6.1.15

Άρχισε το Bank Run;



Με τον πρωθυπουργό της Ελλάδας, Αντώνη Σαμαρά, να διατυμπανίζει διεθνώς τον κίνδυνο μίας ελληνικής εξόδου απ’ το ευρώ στην περίπτωση εκλογής ΣΥΡΙΖΑ και με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να επιδεικνύει μία πολυφωνία η οποία ενσωματώνει ακόμη και άκρως επικίνδυνες θέσεις, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως τα πρώτα σημάδια μίας τάσης εκροής καταθέσεων φάνηκαν, ήδη, από το Νοέμβριο και επιβεβαιώθηκαν το Δεκέμβριο.



Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας το Νοέμβριο σημειώθηκε μείωση καταθέσεων κατά 222 εκ. ευρώ ενώ σύμφωνα με τραπεζικές πηγές που επικαλείται το Bloomberg το Δεκέμβριο οι καταθέσεις μειώθηκαν εντυπωσιακά, κατά 3 δις ευρώ...



Στην εικόνα που συνοδεύει το άρθρο αποτυπώνονται οι τραπεζικές καταθέσεις από το 2001 μέχρι και το Δεκέμβριο του 2014.
Οι εκροές που καταγράφηκαν από το 2009 μέχρι το 2012 ξεπέρασαν τα 70 δις ευρώ, σε μία μείωση τους κατά 37%. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των χρημάτων δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα και το Νοέμβριο του 2014 οι καταθέσεις παρέμεναν κατά 31% χαμηλότερα από το υψηλό τους το 2009.
Η πτώση του Δεκεμβρίου είναι η μεγαλύτερη από την προεκλογική περίοδο του 2012 και έσπρωξε τις καταθέσεις στα 161 δις ευρώ από 164 δις ευρώ το Νοέμβριο.
Όσο μειώνονται οι τραπεζικές καταθέσεις, τόσο αυξάνονται οι ανάγκες ρευστότητας των τραπεζών, οι οποίες, ήδη θα πρέπει να έχουν πλησιάσει στα 47 δις ευρώ από 44 δις ευρώ προ ενός μήνα. Δεδομένου ότι οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν ομόλογα του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ύψους 37,4 δις ευρώ τα οποία και μπορούν να χρησιμοποιήσουν ως εγγύηση για την άντληση ρευστότητας από την ΕΚΤ και σε συνδυασμό με τα περιουσιακά στοιχεία τους τα οποία παρέχονται ως εγγύηση για την παροχή ρευστότητας, οι τράπεζες εμφανίζονται ισχυρές και ικανές να αντιμετωπίσουν ένα κύμα εκροής καταθέσεων. 



Αυτό, όμως, μέχρι ενός σημείου.
Όσο οι εκροές παραμένουν κάτω από τα 10 δις ευρώ, οι τράπεζες πρέπει να είναι ασφαλείς, όμως, αν οι εκροές ξεπεράσουν αυτό το ορόσημο και αρχίσουν να κινούνται προς τα 15 ή και τα 20 δις ευρώ, τότε η εξασφάλιση ρευστότητας θα αρχίσει να γίνεται έντονα προβληματική και η στροφή στον Έκτακτο Μηχανισμό Παροχής Ρευστότητας (ELA) της Τράπεζας της Ελλάδας ίσως γίνει αναπόφευκτη. Και εκεί θα αρχίσει ένα σημαντικό πρόβλημα για την Ελλάδα, ιδιαίτερα αν βρίσκεται σε διαδικασία διαπραγμάτευσης για τους όρους του Μνημονίου και το χρέος.
Αυτό γιατί  αν και η εθνική κεντρική τράπεζα, δηλαδή, εν προκειμένω η Τράπεζα της Ελλάδας έχει μεν την υποχρέωση να ενημερώσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις άλλες εθνικές κεντρικές τράπεζες για την πρόθεσή της να παραχωρήσει ELA σε εγχώριες τράπεζες αλλά χωρίς να χρειάζεται την έγκριση τους,  σύμφωνα με το  άρθρο 14.4 του καταστατικού της ΕΚΤ, εάν μια άλλη κεντρική τράπεζα ή η ΕΚΤ, έχουν ένσταση, τότε το θέμα τίθεται σε ψηφοφορία σε συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ,  όπου η θέση υπέρ ή κατά του ELA περνά με ειδική πλειοψηφία δύο τρίτων.
Έτσι, σε περίπτωση ένστασης από ένα κράτος μέλος και ιδιαίτερα υπό καθεστώς διαπραγμάτευσης, η πλειοψηφία των δύο τρίτων για την εξασφάλιση ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες μέσω του ELA δε μπορεί να θεωρείται δεδομένη.
Ακόμη ωστόσο και αν δεν υπάρξει ένσταση ή αν σε περίπτωση ένστασης η ελληνική κυβέρνηση καταφέρει να εξασφαλίσει την απαιτούμενη πλειοψηφία ώστε να ενεργοποιήσει τον ELA, σύντομα θα βρεθεί αντιμέτωπη με  τα χρονικά περιθώρια που προκύπτουν  από το άρθρο 101, κανονισμός 3603/93 της Συνθήκης εγκαθίδρυσης της ΕΕ, το οποίο αποκλείει τη νομισματική χρηματοδότηση, δηλαδή τη χρηματοδότηση κρατικού προϋπολογισμού μέσω της νομισματικής πολιτικής, κάτι που μετουσιώνεται στην απόφαση της ΕΚΤ για τη δυνατότητα χρήσης του ELA για διάστημα έως έξι μηνών.
Συμπερασματικά, σε αντίθεση με προηγούμενα έτη που το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μπορούσε να «χτυπηθεί» τόσο απ’ έξω όσο και από μέσα, σήμερα η μοναδική απειλή είναι εγχώρια και έχει να κάνει με το αν οι καταθέτες «σηκώσουν» χρήματα ή όχι και σε ποιο βαθμό.
Προς το παρόν, το πρώτο χτύπημα δόθηκε το Δεκέμβριο σε μία ένδειξη πως θα ακολουθήσει και δεύτερο, πιθανόν ισχυρότερο, τον Ιανουάριο. Ας ελπίσουμε να επικρατήσει σύνεση και οι Έλληνες να αποφύγουν να «αυτοπυροβοληθούν».

Πάνος Παναγιώτου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου