Η
26η Ιανουαρίου ήταν μια σχετικά ζεστή ημέρα για Ιανουάριο. Όπως μας είπε ο
Σκουρλέτης, ένας κομήτης πέρασε κοντά από τη Γη, ο ήλιος άρχισε το ταξίδι του
στον ουρανό όπως κάθε μέρα, τα καταστήματα ανοίξαν στις 8 και οι τράπεζες
λειτουργούσαν κανονικά παρότι είχε εκλεγεί η πρώτη φορά αριστερή κυβέρνηση. Δεν
υπήρχε κανένας λόγος ανησυχίας στον κόσμο της εργασίας.
Όπως
μας βεβαίωνε ο υπουργός Εργασίας θα γινόταν το παν όχι απλά για να
καταβάλλονται οι μισθοί και οι συντάξεις αλλά θα γινόταν προσπάθεια για αύξηση
του βασικού μισθού για αύξηση των προσλήψεων ώστε να μειωθεί η ανεργία και για
αύξηση του εισοδήματος των χαμηλών συνταξιούχων…
Το
πλειοψηφικό κίνημα που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία έβλεπε ότι οι προεκλογικές
υποσχέσεις, δηλαδή οι στόχοι του, θα πραγματοποιούνταν και ενθουσιαζόταν που ο
Τσίπρας δήλωνε στη Βουλή «είμαστε αποφασισμένοι να πρωτοτυπήσουμε και να
κρατήσουμε τις προεκλογικές μας υποσχέσεις!»
Ο
καθημερινός άνθρωπος, ο οποίος συμμετείχε στο λαικό κίνημα ανατροπής, δεν
γνωρίζει να αξιολογήσει την εφικτότητα των στόχων του κινήματος – πολλές φορές
παραιτείται από τη διαδικασία της αξιολόγησης και καθιστά υπεύθυνο τον ηγέτη να
αποφασίσει αν είναι εφικτή η μια δράση ή η άλλη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, ο
καθημερινός άνθρωπος, ο γείτονας μας, ο άνεργος που δεν έχει άλλο χρόνο από το
να ψάχνει για δουλειά, ο συνταξιούχος που μήνας βγαίνει - μήνας μπαίνει βλέπει
τη σύνταξη να μην του φτάνει για τα φάρμακα του, ο υπάλληλος που ξεσκίζεται στη
δουλειά πρωί-βράδυ για να βγάλει έξι κατοστάρικα , να προσμένει από τον
πολιτικό, δηλαδή από τον ηγέτη τον οποίο εμπιστεύεται να του εξηγήσει τι είναι
ρεαλιστικό και τι δεν είναι.
Το
λαϊκό κίνημα λοιπόν στοιχήθηκε πίσω από τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ επειδή το
ευνοούσαν όχι επειδη ήταν
πραγματοποιήσιμες. Και ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε την δυναμική της φανατικής μειοψηφίας
να την μετουσιώσει σε πλειοψηφικό ρεύμα κυριαρχίας.
Ο
κάθε αδικημένος ή «αδικημένος» εξαιτίας της περιοριστικής δημοσιονομικής
πολιτικής μπορούσε πλέον να φανταστεί τον εαυτό του να έχει να κερδίσει κάτι
εφόσον στηρίξει το ανατρεπτικό κίνημα των Περιοριστικών Συνθηκών, δηλαδή τον
ΣΥΡΙΖΑ.
Η
κοινωνική βάση του ΣΥΡΙΖΑ τον πρώτο μήνα της καινούριας διακυβέρνησης έπλεε σε
πελάγη ευτυχίας γιατί αυτό το οποίο συνέβαινε ήταν αυτό που επιδιωκόταν να
συμβεί.
Μετά
από ένα μικρό πάγωμα ύστερα από τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, το σοκ
ξεπεράστηκε γρήγορα καθώς πλέον υπήρχαν δυο αφηγήσεις που καθησύχαζαν τους
απλούς ανθρώπους: «Δεν έχει αποφασιστεί τίποτα ακόμη, την τρόικα την διώξαμε
και μέτρα δεν ήρθαν ως τώρα-ο καλός Αλέξης δεν μας τάραξε στους φόρους σαν τον
κακό Σαμαρά», και δεύτερον «ότι και να γίνει τα παιδιά αγωνίζονται σε αντίθεση
με τους προηγούμενους που υπογράφανε τα πάντα».
Η
κοινωνική βάση του ΣΥΡΙΖΑ, οι απλοί άνθρωποι που κοιτούσαν τις δουλειές τους,
δεν είχαν δει το πρώτο τρίμηνο (μέχρι το Πάσχα) σημαντική επιδείνωση της
καθημερινότητας τους.
Ο
Αλέξης προσπαθεί- ακόμη και αν δεν αυξάνει τις συντάξεις και τους μισθούς,
παλεύει σκληρά το παλικάρι για όλους μας εκεί στην Ευρώπη για να φέρει κάτι
καλύτερο, έτσι έλεγαν. Και όμως, το γυαλί είχε αρχίσει να ραγίζει για όσους
είναι προσεκτικοί και δεν βλέπουν μόνο το τραπεζομάντιλο που έριξε η νοικοκυρά
στο τραπεζάκι, μπας και σε ξεγελάσει.
Η
ΚΟΕ και ο κύριος Μηλιός ήδη ανησυχούσαν για αλλαγή κατεύθυνσης από το
προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Ήδη το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης είχε καιρό
να ακουστεί από τον Αλέξη Τσίπρα. Φυσικά αυτές οι περιθωριακές διαφοροποιήσεις
στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έφταναν να προβληματίσουν το κίνημα που ακόμη ομόφωνα φώναζε
«Αλέξη προχώρα άλλαξε τα όλα». Γιατί
δρούσε ακόμη σε συντονισμό με τον Αλέξη και με κοινό στόχο την ανατροπή του
υφιστάμενου πλαισίου- που για μια στιγμή με την υπογραφή του Αλέξη και το
«ουαοουυ!!!» του Μπαρουφακη είχε πραγματοποιηθεί!
Όμως
και τα θαύματα κρατούν 3 μέρες- στην περίπτωσή μας 3 μήνες.
Και
με το που μπήκε ο Μάιος άρχισαν τα προβλήματα.
Πρώτα
άρχισαν να μας βεβαιώνουν ότι θα καταβάλουν ολόκληρες τις συντάξεις. Άρχισαν να
μας λένε ότι δε θα πληρώσουν το ΔΝΤ. Άρχισαν να σκουπίζουν ότι αποθεματικό
υπήρχε στο δημόσιο αλλά που άφησε ο κακός Σαμαράς και άλλα που είχαν μαζέψει
δήμαρχοι και κοινοτάρχες για να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους.
Αυτά
κλόνισαν την πίστη του απλού ανθρώπου-του μέλους του Κινήματος Ανατροπής του
Μνημονίου. Όμως υπήρχαν ακόμη δικαιολογίες οι οποίες μπορούσαν να καθησυχάσουν
τους φόβους «είναι μια πράξη αντίστασης- ο Αλέξης δε θα μας προδώσει ποτέ,
ξέρει τι κάνει».
Η
εμπιστοσύνη είχε μειωθεί, αλλά δεν είχε απολεσθεί. Γιατί ο Αλέξης εμφανώς δεν
είχε κάνει στροφή Και η μείωση της εμπιστοσύνης εκφραζόταν και δημοκοπικά με
την μείωση από το 45%+ στο 40%+ (όχι σημαντική αλλά παρατηρήσιμη και
εξηγήσιμη).
Το
σοκ που υπέστησαν αυτοί οι απλοί άνθρωποι όταν ο Αλέξης δήλωσε στις 10 Ιουνίου,
ότι η διαπραγμάτευση αρχίζει σήμερα, με απλήρωτο το ΔΝΤ και με όλο και σκληρότερες
προτάσεις συμφωνίας (μνημονίου) ήταν πολύ μεγάλο. Το κίνημα που τασσόταν πίσω
από τον ΣΥΡΙΖΑ άρχιζε να σπάει.
Ο
κάθε απελπισμένος που στήριξε την ελπίδα του στο ΣΥΡΙΖΑ ανησυχούσε πια μην
προδοθεί.
Εάν
στο τέλος Ιουνίου πηγαίναμε σε εκλογές, ο κόσμος τότε θα είχε μεγάλη
αβεβαιότητα ψήφου, αλλά είναι αρκετά πιθανό να έδινε αυτοδύναμη κυβέρνηση στο
ΣΥΡΙΖΑ καθώς δε θα ήταν βέβαιος για το αν έχει εξαπατηθεί. Το κίνημα ακόμη και
τότε θα διατηρούσε την ορμή του, αν και ταραγμένη, αν και λιγότερο συντονισμένη,
πάντως θα έδινε ένα σίγουρο αποτέλεσμα.
Σε
αυτό το σημείο για άλλη μια φορά θα γίνει η παύση της διήγησης προκειμένου να
τονίσω μερικά σημαντικά συμπεράσματα όπως τα έχω περιγράψει ως εδώ.
Ο
εντολοδόχος λαός, εκχωρώντας στον πολιτικό την υποχρέωση να κρίνει αν αυτά τα
οποία ο ίδιος λέει είναι εφαρμόσιμα, αφήνεται στην τύχη του ελπίζοντας στον
ηγέτη-πολιτικό.
Μια
τέτοια κατάσταση – επιλογής του πλειοδότη χωρίς άλλο λογικό κριτήριο πέραν του
τιμήματος της δημοπρασίας- δημιουργεί μια άρρωστη κατάσταση για τη δημοκρατία καθώς ο ψηφοφόρος
τη στιγμή που επιλέγει τον πλειοδότη δεν εξασφαλίζει ότι ο πλειοδότης έχει την
ικανότητα να εφαρμόσει την μεγάλη υπόσχεση του (Δεν συμβαίνει λοιπόν η επιλογή
του καλύτερου σχεδίου αλλά του πιο «πλούσιου σχεδίου-ιδέας»).
Σε
κάποιο βαθμό η τυχαιότητα της ικανότητας εκπλήρωσης υποσχέσεων μπορεί να
παρομοιαστεί με την τυχαία επιλογή ενός μονάρχη σε καθεστώς κληρονομικής
μοναρχίας.
Γιατί
το πλεονέκτημα της δημοκρατίας είναι οτι επιλέγεις (υποτίθεται) τον καλύτερο να
σε εκπροσωπήσει (και όχι αυτόν που θα σου τάξει πλούσιο γάμο αλλά ο ίδιος ειναι
φτωχος!!).
Ένα
άλλο πρόβλημα στο υπάρχον σύστημα είναι ότι ο πολιτικός δεν φέρει καμία ευθύνη
για αυτά που λέει, είτε είναι αλήθειες είτε είναι ψέματα, η μόνη συνέπεια που
μπορεί να έχει είναι η μη επανεκλογή του με αποτέλεσμα να μην ανησυχεί αν
κοροιδέψει τον καθημερινό ανθρωπο ούτε μια ούτε κατ εξακολούθηση.
Στο
επόμενο άρθρο θα μελετήσουμε την μετάβαση από την διάψευση των υποσχέσεων στον
εμπαιγμό του Κινήματος και τελικά στην αυτοδιάλυση του.
Μάνθος
Καψάλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου