Η αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (Federal Reserve)
έριξε τρισεκατομμύρια δολάρια στις αγορές σε μια προσπάθεια ρευστοποίησης,
αγοράζοντας ιδιωτικά και κρατικά ομόλογα, σε τρεις γύρους
της λεγόμενης
ποσοτικής χαλάρωσης.
Οι προσπάθειες αυτές όμως δεν είχαν τα ανάλογα
αποτελέσματα όσον αφορά σε μια οικονομική ανάκαμψη.
Η αμερικανική οικονομία αυξήθηκε κατά 12% από
την εποχή της μεγάλης ύφεσης (2007-2009), με την ανεργία να πέφτει κάτω από 6%.
Το αν συντέλεσε σε αυτό η ποσοτική χαλάρωση
απομένει να αποδειχτεί.
Η σημερινή ανάκαμψη μοιάζει αναιμική σε σχέση με
την αντίστοιχη μετά την ύφεση του 1960-1961 (35%), ή την ανάπτυξη του 28% μετά
τη στασιμότητα των 1970ς.
Και στην Ιαπωνία επίσης, η επιθετική ποσοτική
χαλάρωση απέτυχε να τονώσει την οικονομία, ή να καταπολεμήσει τη στασιμότητα...
Οι δογματικοί του Κευνσιανισμού έχουν μια δική τους
θεωρία που εξηγεί τα ανεπαρκή αυτά αποτελέσματα. Μια θεωρία κομμένη και ραμμένη
στα πλαίσια της λατρείας τους προς τις κρατικές δαπάνες.
Το όνομα της θεωρίας που αρχίζει και καθιερώνεται
είναι secular stagnation (κοσμική
στασιμότητα).
Ο όρος πρωτοεμφανίστηκε στη δεκαετία του 1930
από το Κευνσιανό οικονομολόγο Alvin Hansen. Ο Lawrence Summers του
Χάρβαρντ τον επανέφερε, ενώ ο νομπελίστας Paul Krugman τον καθιέρωσε.
Σύμφωνα με το αφήγημα της κοσμικής στασιμότητας,
η οικονομία έχει μπει σε φάση παρατεταμένης χαμηλής ανάπτυξης, και ο μόνος
τρόπος για να ξεπεραστεί αυτό το φαινόμενο είναι οι μαζικές δημόσιες
επενδύσεις. Άσχετα αν κάτι τέτοιο εκτοξεύει στα ουράνια τα ήδη υψηλά δημόσια ελλείμματα.
Στη δεκαετία του 1970, η δημοσιονομική
ανευθυνότητα δεν είχε πιάσει τις σημερινές αστρονομικές διαστάσεις, αλλά και
πάλι η τόνωση της ζήτησης που λάτρευαν οι Κευνσιανοί υπογραμμίζονταν από τα
κύματα των αυξήσεων των ημερομισθίων σε ολόκληρο τον αναπτυγμένο κόσμο. Σε
συνδυασμό με τις αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων, αυτά είναι που συνετέλεσαν
στον τότε πληθωρισμό.
Τότε ήταν που βγήκε στο προσκήνιο ο επικεφαλής της
Federal Reserve Paul Volcker, εισάγοντας μια νομισματική πολιτική που είχε
σκοπό όχι τη ρευστότητα (όπως σήμερα), αλλά τον περιορισμό του πληθωρισμού.
Αυτή όμως η πολιτική του προκάλεσε τη χειρότερη ύφεση από την εποχή του Β’ΠΠ.
Ευτυχώς, εκείνη την εποχή ξεκινούσε μια οικονομική
«επανάσταση» (supply-side measures) που είχε σκοπό την απομάκρυνση των εμποδίων
που απέτρεπαν τις επιχειρήσεις που ήθελαν να επενδύσουν και να προσλάβουν
προσωπικό.
Οι φόροι μειώθηκαν σημαντικά, και η εργατική
νομοθεσία τροποποιήθηκε έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να μπορούν να μειώνουν το
προσωπικό τους όταν αυτό ήταν απαραίτητο ή κερδοφόρο.
Η όλη αυτή πολιτική ήταν οδυνηρή. Συνάντησε
μάλιστα τεράστιες αντιδράσεις από πανίσχυρα συμφέροντα, ειδικά στις συνδικαλιστικές
οργανώσεις.
Χρειάστηκε να δείξει ιδιαίτερο θάρρος η Margaret
Thatcher, και αργότερα ο Ronald Reagan,
για να αντιμετωπιστούν οι μαζικές και μακροχρόνιες απεργίες.
Στο τέλος, χάρη σε αυτούς του δυο, καθώς και στους
«ακόλουθούς» τους σε άλλες χώρες, η παγκόσμια οικονομία μπήκε σε μια περίοδο
ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού άνευ προηγουμένου.
Σήμερα, το πρόβλημα δεν είναι τόσο η στασιμότητα
όσο η αστάθεια και ο κατακερματισμός της οικονομικής ανάπτυξης. Η ποσοτική
χαλάρωση που εφαρμόζεται δεν φέρνει αποτελέσματα.
Αυτό που
χρειάζεται είναι μεταρρυθμίσεις από την πλευρά της προσφοράς.
Αρκετοί πολιτικοί το αντιλαμβάνονται, αλλά δεν
διαθέτουν τις ανάλογες αντοχές να εφαρμόσουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις,
αφού χρειάζεται να παλέψουν με τα κατεστημένα συμφέροντα, και άρα κινδυνεύουν
να μην επανεκλεγούν.
Δείτε το παράδειγμα του Ιάπωνα πρωθυπουργού Shinzo
Abe, που από το 2012 που ανέλαβε, δεσμεύτηκε να εφαρμόσει δημοσιονομική
ευελιξία, ποσοτική χαλάρωση, και μεταρρυθμίσεις στη πλευρά της προσφοράς (supply-side).
Τα δυο πρώτα τα έκανε, το τρίτο όχι.
Όσον αφορά στην δημοσιονομική ανευθυνότητα,
δύσκολα κανείς να ξεπεράσει τις κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας.
Δυο κυβερνήσεις που στη ρητορική των
μεταρρυθμίσεων είναι πρώτες. Στη πράξη όμως αμέσως αναδιπλώνονται υπό το βάρος
των συνδικαλιστών, των διαδηλώσεων, και την αντίσταση του εκλογικού σώματος.
Και ενώ η Ρώμη και το Παρίσι πιέζουν την ΕΚΤ να
ξεκινήσει πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, δεν κάνουν κάτι για να μειώσουν τους επιχειρηματικούς
φόρους ή να απλοποιήσουν τις χαοτικές εργατικές νομοθεσίες των χωρών τους.
Στις ΗΠΑ οι διαρθρωτικές ακαμψίες δεν είναι τόσο
τονισμένες όσο στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία, και γι αυτό η ανάπτυξη είναι
μεγαλύτερη. Παρόλα αυτά, οι μεταρρυθμίσεις του Ronald Reagan έχουν σταδιακά
δώσει τη σειρά τους σε νέους περιορισμούς που αποτρέπουν τους άνεργους να
ψάξουν για εργασία, και τους εργοδότες από το να προσλάβουν και να επενδύσουν.
Υπάρχει πλέον η ανάγκη, σε ολόκληρο τον
βιομηχανοποιημένο κόσμο για μεταρρυθμίσεις.
Οι ειδικοί όμως, αυτοί που έχουν κολλήσει στη θεωρία
της κοσμικής στασιμότητας, δεν ενδιαφέρονται για μεταρρυθμίσεις supply-side.
Αυτό δεν είναι κάτι το καινούργιο. Από τη
δεκαετία του 1980 υποτιμούν την αξία των μεταρρυθμίσεων.
Σε μια εργασία τους το 1982, οι Paul Krugman και
Lawrence Summers επέμεναν πως ο
πληθωρισμός θα αυξηθεί, αλλά τελικά οι πολιτικές του Reagan τους διέψευσαν.
Υπάρχουν λοιπόν δυο διδάγματα από την εμπειρία της
στασιμότητας των 1970ς: Πρώτον, η όποια νομισματική πολιτική δεν μπορεί να αντικαταστήσει
τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όταν αυτές είναι απαραίτητες.
Και δεύτερον, μη λαμβάνετε στα σοβαρά τις προβλέψεις
των οικονομολόγων οπαδών της κοσμικής στασιμότητας.
Fabio
Rafael Fiallo
Απόδοση: S.A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου