Ένα ερώτημα που επανέρχεται διαρκώς από πολλούς,
νεώτερους κυρίως αλλά και παλαιότερους, φίλους είναι το γιατί, μπροστά στην
απόλυτη παρακμή του πολιτικού συστήματος, δεν έχει δημιουργηθεί ένα πολιτικό
εγχείρημα ικανό να απαντήσει στις αγωνίες πολλών ανθρώπων.
Και παρ’ ότι, πολλές φορές, έχουμε προσπαθήσει
να εξηγήσουμε το γιατί, μοιάζει, εξαιτίας της επείγουσας ανάγκης για τη
δημιουργία ενός νέου πολιτικού υποκειμένου, να μην καλύπτονται όσοι θέτουν
επιτακτικά αυτό το ερώτημα.
Γι’ αυτό και θα προσπαθήσω να δώσω εκ νέου μια
απάντηση η οποία εμπεριέχει και καινούργια στοιχεία. Εξάλλου, έτσι θα
προσπαθήσουμε να απαντήσουμε και σε γενικότερα ερωτήματα που τίθενται σχετικά
με τη μεταπολίτευση και την περιοδολόγησή της...
Όπως έχουμε επαναλάβει, η μεταπολιτευτική
περίοδος χωρίζεται σε δύο μεγάλες εποχές, την πρώτη που κλείνει το
1988-1993, και τη δεύτερη, από το 1993 έως το 2015. Στην πρώτη
ημιπερίοδο –παρά το υπονομευμένο πεδίο πάνω στο οποίο ορθώνεται το
μεταπολιτευτικό οικοδόμημα, δηλαδή την αποδοχή του ακρωτηριασμού της Κύπρου– ο
απολογισμός παραμένει θετικός. Σημαντικές κοινωνικές αλλαγές
χαρακτηρίζουν αυτή την πρώτη φάση –γενίκευση κοινωνικών ασφαλίσεων,
συνδικαλιστικά, ανθρώπινα δικαιώματα και θεσμοί, σημαντικές βελτιώσεις στο
πολιτικό οικοδόμημα και ελευθερία του τύπου. Το εκκρεμές της πολιτικής ζωής
κινείται προς τα αριστερά και επηρεάζει ακόμα και τα δεξιά κόμματα
(«σοσιαλμανία»του Κων. Καραμανλή).
Στη διάρκεια αυτής της πρώτης περιόδου,
δοκιμάσαμε μια άμεση πολιτική και κοινωνική παρέμβαση, με έναν έντονο ακτιβισμό
και μια στενή σχέση με τα κοινωνικά υποκείμενα.
Έτσι, θα δουλέψουμε ενεργά μέσα από τους
εργασιακούς χώρους και τα εργοστάσια για τη δημιουργία και την εμπέδωση του
εργοστασιακού συνδικαλισμού και του αγροτικού κινήματος, θα παρέμβουμε στον
εκδημοκρατισμό του στρατού με το κίνημα των φαντάρων, καθώς και της δικαιοσύνης
και της αστυνομίας. Θα παίξουμε έναν ενεργό και πρωτοπόρο ρόλο στην επισήμανση
των οικολογικών προβλημάτων, καθώς και πάντα στην ανάδειξη των εθνικών
προβλημάτων.
Στο τέλος αυτής της περιόδου, γύρω στο 1988, θα
οδηγηθούμε και στη συγκρότηση ενός πολιτικού υποκειμένου, που συνόψιζε και
εμπεριείχε το διδάγματα και τις κατακτήσεις δεκαπέντε χρόνων αγώνα. Το σχήμα
των Οικολόγων Εναλλακτικών, που έζησε και δραστηριοποιήθηκε από το 1988
μέχρι το 1993. Και προς στιγμήν φάνηκε πως είχε αρχίσει μια πορεία διαμόρφωσης
ενός τέτοιου πολιτικού υποκειμένου.
Ωστόσο, οι μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές, με την
κατάρρευση του σοβιετικού στρατοπέδου, και η επαναβεβαίωση των νεοφιλελεύθερων
αξιών, μέσα από τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, ήρθαν να βάλουν τέλος σε αυτή την
πρόσκαιρη Άνοιξη.
Εγκαινιάζεται έτσι η δεύτερη μεταπολιτευτική
περίοδος, με κυρίαρχα τα παρακμιακά χαρακτηριστικά και τη
γενικευμένη αλλοτρίωση των μαζών. Καθόλου τυχαία είναι η περίοδος κατά
την οποία εγκαινιάζεται η ιδιωτική τηλεόραση, επεκτείνονται και γενικεύονται τα
ευρωπαϊκά προγράμματα, εγκαταλείπονται οι πατριωτικές παράμετροι της πολιτικής
του ΠΑΣΟΚ και κυριαρχεί μια γενικευμένη απολιτικοποίηση των ευρύτερων λαϊκών
μαζών, χωρίς ίσως προηγούμενο στην ελληνική ιστορία.
Χαρακτηριστική, ως προς αυτό, είναι η εξέλιξη
της κυκλοφορίας και ανάγνωσης εφημερίδων, η οποία, μέσα σε είκοσι χρόνια, έπεσε
από τις 500.000 ή 700.000 φύλλα ημερησίως, σε κάτω από 100.000, ενώ
πολλαπλασιάστηκαν σαν τα μανιτάρια οι αθλητικές εφημερίδες και οι εφημερίδες
του σεξοκουτσομπολιού. Με εκπληκτική ταχύτητα, η ελληνική κοινωνία
μεταλλασσόταν σε μια ασπόνδυλη παρασιτική κοινωνία, με αποκλειστικές αξίες
σχεδόν τις αξίες της κατανάλωσης και τη γενικευμένη φθορά όλων των παλαιότερων
αξιών.
Χαρακτηριστική είναι η μεγάλη σύγκρουση που
δόθηκε ανάμεσα στην Εκκλησία και το κράτος, με αποκορύφωμα τη σύγκρουση
Χριστόδουλου-Σημίτη, η οποία κατέληξε στην ήττα της Εκκλησίας και εν τέλει στην
ίδια την εσωτερική της μετάλλαξη.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, όπου τον τόνο έδιναν
έντυπα όπως το «Κλικ», το «Στάτους» και οι δωρεάν εφημερίδες των Γεωργιλέδων
και Τσαγκαρουσιάνων, η ελληνική κοινωνία «εκσυγχρονίστηκε» επιτέλους, μόνο που
αυτός ο εκσυγχρονισμός υπήρξε απολύτως παρασιτικός και ξενόφερτος.
Αποφασιστικής σημασίας, σε όλη αυτή την περίοδο,
υπήρξε ο πόλεμος ενάντια στο ελληνικό έθνος-κράτος, που εκφράστηκε με
καθολικό και σαρωτικό τρόπο σε όλο το εκπαιδευτικό σύστημα, και συντριπτικά
στον χώρο της τέχνης, του βιβλίου, της διανόησης, και πάνω από όλα στον βασιλιά
τηλεόραση. Είχε κατασκευαστεί, έτσι, ένας homo parasiticus που εντέλει καθόριζε
και την ίδια την πολιτική πραγματικότητα.
Το πάλαι ποτέ πατριωτικό ΠΑΣΟΚ θα γίνει φορέας
του αποεθνικοποιημένου εκσυγχρονισμού, με τον Σημίτη και τις λεγεώνες
των τρεφόμενων από τον κρατικό κορβανά και τα ευρωπαϊκά προγράμματα
διανοουμένων του, ενώ οι παλιές του πατριωτικές συνιστώσες θα συρρικνωθούν
σταδιακά, με το ΔΗΚΚΙ, τον Χαραλαμπίδη, τον Παπαθεμελή, και θα σβήσουν, για να
μην αναφερθούμε στην εξέλιξη του «πατριώτη»… Άκη Τσοχατζόπουλου.
Στο μικρό ιδεολογικό αδελφάκι του ΠΑΣΟΚ,
τον χώρο της ανανεωτικής αριστεράς και του Συνασπισμού, οι εξελίξεις θα είναι
ακόμα πιο καταιγιστικές. Η αναφορά και μόνο στην λέξη πατρίδα ή έθνος είχε
μεταβληθεί σε ονειδισμό, ενώ στα πανεπιστήμια, όπου κυριαρχούσαν συντριπτικά,
ήταν αδύνατη έστω και η πραγματοποίηση μιας εκδήλωσης με πατριωτικά
χαρακτηριστικά. Ακόμα πιο «αριστερά», η νεολαία του ΚΚΕ θα μιλάει για
ιμπεριαλιστική Ελλάδα, ακολουθώντας, ως προς αυτό, τον κυρίαρχο συρμό
αριστερισμού και μηδενιστικού αναρχισμού, που κυριαρχούσε στην «εξεγερμένη»
νεολαία.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το περιθώριο ενός
κοινωνικού και πολιτικού ακτιβισμού γινόταν όλο και πιο στενό, μια και,
στο εσωτερικό των λεγόμενων κοινωνικών κινημάτων κάθε είδους, κυριαρχούσε
απόλυτα ο εθνομηδενιστικός καταναλωτισμός. Ακόμα και οι περισσότερες
οικολογικές κινήσεις διαπνέονταν από εθνομηδενιστικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά:
η οικολογία και η τοπικότητα ενάντια στο έθνος!
Έτσι, σταδιακώς, όσοι επέμεναν στην πατριωτική
διάσταση συκοφαντούνταν ως εθνικιστές και αποκλείστηκαν από τους μεγάλους
κοινωνικούς χώρους (εκπαίδευση, ΔΕΚΟ, εργαζόμενοι).
Η μόνη δυνατότητα επικοινωνίας με ευρύτερα
κοινωνικά στρώματα μετατέθηκε στη σχέση με οργανώσεις πολιτιστικού και εθνικού
χαρακτήρα (οργανώσεις Ποντίων, Κωνσταντινουπολιτών, Σουλιωτών), με τα πιο
προχωρημένα τμήματα του ορθόδοξου χώρου, καθώς και με τις παρεμβάσεις πάνω στα
εθνικά θέματα, από τα Ίμια και τον Οτσαλάν μέχρι τις καμπάνιες για την Κύπρο
και την απόρριψη του σχεδίου Ανάν.
Παράλληλα, για να διαμορφωθεί μια απάντηση στην
κυριαρχία του εθνομηδενισμού στην εκπαίδευση και την Ιστορία, θα παρατηρηθεί
μια στροφή στην εμβάθυνση της ιστορικής μας παράδοσης, που αποτελεί πάντα
καταφύγιο και όπλο των λαών που υφίστανται πολιτιστική εκμηδένιση. Έπρεπε να
βυθιστούμε στην παράδοσή μας –από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη Ορθοδοξία–
για να μπορούμε να αντέξουμε στα κυρίαρχα ρεύματα του κοσμοπολιτισμού και της
αποσύνθεσης των συλλογικών υποκειμένων. Ταυτόχρονα, αναπτύσσεται ενεργά το κύμα
της αποδόμησης των αποδομητών, της Ρεπούση, των συκοφαντών του Ζαλόγγου, των
«αποστατών» διανοουμένων.
Έτσι, στην ουσία, είχε δημιουργηθεί ένας
«καταμερισμός εργασίας» όπου ο διαρκώς συρρικνούμενος πατριωτικός χώρος
ασχολούνταν και παρενέβαινε στα ζητήματα που αφορούσαν την επιβίωση του έθνους,
ο δε συντριπτικά ευρύτερος και μεγαλύτερος «κοινωνικός» και πολιτικός χώρος, με
απόλυτη ηγεμονία των εθνομηδενιστικών αντιλήψεων, κάλυπτε προνομιακά, και
κάποτε απόλυτα, τον χώρο των κοινωνικών κινημάτων και των μεγάλων κοινωνικών
χώρων. Και, προφανώς, αυτό συνέβαινε πάρα τις προσπάθειές μας, ακριβώς διότι η
εθνομηδενιστική ιδεολογία είχε διεισδύσει βαθύτατα στο ίδιο το λαϊκό σώμα,
ενίοτε ακόμα και ασυναίσθητα, και κατ’ εξοχήν στα πολιτικά και κοινωνικά
στελέχη.
Μετά την κρίση και τα μνημόνια, από το
2010 μέχρι το δημοψήφισμα του 2015, ενώ από πρώτη άποψη η σύγκρουση έμοιαζε να
επικεντρώνεται στην αντιπαράθεση του ελληνικού έθνους με τους εταίρους, και άρα
αποκτούσε μια άμεση πατριωτική διάσταση, στην πραγματικότητα οδήγησε αυτό τον
διαχωρισμό στο απόγειό του! Διότι και η πατριωτική πτέρυγα (με μικρά
τμήματα της αριστεράς και του ορθόδοξου χώρου) έπαψε στην πραγματικότητα να ασχολείται με το πρόβλημα της εθνικής
επιβίωσης στο σύνολό του και επικεντρώθηκε αποκλειστικά στην
οικονομική διάσταση των προβλημάτων της εξάρτησης.
Έτσι, ξεχάστηκε ο νεοθωμανισμός, η
Κύπρος, ακόμα και το μεταναστευτικό και τα πάντα μετατέθηκαν μονοδιάστατα στις
μειώσεις μισθών και συντάξεων, στις απολύσεις, στην καταστροφή των ιδιοκτητών
και τα κόκκινα δάνεια, τα οποία αποκόπηκαν έτσι από την οργανική τους σχέση με
τη συνολική γεωπολιτική θέση της χώρας και την πολιτιστική πνευματική διάσταση
της κρίσης.
Γι’ αυτό, επί πέντε χρόνια, παρατηρούσαμε κάτι
από πρώτη άποψη απόλυτα παράδοξο. Ενώ η φρασεολογία όλων των πολιτικών
δυνάμεων είχε μετακινηθεί προς την πατριωτική αναφορά, την οποία αναμόχλευε η
επίθεση των δανειστών στον ελληνικό λαό, την ίδια στιγμή, ακόμα και ο άλλοτε
πατριωτικός χώρος ταυτιζόταν εν τοις πράγμασι με τον εθνομηδενιστικό κοινωνικό
και πολιτικό χώρο που, μετά το 2012, ηγεμόνευε στο αντιμνημονιακό κίνημα!
Και αυτό έγινε πασίδηλο στην τελευταία περίοδο
της συριζικής περιπέτειας, για να φτάσει στο απόγειό του με το δημοψήφισμα.
Εκεί, πίσω από επιχειρήματα πατριωτισμού και αξιοπρέπειας, πραγματοποιήθηκε η ολοκληρωτική
υποταγή του πατριωτικού χώρου στον εθνομηδενιστικό.
Θρησκευτικές
και πατριωτικές οργανώσεις, στη Θράκη, την Κύπρο και σε όλη την Ελλάδα, συντάχθηκαν
ασύγγνωστα και ασυνείδητα με τους τροτσκιστές, τους εθνομηδενιστές, τους
οπαδούς της κατάργησης των εθνικών συνόρων, παρά τη στήριξη του τουρκικού
προξενείου της Θράκης και της… Χρυσής Αυγής στο εγχείρημα του Τσίπρα· σε μια φρενίτιδα, όπου την έλλειψη
επιχειρημάτων υποκαθιστούσε μια έωλη πατριωτική φρασεολογία.
Όσοι, όπως εμείς, υποστήριξαν πως μόνο η
απόρριψη του ψευδεπίγραφου διλήμματος και η αποχή αποτελούσαν τη μοναδική
πατριωτική και αυθεντικά αντιμνημονιακή απάντηση, αντιμετώπισαν επιθέσεις,
ύβρεις και επιχειρήσεις απομόνωσης που ξεπερνούν κάθε προηγούμενο.
Ποτέ άλλοτε, ίσως, δεν είχαμε βρεθεί τόσο μόνοι.
Οι «φίλοι» μας, της άλλοτε πατριωτικής αριστεράς, είχαν γίνει υπουργοί,
βουλευτές και φανατικοί τσιπριστές, ενώ ακόμα και τα πιο ανυπότακτα τμήματα του
ορθόδοξου χώρου συμπορεύονταν με τον ΣΥΡΙΖΑ και την Χ.Α., εγκαταλείποντάς μας
σε μια απίστευτη μοναξιά.
Μια μοναξιά που μου θύμισε εκείνη που είχαμε
ζήσει τον Δεκέμβρη του 2008, όταν καταγγέλλαμε μόνοι, στον λεγόμενο προοδευτικό
χώρο, τα μηδενιστικά του χαρακτηριστικά.
Σήμερα, σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα, μείναμε
μόνοι μας, να καταγγέλλουμε την εξίσου μηδενιστική υφή ενός ψευδεπίγραφου
δημοψηφίσματος που η μόνη κατάληξή του, όπως προλέγαμε, θα ήταν να ενισχύσει τη
συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας.
Όταν μία
μάχη δίνεται με μεγάλο πάθος αλλά σε λανθασμένη κατεύθυνση και με άσφαιρα πυρά,
τότε γίνεσαι πολύ λιγότερο ικανός να δώσεις πραγματικές μάχες με πραγματικά
πυρά. Γι’ αυτό, εξάλλου, και το κυρίαρχο χαρακτηριστικό των εκλογών του
Σεπτεμβρίου 2015 είναι η συντριπτική επικράτηση των μνημονιακών συνδυασμών (μια
και ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ έχουν μεταβληθεί και αυτοί σε μνημονιακά κόμματα).
Χαρακτηριστική
είναι η επανεμφάνιση, στο προσκήνιο, της Δεξιάς που δείχνει να εκπροσωπεί τη
«φωνή της λογικής», απέναντι στους τουφεκαλεύρηδες του Τσίπρα και της παρέας
του. Και πολύ φοβάμαι πως το κύμα συντηρητικοποίησης που θα διατρέξει την
ελληνική κοινωνία, την επόμενη περίοδο, και το οποίο ενισχύθηκε αποφασιστικά από το δημοψήφισμα και
τις συνέπειές του, δεν θα μείνει μόνο στον επικοινωνιακό «Βαγγέλα» και τον
μεταλλαγμένο Τσίπρα, αλλά θα φτάσει πολύ πιο πέρα, και ο νοών νοείτο.
Ήδη, το γεγονός πως το περιβόητο «κόμμα του
ΟΧΙ», με τον Λαφαζάνη, τη Ζωή και τόσους άλλους, συγκεντρώνει εξαιρετικά
αναιμικά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις, είναι η πιο τρανταχτή απόδειξη όσων
προείπαμε. Ο Λαφαζάνης και η ΛΑ.Ε. πίστευαν πως η «συνέπεια» απέναντι στις
διακηρύξεις του Ιανουαρίου και η προίκα του 62% του ΟΧΙ θα ήταν αρκετά για να
τους εκτινάξουν σε σημαντικά ποσοστά, κατά τον ίδιο τρόπο που ο «ψευτράκος»
πίστευε πως με προίκα αυτό το ΟΧΙ θα πραγματοποιούσε έναν εκλογικό περίπατο.
Εν τέλει, το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής
κοινωνίας δεν είναι η έλλειψη ενός «αρχηγού» ή ενός κόμματος, που θα αναλάβει
να δείξει τον δρόμο και οι μάζες θα το ακολουθήσουν, αλλά η έλλειψη πολιτικά
ενεργών πολιτών και ακόμα περισσότερο «επωνύμων», διατεθειμένων να στρατευτούν
σε ένα πρόταγμα εκσυγχρονισμού της παράδοσής μας.
Το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας είναι
η ίδια κοινωνική πραγματικότητα, είναι ο ίδιος ο βαθύς παρασιτισμός και η
παρακμή της, άσχετα και πέρα από το ποιος ευθύνεται γι’ αυτό. Ευθύνονται
αποφασιστικά οι ελίτ, αλλά, μέσα στα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια, κατόρθωσαν
να αλώσουν και το λαϊκό σώμα και να ξεδοντιάσουν κάθε αντίθετη φωνή.
Ποιος θα πίστευε ότι ο Χρήστος Γιανναράς και ο
Κώστας Ζουράρις θα συντασσόντουσαν με τον ΣΥΡΙΖΑ;
Ποιος θα πίστευε πως στον χώρο των διανοουμένων,
ακόμα και των αντιανανιακών Κυπραίων, θα κυριαρχούσε η λογική του
αυτοχειριασμού της Κύπρου, μέσω της απομάκρυνσης της Ελλάδας από αυτήν; Και όλα
αυτά ακριβώς γιατί τα πραγματικά πατριωτικά κινήματα είναι εξαιρετικά αποδυναμωμένα
και έχουν περιοριστεί στην πραγματικότητα σε κενή φράσεολογία.
Έτσι λοιπόν έκλεισε ο κύκλος. Η μεταπολίτευση
ολοκληρώθηκε μέσα από μια τεράστια οικονομική, ιδεολογική, και εντέλει
πνευματική/ανθρωπολογική καταστροφή. Επί πολλά χρόνια πασχίζαμε οι συνέπειες
αυτής της καταστροφής να είναι μικρότερες. Δυστυχώς, δεν τα καταφέραμε.
Και πρέπει να αρχίσουμε σχεδόν από το μηδέν στο
πολιτικό επίπεδο αλλά με μια τεράστια παρακαταθήκη στο ιδεολογικό.
Για είκοσι ή τριάντα χρόνια, μαζί με πολλούς από
εκείνους που τώρα μας εγκατέλειψαν –ελπίζω όχι όλοι οριστικά–, οικοδομήσαμε μία
πρόταση και ένα πρόταγμα για την ελληνική κοινωνία, στηριγμένη σε αυτό που
έχουμε αποκαλέσει εκσυγχρονισμό της παράδοσης, η οποία μπορεί να είναι η
μοναδική πρόταση διεξόδου από την κρίση.
Τώρα πια, η αντίθεση μνημόνιο–αντιμνημόνιο έχει
γίνει περιθωριακή, μέσα σε συνθήκες ήττας, και το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού
συστήματος προετοιμάζεται για μια συγκυβέρνηση που εκφράζει τη βαθύτερη ταύτιση
των διαφορετικών συνιστωσών του.
Τώρα, λοιπόν, θα πρέπει ν’ αρχίσουμε να κτίζουμε
ένα νέο πρόταγμα, όπου η κοινωνική και πατριωτική διάσταση θα μπορέσουν
επιτέλους να ενωθούν ξανά και όπου άνθρωποι δραστηριοποιημένοι στους
κοινωνικούς χώρους θα απορρίψουν την ιδεολογική ηγεμονία του εθνομηδενισμού.
Μόνο τότε, και στον βαθμό που προχωράει ένα τέτοιο εγχείρημα στην κοινωνία,
στον βαθμό που αναδεικνύονται κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις οι οποίες όχι
μόνο έχουν συνειδητοποιήσει αυτή την ανάγκη (και αυτές είναι ήδη υπαρκτές) αλλά
και θα αναλάβουν τη δέσμευση να στρατευθούν στην υλοποίησή τους, τότε
μόνο θα μπορέσει να υπάρξει ένα ή περισσότερα πολιτικά υποκείμενα που θα μας
εισαγάγουν στην νέα ιστορική περίοδο: Δηλαδή, μετά τη μεταπολίτευση, για να
απαντήσουμε στην απειλή της ιστορικής εξαφάνισης του ελληνικού έθνους, θα
θελήσουμε άραγε να πατήσουμε σε μια ενδογενή οικονομική και πολιτισμική πορεία;
Όπως έχουμε επαναλάβει, αν η αντιπολίτευση
κατέληξε να κλείσει ως η περίοδος του παρασιτικού εκσυγχρονισμού και της
υποτελούς εσωστρέφειας, η μόνη απάντηση μπορεί να είναι μια νέα εποχή
όπου το εκκρεμές θα έχει επιτέλους ισορροπήσει και θα αρχίσουμε να βλέπουμε τον
γύρω μας κόσμο, τις συμμαχίες, τις σχέσεις μας, με το τηλεσκόπιο που έχουμε
εγκαταστήσει εδώ, στα βουνά, τις πεδιάδες και τα νησιά μας, και θα
πάψουμε να βλέπουμε τη χώρα μας με τα ματογυάλια των ξένων, σαν να είμαστε
εμείς ξένοι οι ίδιοι, όπως συνέβη τις τελευταίες δεκαετίες, με τις τραγικές
συνέπειες και τα αποτελέσματα που βιώσαμε.
Πάντως, τα πολιτικά υποκείμενα γεννιούνται μέσα
από πραγματικές κινήσεις της κοινωνίας και δεν πέφτουν ουρανοκατέβατα.
Συν Αθηνά και χείρα κίνει.
Γιώργος Καραμπελιάς
στην Ελλάδα υπάρχουν οι προϋποθέσεις να ανθίσουν σκληροπυρηνικά δεξιά κινήματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήαν η ΧΑ είχε πιο έξυπνα στελέχη, θα είχε κόψει μεγαλύτερο κομμάτι από τη ΝΔ.
Ο υπερσυντηρητικός και ο υπερδεξιός ψηφοφόρος αξίζουν κάτι καλλίτερο από τη ΧΑ.