απελπισία, θυμό, μισαλλοδοξία και απελευθερώνουν
την ανεξέλεγκτη βία.
Ένας
άλλος φιλελεύθερος, ο Benjamin M. Friedman του Χάρβαρντ, στο magnum opus του
«The Moral Consequences of Economic Growth - Οι ηθικές συνέπειες της οικονομικής ανάπτυξης», έδειξε με
πολλά χειροπιαστά παραδείγματα ότι η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης
οδηγεί, όχι άμεσα αλλά οδηγεί, στη μισαλλοδοξία, στον επιθετικό εθνικισμό και
στον πόλεμο.
Το
συμπέρασμά του είναι ότι «η αξία της ανόδου του βιοτικού επιπέδου δεν αφορά
μόνο τις υλικές βελτιώσεις στον τρόπο ζωής των ανθρώπων, αλλά επηρεάζει εντέλει
τον τρόπο διαμόρφωσης των κοινωνικών, πολιτικών και ηθικών χαρακτηριστικών των
λαών».
Σε
πρόσφατο άρθρο του, ο Στίγκλιτς μίλησε για χώρες ζόμπι που αφήνει πίσω της η
λιτότητα. Μίλησε για σωρευτική απώλεια ευημερίας ύψους άνω των 6,5
τρισεκατομμυρίων δολαρίων στην Ευρώπη.
Ο
Μπράντ ντε Λονγκ από το Μπέρκλεϊ, με δικές του μετρήσεις, εκτίμησε τις απώλειες
ευημερίας, για τα τελευταία έξι χρόνια, γύρω στο 60% σε σχέση με τις
αδιατάρακτες οικονομικές τάσεις της περιόδου 1995-2007 για την ευρωζώνη.
Στην
Ελλάδα κυριαρχούν πολιτικές ψευδαισθήσεις και καιροσκοπισμός. Αλήθειες που θα
έπρεπε, δεν ακούγονται.
Στην
Ευρώπη έχει δημιουργηθεί μια μνήμη από λάσπη και αργύρια. Ακόμα κι αυτή η μνήμη
είναι στρεβλή.
Η
Γερμανία δεν θέλει να θυμάται το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1953 με το οποίο
διαγράφηκε το μεγαλύτερο χρέος χώρας που διαγράφηκε ποτέ μετά τον πόλεμο.
Πολύ
περισσότερο δεν θέλει να σκέφτεται την τραυματική εμπειρία του υπερπληθωρισμού
του Μεσοπολέμου, για τον οποίο κατηγορεί τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Η
Μέρκελ και ο Σόϊμπλε επικρίνουν την πληθωριστική Βαϊμάρη για την άνοδο του
ναζισμού: δεν μπόρεσε, λένε, να ελέγξει τις δημόσιες δαπάνες και τα ελλείμματα,
και έτσι ήρθε ο Χίτλερ στην εξουσία το 1933.
Η
αλήθεια διαφορετική: την άνοδο του ναζισμού την έφερε ακριβώς ο αποπληθωρισμός
αφού, μετά το 1924, το νέο «σκληρό» Ράιχσμαρκ οδηγούσε σε ταχύτατο
αποπληθωρισμό.
Ο
αποπληθωρισμός, η λαϊκή εξαθλίωση και η απελπισία, έφεραν τον Χίτλερ και τον
φασισμό στην Ευρώπη.
Μνήμη
από λάσπη και πολλά αργύρια…
Αυτά
ακριβώς απειλούν την Ευρώπη και σήμερα…
Θανάσης
Βασιλείου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου